Ολιγοπώλιο στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, το οποίο υπάρχει κίνδυνος να διατηρηθεί σε καθεστώς προστασίας, επισημαίνει με συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Αντώνης Κοντολέων, μέλος του ΔΣ της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ).

Όπως υποστηρίζει, η ΕΕ ενδιαφέρεται κυρίως για τη μείωση της δεσπόζουσας θέσης της ΔΕΗ και λιγότερο στην ύπαρξη εξόφθαλμων στρεβλώσεων της αγοράς και τονίζει: «Δεν πρέπει η προσπάθεια να περιοριστεί το κρατικό μονοπώλιο, να εκτροχιαστεί με τη διατήρηση συγκεκριμένων στρεβλώσεων της υφιστάμενης δομής της αγοράς και να οδηγήσει σε ένα προστατευμένο ολιγοπώλιο».

Ο κ. Κοντολέων εκφράζει ανησυχία για καθυστέρηση στην εφαρμογή της Κοινοτικής νομοθεσίας για την ενοποίηση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, το λεγόμενο target model, ενώ αναφέρει ότι η βιομηχανία δεν ωφελήθηκε από το μέτρο των δημοπρασιών λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής παραγωγής της ΔΕΗ (ΝΟΜΕ).

Ακολουθεί η συνέντευξη του Αντώνη Κοντολέοντος στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:

ΕΡ: Καταγγέλλετε ολιγοπώλιο των παραγωγών ενέργειας, το οποίο, όπως υποστηρίζετε, γίνεται προσπάθεια να διατηρηθεί. Εξηγείστε μας σε τι αναφέρεστε και από ποιους γίνεται αυτή η προσπάθεια.

Η πορεία της αγοράς διαχρονικά έχει αποδείξει ότι υπάρχουν ετερόκλητες δυνάμεις που αντιστέκονται σθεναρά σε κάθε απόπειρα να λειτουργήσουν και στη χώρα μας ανταγωνιστικές αγορές ενέργειας στο πρότυπο των αντίστοιχων ευρωπαϊκών και να σταματήσουν ή έστω να περιοριστούν δραστικά οι επιδοτήσεις στο χώρο της ενέργειας και πιο συγκεκριμένα στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Η σημερινή αγορά ηλεκτρικής ενέργειας χαρακτηρίζεται από πλήθος στρεβλώσεων που θεσπίστηκαν σταδιακά στη διάρκεια της παρελθούσης δεκαπενταετίας στο όνομα της προστασίας των παραγωγών ενέργειας με καύσιμο φυσικό αέριο έναντι της δεσπόζουσας θέσης της ΔΕΗ.

Προφανώς όμως, αναφέρεστε στο άρθρο μου στο Politico, στο οποίο επισημαίνουμε έναν σοβαρό κίνδυνο: δεν πρέπει η προσπάθεια να περιοριστεί το κρατικό μονοπώλιο, να εκτροχιαστεί με τη διατήρηση συγκεκριμένων στρεβλώσεων της υφιστάμενης δομής της αγοράς και να οδηγήσει σε ένα προστατευμένο ολιγοπώλιο, αλλά σε μια πραγματικά ανταγωνιστική αγορά. Και θέτουμε το προφανές ερώτημα εάν αυτός ο "εκτροχιασμός" που επιχειρείται είναι σε γνώση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής; Προφανώς και όχι!

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η προταθείσα, από τον Λειτουργό της Αγοράς (ΛΑΓΗΕ), στο πλαίσιο της διαβούλευσης για τους νέους Κώδικες, διατήρηση του ελάχιστου ορίου στις προσφορές των μονάδων παραγωγής στην χονδρεμπορική αγορά, ώστε να καλύπτεται το μεταβλητό τους κόστος. Μια ρύθμιση που δεν εφαρμόζεται σε καμία Ευρωπαϊκή αγορά και αντιβαίνει σαφώς στον νέο Ευρωπαϊκό Κανονισμό Λειτουργίας της Εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

Kαι όταν μάλιστα η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας δεν έχει συμπεριλάβει τη συγκεκριμένη ρύθμιση στις κατευθύνσεις που εξέδωσε για τη σύνταξη των νέων Κωδίκων.

Και πως θα μπορούσε αλήθεια ο Ρυθμιστής να προτείνει τη διατήρηση του ελαχίστου ορίου στις προσφορές, όταν γνωρίζει ότι στην ιταλική αγορά με την οποία θα διασυνδεθεί άμεσα η ελληνική με τη λειτουργία της νέας αγοράς δεν υπάρχει τέτοιο όριο. Είναι προφανές ότι ο καθορισμός ελαχίστου ορίου καθιστά τις τιμές στην ελληνική αγορά, εκτός από υψηλότερες συγκρινόμενες με εκείνες των γειτονικών χωρών, και προβλέψιμες, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στους εισαγωγείς για εύκολο κέρδος εις βάρος της ελληνικής αγοράς. Ταυτόχρονα, μειώνονται οι ώρες λειτουργίας των ελληνικών μονάδων παραγωγής προς όφελος των λιγότερο σύγχρονων μονάδων των γειτονικών χωρών.

