του Ανδρέα Πετρόπουλου

Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία από το 2012, όταν επιβλήθηκε η περιβόητη Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία μειώθηκε κατά 22% ο κατώτατος μισθός (32% για τους νέους κάτω των 25) και πρακτικά κατέρρευσαν οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, ότι η περίφημη πολιτική της «εσωτερικής υποτίμησης» θα οδηγούσε σε ανακατανομή της πίτας υπέρ των ισχυρών. Δηλαδή των επιχειρήσεων και των Βιομηχάνων.

Ήταν μια απολύτως «μεροληπτική» πράξη και ταξική πολιτική. Έκτοτε, οι μισθοί κατρακύλησαν σε πρωτοφανή χαμηλά επίπεδα. Οι κατώτατοι στα 500 ευρώ (καθαρά) οι μισθοί των νέων στα 400 ευρώ και οι μισθοί για part time απασχόληση εκκινούσαν από τα 200 ευρώ!

Ανοίγω παρένθεση: Αυτή την βαρβαρότητα, την ανακάλυψε η αντιπολίτευση μετά το 2016 χρησιμοποιώντας το μότο «ο ΣΥΡΙΖΑ οδήγησε στη γενιά των 300 ευρώ»!!!

Πάμε όμως παρακάτω.

Τι δείχνουν τα στοιχεία των Ευρωπαϊκών Συνδικάτων;

1. Το σχέδιο της εσωτερικής υποτίμησης και η διάλυση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, έφεραν υπερδιπλάσιες μειώσεις μισθών στην Ελλάδα σε σχέση με τις αντίστοιχες μειώσεις σε Κύπρο και Πορτογαλία, δηλαδή χώρες που επίσης μπήκαν σε μνημονιακό πρόγραμμα.

2. Οι αμοιβές των εργαζόμενων στην Ελλάδα μειώθηκαν δραματικά αλλά οι τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα παρά την εσωτερική υποτίμηση που συντελέστηκε την εξαετία 2010-2016 . Την ίδια ώρα το κόστος εργασίας που κατά πολλούς (και τους δανειστές) ήταν υπεύθυνο για τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα της χώρας παρότι μειώθηκε δεν έφερε τα πολυπόθητα αποτελέσματα.

3. Όπως διαπιστώνει και σε μελέτη του το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ (2016) οι μειώσεις μισθών, οι απολύσεις, τα λουκέτα και η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας δεν ωφέλησαν την οικονομία αλλά τις τσέπες των επιχειρηματιών, αυξάνοντας τα κέρδη τους.

4. Σύμφωνα με μελέτη, αντί του προβλεπόμενου ανταγωνιστικού αποπληθωρισμού, υπήρξε αύξηση των περιθωρίων κέρδους τα οποία μάλιστα δεν διατέθηκαν για επενδύσεις. Η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης απέτυχε ιδιαίτερα στη μεταποιητική βιομηχανία, δηλαδή εκεί όπου παρουσιάστηκαν οι μεγαλύτερες μειώσεις του κόστους εργασίας. Η θεαματική μείωση κατά 37,5% οφείλεται στη μείωση κατά 21,8% της μέσης τρέχουσας αμοιβής εργασίας αλλά και στην αύξηση της παραγωγικότητας κατά 25,1%, η οποία στην πραγματικότητα προήλθε από μείωση της απασχόλησης

4. Η μελέτη αποδεικνύει πως ενώ τα έτη των μνημονίων ασκήθηκε στην Ελλάδα μια πολιτική εσωτερικής υποτίμησης με απανωτές μειώσεις μισθών και διαρθρωτικές αλλαγές στην αγορά εργασίας, ο στόχος της γενικευμένης πτώσης των τιμών που θα ευνοούσε την ανταγωνιστικότητα, δεν ικανοποιήθηκε. Οι τιμές δηλαδή δεν έπεσαν, αλλά αντίθετα αυξήθηκαν τα κέρδη των βιομηχάνων.

Το μέσο περιθώριο κέρδους στη βιομηχανία (υπολογισμένο με βάση το κόστος εργασίας) αυξήθηκε κατά 56% στην εξαετία, ενώ παρέμεινε πρακτικά αμετάβλητο στον τομέα των υπηρεσιών και μειώθηκε στον τομέα των οικοδομών και άλλων κατασκευών. Με άλλα λόγια, κατασκευές και υπηρεσίες ενσωμάτωσαν στις τιμές τους την πτώση του κόστους εργασίας. Αντίθετα στη βιομηχανία η κατακόρυφη πτώση των μισθών έγινε υπερκέρδος για τους εργοδότες.