Η GlaxoSmithKline ανακοίνωσε το Σάββατο ότι απέρριψε προσφορά 50 δισ. λιρών από την Unilever για τον κλάδο καταναλωτικών αγαθών της, τονίζοντας ότι "υποτιμά θεμελιωδώς" την επιχείρηση και τις μελλοντικές προοπτικές της και ότι θα επιμείνει στο σχέδιό της για την απόσχιση της μονάδας, σύμφωνα με τα όσα μεταδίδει το Reuters.

 

Η Unilever επιβεβαίωσε την προσέγγιση νωρίτερα το Σάββατο, αναφέροντας πως ο κλάδος της Glaxo θα αποτελούσε "ισχυρή στρατηγική προσαρμογή" καθώς συνεχίζει να αναδιαμορφώνει το χαρτοφυλάκιό της που περιλαμβάνει μάρκες τροφίμων, ομορφιάς και οικιακής φροντίδας.

Μια συμφωνία αυτού του μεγέθους θα ήταν η μεγαλύτερη παγκοσμίως από την έναρξη της πανδημίας, αν προχωρήσει. Θα μπορούσε επίσης να μετατρέψει την Unilever σε έναν πανίσχυρο προμηθευτή ομορφιάς και προσωπικής φροντίδας, που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τις Estee Lauder και L'Oreal, ενώ για την GSK θα μπορούσε να φέρει την αναγκαία ανακούφιση από την πίεση των επενδυτών που έχει αυξηθεί κατά το τελευταίο έτος.

Η GSK δήλωσε ότι είχε λάβει τρεις προσφορές από την Unilever, η τελευταία στις 20 Δεκεμβρίου που περιελάμβανε 41,7 δισ. λίρες σε μετρητά και 8,3 δισ. λίρες σε μετοχές της Unilever, οι οποίες δεν αντικατόπτριζαν την εσωτερική αξία της επιχείρησης και τις δυνατότητές της.

"Το Διοικητικό Συμβούλιο της GSK παραμένει επομένως επικεντρωμένο στην εκτέλεση της προτεινόμενης απόσχισης της Consumer Healthcare σε τροχιά υλοποίησης στα μέσα του 2022", αναφέρεται στην ανακοίνωση, προσθέτοντας ότι είναι βέβαιη ότι η επιχείρηση θα ξεπεράσει τους ρυθμούς ανάπτυξης της παγκόσμιας αγοράς μεσοπρόθεσμα.

Ο κλάδος καταναλωτικών αγαθών του ομίλου πρόκειται να αποσχιστεί σε ξεχωριστή εισαγωγή στα μέσα του τρέχοντος έτους.

Νωρίτερα, η βρετανική εφημερίδα Sunday Times ανέφερε ότι η προσφορά της Unilever για την επιχείρηση που έγινε στα τέλη του περασμένου έτους άξιζε περίπου 50 δισ. λίρες και είχε απορριφθεί ως πολύ χαμηλή από την GSK και την Pfizer, η οποία κατέχει μειοψηφικό μερίδιο στον συγκεκριμένοι κλάδο.

Η προσφορά δεν περιελάμβανε πριμοδότηση εξαγοράς ή αναγνώριση συνεργιών, ανέφερε η εφημερίδα, προσθέτοντας ότι δεν ήταν σαφές εάν ο όμιλος θα έκανε υψηλότερη προσφορά.