του Ανδρέα Πετρόπουλου

«Είναι αυτονόητο ότι οι μισθοί δεν πρέπει μόνο να μειώνονται αλλά και να αυξάνονται. Η πτώση μισθών έχει τελειώσει και πρέπει να πάμε σε αύξηση. Αυτό είναι κάτι που το υπουργείο το μελετάει, μπορεί και φέτος» δήλωσε πριν δύο ημέρες ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Οικονομίας Γιάννης Δραγασάκης.

Αναφερόμενος συνολικά στην υλοποίηση της κυβερνητικής στρατηγικής για την παραγωγική ανασυγκρότηση και την ανάδειξη ενός νέου υποδείγματος Βιώσιμης και Δίκαιης Ανάπτυξης ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης αναφέρθηκε σε ένα από τα επίδικα (και αυτονόητα) της επόμενης -μετά τα Μνημόνια- μέρας.

Γιατί όμως έχει σημασία η τοποθέτηση αυτή και γιατί είναι τόσο κρίσιμο το θέμα των μισθών;

«Ακριβώς, επειδή, κατά τη διάρκεια της κρίσης, το κύριο μέσο για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και την ώθηση της ανάπτυξης υπήρξε η εσωτερική υποτίμηση, η οποία επικεντρώθηκε στη μείωση του κόστους εργασίας, έχει σημασία σήμερα να επανεξετάσουμε από κοινού τις Συλλογικές Συμβάσεις και τους Μισθούς, δηλαδή τους βασικούς πυλώνες της αγοράς εργασίας».

Η απάντηση ανήκει στην υπουργό Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου και διατυπώθηκε στην πρόσφατη σύνοδο των υπουργών Απασχόλησης της ΕΕ.

Τι συνέβη όμως στην ελληνική αγορά εργασίας από το 2012 με αποτέλεσμα εργασιακές σχέσεις, μισθοί και απασχόληση να φθάσουν στα όρια της ευρωπαϊκής εσχατιάς αγγίζοντας τα αντίστοιχα επίπεδα των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης;

Ο κατώτατος μισθός, προκειμένου να έχουμε ανάπτυξη (!) και να σταματήσουμε η γιγάντωση της ανεργίας, μειώθηκε το 2012 κατά 25% και έφτασε το 32% στους κάτω των 25 ετών.

Αυτό ήταν ένα από τα έργα του ΔΝΤ, που αποδέχθηκαν ασμένως οι συγκυβερνήτες του δεύτερου μνημονίου. Τα αποτελέσματα τα γνωρίζουμε όλοι: Η ανεργία όχι μόνο δεν ανακόπηκε, αλλά έφτασε συνολικά στο 28% και πάνω από 50% στους νέους και τις γυναίκες. Οι εργασιακές σχέσεις διαλύθηκαν κυριολεκτικά, μετά και την κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων, ενώ εμφανίστηκε μια νέα κατηγορία εργαζομένων: «Οι απλήρωτοι εργαζόμενοι».

Έξι χρόνια μετά οι πληγές αυτές είναι ανοιχτές στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Εργατικού Κέντρου της Αθήνας, στο Λεκανοπέδιο ο ένας στους τέσσερις με εξαρτημένη σχέση εργασίας στον ιδιωτικό τομέα εργάζεται με καθεστώς περιστασιακής απασχόλησης.

Επιπλέον επτά στους δέκα μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα δήλωσαν πως εργάζονται με πλήρες ωράριο ενώ το 30% εργάζονται με μερική απασχόληση.

Ο μέσος όρος των καθαρών μηνιαίων αποδοχών ανέρχεται στα 806 ευρώ, ενώ περισσότεροι από 800.000 εργαζόμενοι λαμβάνουν τον μισθό τους με καθυστέρηση ή παραμένουν απλήρωτοι!

Στο σχεδιασμό της μεταμνημονιακής περιόδου και μιας νέας γενιάς αλλαγών που θα ενισχύουν την ανάπτυξη και τη μείωση των ανισοτήτων, οι Συλλογικές Συμβάσεις και η αύξηση του κατώτατου εισαγωγικού μισθού στον ιδιωτικό τομέα έχουν δεσπόζουσα θέση.

Ίσως όμως να μην αρκούν οι προθέσεις και σχεδιασμοί της κυβέρνησης σε αυτή την κατεύθυνση. Ίσως χρειαστεί ένα τολμηρό, πλην όμως αναγκαίο βήμα. Αυτό δεν είναι άλλο από την πλήρη αποδέσμευση της χώρας από το ΔΝΤ. Δεν μπορεί να (συνεχίζουν να) ορίζουν τις τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων οι «δολοφόνοι» της Ανάπτυξης και της μισθωτής εργασίας. Τα έργα τους είναι ορατά, η ύφεση, η φτώχεια και η απόγνωση που προκάλεσαν μόνο σε εποχή πολεμικής σύρραξης μπορεί να συμβεί...