Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ έκλεισε το οικονομικό έτος 2018 με έλλειμμα ύψους 779 δισεκατομμυρίων δολαρίων, το υψηλότερο της τελευταίας εξαετίας, καθώς οι μειώσεις φόρων και οι φοροαπαλλαγές που προώθησαν οι Ρεπουμπλικάνοι συρρίκνωσαν τα έσοδα του δημοσίου την ώρα που οι δαπάνες αυξήθηκαν διογκώνοντας το κρατικό χρέος, έδειξαν στοιχεία που δημοσιοποίησε τη Δευτέρα το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών.

Οι νέες κρατικές δαπάνες αύξησαν το ομοσπονδιακό έλλειμμα τους 12 μήνες μέχρι τον Σεπτέμβριο, την πρώτη χρονιά που εκτελέστηκε πλήρης προϋπολογισμός επί των ημερών του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ. Πρόκειται για το υψηλότερο έλλειμμα που έχει καταγραφεί από το 2012.

Κατά τα επίσημα στοιχεία, τον Σεπτέμβριο καταγράφηκε πλεόνασμα 119 δισ. δολαρίων, υψηλότερο του αναμενομένου και ρεκόρ για αυτόν τον μήνα. Ωστόσο στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών επισήμανε ότι το πλεόνασμα ήταν χαμηλότερο μετά την ημερολογιακή του προσαρμογή.

Οι περισσότεροι οικονομολόγοι θεωρούν ότι οι περικοπές των φόρων που ενέκρινε το Κογκρέσο -το οποίο ελέγχουν οι Ρεπουμπλικάνοι- πέρυσι και η αύξηση των δημοσίων δαπανών που συμφωνήθηκε στις αρχές του Φεβρουαρίου πιθανότατα θα αυξήσουν περαιτέρω το έλλειμμα. Ο Τραμπ και το GOP αντιτείνουν ότι οι μειώσεις των φόρων για τα φυσικά πρόσωπα και κυρίως για τις επιχειρήσεις θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη και θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας.

Το έλλειμμα τους 12 μήνες ως τον Σεπτέμβριο ήταν κατά 113 δισ. δολάρια (+17%) υψηλότερο από εκείνο την αντίστοιχη περίοδο της αμέσως προηγούμενης χρονιάς. Ημερολογιακά προσαρμοσμένο, ήταν ακόμη υψηλότερο.

«Η ταχύτατα αναπτυσσόμενη οικονομία της Αμερικής θα δημιουργήσει αυξημένα έσοδα για την κυβέρνηση» και αυτό θα αποτελέσει «ένα σημαντικό βήμα για την μακροπρόθεσμη δημοσιονομική βιωσιμότητα» των ΗΠΑ, έκρινε ο Μικ Μαλβέινι, ο διευθυντής του Γραφείου Δημοσιονομικής Διαχείρισης και Προϋπολογισμού (OMB), σε μια ανακοίνωση που δημοσιοποιήθηκε μαζί με τα στοιχεία.

Για το κέντρο μελετών Bipartisan Policy Center, τα στοιχεία αυτά είναι μια «κλήση αφύπνισης» προς εκείνους που χαράσσουν πολιτική, καθώς η πορεία της χώρας πρέπει να αντιστραφεί. «Το γεγονός ότι η κυβέρνησή μας πλησιάζει ένα έλλειμμα ύψους ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων εν μέσω οικονομικής επέκτασης πρέπει να αποτελέσει σοβαρό ζήτημα για τους ψηφοφόρους και τους υποψήφιους» έκρινε ο Ουίλιαμ Χόουγκλαντ, αντιπρόεδρος του κέντρου, αναφερόμενος στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου.

Μεγάλο μέρος της αύξησης του δημοσίου ελλείμματος οφείλεται στις υψηλότερες δαπάνες για την αποπληρωμή του χρέους. Ο δανεισμός του αμερικανικού δημοσίου αυξήθηκε τον τελευταίο χρόνο, εν μέρει για να αντισταθμιστεί η βραδύτερη αύξηση των εσόδων από τη φορολογία εξαιτίας των περικοπών φόρων και των φοροαπαλλαγών, ενώ οι αμερικανικές στρατιωτικές δαπάνες επίσης αυξήθηκαν σημαντικά.

Μεγεθύνοντας το κόστος της εξυπηρέτησης του χρέους, η Fed, η ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ, αυξάνει τα κατευθυντήρια επιτόκιά της χονδρικά κατά το ένα τέταρτο της μονάδας ανά τρίμηνο, επικαλούμενη την καλή πορεία της αγοράς εργασίας και ορισμένες ενδείξεις για την επιτάχυνση του πληθωρισμού. Ορισμένα στελέχη της Fed προειδοποιούν ότι η αύξηση των ελλειμμάτων του ομοσπονδιακού δημοσίου μπορεί να καταστήσει πολύ πιο δύσκολη την αντίδραση της Ουάσινγκτον εάν η οικονομία μπει σε πτωτική τροχιά.

Ο Τραμπ από πλευράς του επέκρινε με σφοδρότητα -κάτι ιδιαίτερα ασυνήθιστο- την πιο περιοριστική νομισματική πολιτική της Fed, δηλώνοντας την περασμένη εβδομάδα ότι τα στελέχη της έχουν «τρελαθεί», κάτι που αποπειράθηκε πάντως να μετριάσει ο κορυφαίος σύμβουλός του για οικονομικά θέματα Λάρι Κάντλοου, διαβεβαιώνοντας ότι ο ρεπουμπλικάνος πρόεδρος σέβεται την «ανεξαρτησία» του θεσμού, κάτι που χαρακτηρίζεται κρίσιμο για την οικονομική σταθερότητα.

ΑΠΕ-ΜΠΕ