Περίπου το ένα πέμπτο της ενεργειακής παραγωγής της χώρας αναμένεται να καλύπτει ο λιγνίτης στην μετά το 2030 περίοδο, διατηρώντας τον ρόλο του ως εθνικού καυσίμου που εξασφαλίζει ενεργειακή ασφάλεια.

Οι επερχόμενες μεγάλες αλλαγές στο ενεργειακό μείγμα, δημιουργούν νέες συνθήκες αλλά και προκλήσεις για την αγορά.

Όπως είπε πρόσφατα ο υπουργός ΠΕΝ, Γ. Σταθάκης κι επιβεβαίωσε χθες ο Μ. Παναγιωτάκης το μερίδιο του λιγνίτη στην παραγωγή εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί κοντά στα επίπεδα του 20% μετά το 2030, για λόγους οικονομικούς, κοινωνικής συνοχής κι ενεργειακής ασφάλειας εφοδιασμού.

Όπως εξήγησε ο επικεφαλής της ΔΕΗ, στην ουσία μιλάμε για την διαμόρφωση του ενεργειακού μείγματος από το έτος 2033 και μετά, όταν αναμένεται ότι υπάρχουν στο σύστημα τέσσερις λιγνιτικές μονάδες: η Πτολεμαΐδα 5, ο Άγιος Δημήτριος 5 και οι δύο μονάδες της Μελίτης στη Φλώρινα -δηλαδή δύο μονάδες της ΔΕΗ και άλλες δύο των ιδιωτών επενδυτών, βάσει της εν εξελίξει αποεπένδυσης.

Η παραγωγή των μονάδων αυτών ισοδυναμεί με 12-13 τεραβατώρες και αν η κατανάλωση, όπως υπολογίζεται, διαμορφώνεται, τότε, γύρω στις 60 τεραβατώρες, συνάγεται το μερίδιο του 20%.

Ενόψει αυτής της μείωσης κι ενώ σήμερα αίρεται το μονοπώλιο της ΔΕΗ στον λιγνίτη, η πρόσκληση στη βιομηχανία και στους ηλεκτροπαραγωγούς να συμμετάσχουν με συνεργασίες, συνέργειες και συμπράξεις στο εγχείρημα της αποεπένδυσης αλλά και στην αξιοποίηση των μονάδων του Αμυνταίου, μπορεί να τους διασφαλίσει εγγυημένη πηγή τροφοδοσίας και ελεγχόμενο κόστος για πάνω από μια δεκαετία.