Mε αφορμή την ημέρα κατά της βίας των γυναικών, ένα φαινόμενο που δυστυχώς έχει ολοένα και περισσότερα κρούσματα. Και δυστυχώς, παρά το γεγονός ότι ολοένα και περισσότερες γυναίκες καταγγέλουν παρόμοια κρούσματα, ο φόβος ακόμα κλείνει στόματα και τραυματίζει ψυχές και ολόκληρες ζωές...

 

Της Τζένης Τσουπαροπούλου

Η σκηνή που ο γερουσιαστής Τρουέμπα χτυπάει την πολυαγαπημένη του,βελούδινα καλήτου,Κλάρα,στο «Σπίτι των Πνευμάτων» της Ιζαμπέλ Αλιέντε ενώ εκείνη ορκίζεται σε αιώνια σιωπή, μου προκαλεί πάντα τρομερή ασφυξία.

Πώς είναι δυνατόν να σιωπά;

Πώς είναι δυνατόν να ανέχεται την αδικία, τη βία, τη κακομεταχείριση, την απαξίωση, την μείωση της προσωπικότητάς της, τον εξευτελισμό, τη ντροπή, τις ενοχές που της μοιράζουν.Τις ενοχές για την ίδια της τη γυναικεία φύση, για την οποία από μικρό κοριτσάκι την έκαναν να ντρέπεται. Πώς σιωπούμε ακόμα; Πώς δεν αναγνωρίζουμε αυτή την υποθάλπουσα αίσθηση ότι ναι, μας αξίζει αυτή η συμπεριφορά μόνο και μόνο γιατί είμαστε γυναίκες. Γιατί έτσι έχουμε γαλουχηθεί; Σιωπούμε και ανεχόμαστε γιατί δεν έχουμε μάθει να αναγνωρίζουμε τη βία;

Η βία έχει πολλές μορφές. Και σαφώς και αναγνωρίζουμε τις προφανείς και ακραίες μορφές βίας και αντιδρούμε, αφυπνίζουμε, διαδηλώνουμε… Καταγράφουμε σε αριθμούς τα κρούσματα:

«Mία στις τρεις γυναίκες κάποια στιγμή στη ζωή της θα αντιμετωπίσει σωματική, ψυχολογική ή σεξουαλική βία από τον σύντροφό της. Μία στις πέντε γυναίκες θα πέσει θύμα βιασμού ή απόπειρας βιασμού. 40% με 50% των γυναικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αναφέρει κάποια μορφή σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο εργασίας, ενώ 500.000 με 2.000.000 άνθρωποι στον κόσμο, κυρίως γυναίκες και παιδιά, εκτιμάται ότι διακινούνται παράνομα κάθε χρόνο με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση και την εξαναγκαστική εργασία» σύμφωνα με τον ΟΗΕ.

«Μέσα σ’ ένα χρόνο, 16.700.000 γυναίκες στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπέστησαν σωματική βία ή σεξουαλική κακοποίηση, ενώ σε ότι αφορά ειδικότερα την Ελλάδα, στοιχεία της Ελληνικής Ιατροδικαστικής Εταιρίας (ΕΙΕ), δείχνουν πως σωματική βία αναφέρει ότι έχει υποστεί το 24% των γυναικών (18% από σύντροφο και 10% από άλλο άτομο), ενώ σεξουαλική βία αναφέρεται από το 6% των γυναικών (5% από σύντροφο και 1% από άλλο άτομο).»

Και βεβαίως οι αριθμοί αυτοί έχουν τη σημασία τους και είναι σημαντικοί ώστε να μπορέσουμε να εξαλείψουμε αυτά τα φαινόμενα.

Όμως, πόσα κρούσματα δεν καταγράφουμε καν, διότι δεν τα αναγνωρίζουμε ως κρούσματα βίας κατά των γυναικών; Και έχουν συμβεί σε όλες ανεξαιρέτως τις γυναίκες. Αντιθέτως τα δεχόμαστε ως κάτι «φυσιολογικό», «καθημερινό», «συνηθισμένο». Ακόμα και τη σιωπή μας έχουμε αποδεχθεί ως δεδομένη.Και τον φόβο ως φυσικό επακόλουθο. Και συνεχίζουμε και ζούμε με αυτόν. Και τη μη αντίδραση ως κοινώς αποδεκτή συμπεριφορά. Η βία έχει πολλές μορφές, και το γνωρίζουμε. Μπορεί να είναι λεκτική, ψυχολογική, οικονομική, σωματική.

Πόσες μορφές βίας ανεχόμαστε καθημερινά και δεν το αντιλαμβανόμαστε; Δεν είναι βία το κορνάρισμα και οι υποτιμητικοί χαρακτηρισμοί που ακούμε πηγαίνοντας στις εργασίες μας, μόνο και μόνο γιατί είμαστε γυναίκες οδηγοί; Δεν είναι βία η φράση «ποιος της δίνει σημασία, έχει τα ρούχα της»; To«τι μιλάς εσύ, γυναίκα είσαι, δεν ξέρεις» πόσο υποτιμητικό είναι; Hέλλειψη σεβασμού είναι από μόνη της βία. Και η μη ίση μεταχείριση, βία είναι.

Όμως, η μη αναγνωρίσιμη βία είναι και η πιο αιχμηρή. Η καταπιεσμένη μας οργή απέναντι σε τέτοια «μικρά» καθημερινά φαινόμενα, είναι βία. Και αυτά τα λεγόμενα «μικρά» συμβάντα, γίνονται μεγάλα προβλήματα. Ας αναλογιστούμε τι αντίκτυπο έχουν στην ψυχολογία, στη καθημερινότητα στη ζωή μας… και ας πάψουμε να σιωπούμε. Με τη σιωπή μας βιαιοπραγούμε οι ίδιες στον εαυτό μας, στα καταπιεσμένα μας συναισθήματα, στην οργή, στην αδικία… Γιατί τόση δεκτικότητα;

Και όπως είπε και ο Γκάντι: «Ο μόνος τύραννος που δέχομαι, είναι η σκληρή φωνή μέσα μου»!