Οι αποδόσεις των ομολόγων της Νότιας Ευρώπης εκτινάχθηκαν σήμερα σε υψηλά επίπεδα πολλών μηνών, καθώς οι επενδυτές πωλούσαν τα στοιχεία ενεργητικού με υψηλότερο ρίσκο μετά τη δεύτερη μείωση επιτοκίων από την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) και τη συντονισμένη δράση κεντρικών τραπεζών για την αντιμετώπιση του αντίκτυπου του κορονοϊού.

Η Fed μείωσε την Κυριακή τα επιτόκια, για δεύτερη φορά σε διάστημα μικρότερο των δύο εβδομάδων, στο 0%-0,25%. Μεγάλες κεντρικές τράπεζες μείωσαν το κόστος για τις ανταλλαγές των νομισμάτων τους, προκειμένου να προσφέρουν δολάρια σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε όλο τον κόσμο. Οι κινήσεις αυτές δεν μπόρεσαν να ηρεμήσουν τις αγορές. Οι τιμές των μετοχών και η ισοτιμία του δολαρίου υποχώρησαν, όπως και οι τιμές των ομολόγων της Νότιας Ευρώπης. Η Ισπανία οδηγήθηκε σε μερική καραντίνα το Σάββατο, στο πλαίσιο της 15ήμερης κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Στη Γαλλία έκλεισαν τα μη απαραίτητα καταστήματα, αυξάνοντας την ανησυχία για τον οικονομικό αντίκτυπο που μπορεί να έχουν τέτοια δραστικά μέτρα, ιδιαίτερα για οικονομίες με υψηλό χρέος.

Οι αποδόσεις των ισπανικών και πορτογαλικών 10ετών ομολόγων αυξήθηκαν σε υψηλά επίπεδα 9,5 μηνών στο 0,74% και 0,93%, αντίστοιχα, σημειώνοντας άνοδο 12 και 14 μονάδων βάσης, αντίστοιχα στην ημέρα. Η διαφορά των αποδόσεων μεταξύ των ισπανικών και των γερμανικών 10ετών τίτλων εκτινάχθηκε στο υψηλότερο επίπεδο από τον Οκτώβριο του 2018 στις 136 μονάδες βάσης (1,36 ποσοστιαίες μονάδες). Οι αποδόσεις των γαλλικών 10ετών ομολόγων αυξήθηκαν 14 μονάδες βάσης στο 0,14% που είναι υψηλό 3,5 μηνών. Οι αποδόσεις των ιταλικών 10ετών τίτλων αυξήθηκαν 23 μονάδες βάσης στο 2,03%, ξεπερνώντας για πρώτη φορά από τον Ιούλιο το όριο του 2%.

«Η τάση που βλέπουμε στην περιφέρεια έχει να κάνει κυρίως με το κλίμα ως προς τους δείκτες χρέους σε χώρες, οι οποίες μετά από πολλά χρόνια ποσοτικής χαλάρωσης και στήριξης της κεντρικής τράπεζας οδεύουν σε μία άλλη αρκετά σημαντική, αν όχι μεγαλύτερη κρίση από την προηγούμενη», δήλωσε αναλυτής της Rabobank. Τα ομόλογα της περιοχής βρίσκονται υπό πίεση από την περασμένη εβδομάδα, όταν η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ δήλωσε ότι δεν είναι δουλειά της τράπεζας να «μειώνει τα spreads».