EΡ: Ωστόσο η ενεργειακή νομοθεσία, όπως άλλωστε και εσείς επισημαίνετε, βρίσκεται υπό την στενή παρακολούθηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία προωθεί την απελευθέρωση των αγορών. Πώς μπορεί να εγκριθούν διατάξεις που θίγουν, όπως λέτε, τον ανταγωνισμό από τις αρμόδιες ελληνικές και κοινοτικές αρχές;

Ακόμα και αν η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) αποδεχόταν τέτοιες ρυθμίσεις στους Κώδικες, έστω και ως μεταβατικές, το λογικό και αναμενόμενο θα ήταν η παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, γιατί οι ρυθμίσεις αυτές στρεβλώνουν τη λειτουργία της αγοράς και αντιβαίνουν βασικούς κανόνες λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς. Παρόλα αυτά, δεδομένης της εμπειρίας των τελευταίων ετών, οι καταναλωτές παραμένουν σκεπτικοί σχετικά με το αν θα υπάρξει μια τέτοια παρέμβαση. Ο λόγος για αυτόν τον σκεπτικισμό είναι το γεγονός ότι οι αρχές της ΕΕ έχουν αποδείξει ότι ενδιαφέρονται κυρίως για τη μείωση της δεσπόζουσας θέσης του πρώην κρατικού μονοπωλίου (ΔΕΗ), δίνοντας πολύ λιγότερη προσοχή στην ύπαρξη εξόφθαλμων στρεβλώσεων της αγοράς. Ελπίζουμε αυτή τη φορά οι ανησυχίες μας να διαψευστούν, δεδομένου ότι αυτό που κρίνεται δεν είναι η εκταμίευση μιας ακόμα δόσης, αλλά η δημιουργία των συνθηκών που θα επιτρέψουν την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, της μόνης που εγγυάται την οριστική και διατηρήσιμη έξοδο από την κρίση.

ΕΡ: Υποστηρίζετε ότι διαχρονικά οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας για την ελληνική βιομηχανία είναι υψηλότερες από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Πού οφείλεται αυτό; Και ποια είναι τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για να πέσουν οι τιμές;

Είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι η χώρα μας χρειάζεται σήμερα περισσότερο από ποτέ μια συντεταγμένη συλλογική προσπάθεια για να βγει η οικονομία και η κοινωνία οριστικά, χωρίς κινδύνους πισωγυρίσματος, από την κρίση. Η δική μας κρίση δεν ήταν απλώς δημοσιονομική. Ήταν εξίσου και κρίση ανταγωνιστικότητας, με τα ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο να «ανταγωνίζονται» εκείνα στο δημοσιονομικό ισοζύγιο. Κι αυτός ήταν ένας βασικός λόγος που μας εμπόδισε να βγούμε από την κρίση γρηγορότερα και με μικρότερο κόστος.

Τα τελευταία χρόνια έχει καταστεί πλέον σε όλους σαφές, όπως αποδεικνύεται μέσα από αξιόπιστες μελέτες (Benchmarking study of electricity prices between Belgium and neighboring countries, Deloitte 2015), ότι ένα από τα κυριότερα προβλήματα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής βιομηχανίας, είναι το υψηλότερο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας έναντι των Ευρωπαίων ανταγωνιστών μας. Κύρια αιτία είναι η δομή/μοντέλο και της στρεβλής και ουδόλως ανταγωνιστικής λειτουργίας της αγοράς. Δευτερευόντως, οφείλεται στις ελλιπείς διεθνείς διασυνδέσεις της χώρας και στις υψηλότερες ρυθμιζόμενες χρεώσεις ως προς τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές μας (ίδε χρεώσεις δικτύων μεταφοράς και διανομής, χρέωση ΥΚΩ, χρέωση υπέρ ΑΠΕ και ΕΦΚ).

Στο τι πρέπει να γίνει η απάντηση είναι σαφής και προκύπτει από όσα προηγήθηκαν. Απαιτείται:

• ο σχεδιασμός της νέας αγοράς να γίνει στο πρότυπο των αντίστοιχων Ευρωπαϊκών, ώστε να διασφαλιστούν οι προϋποθέσεις της λειτουργίας μιας ανταγωνιστικής αγοράς υπέρ του καταναλωτή.
• να μην διατηρηθούν υφιστάμενες στρεβλώσεις ούτε ως μεταβατικά μέτρα.
• να λειτουργήσει, άμεσα με τη λειτουργία της νέας αγοράς, η διασύνδεση της ελληνικής αγοράς με τις γειτονικές χώρες Ιταλία και Βουλγαρία , ώστε να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός.
• να υπάρξει το συντομότερο ο μακροπρόθεσμος ενεργειακός σχεδιασμός για το ενεργειακό μείγμα της χώρας.

EΡ: Ωφέλησαν τη βιομηχανία τα μέτρα για δημοπρασίες λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής παραγωγής της ΔΕΗ;

Ουδόλως! Η ΕΒΙΚΕΝ έχει επανειλημμένα εκφράσει τις επιφυλάξεις της ως προς την αποτελεσματικότητα των δημοπρασιών προθεσμιακών προϊόντων ηλεκτρικής ενέργειας, ως ρυθμιστικό μέτρο για το άνοιγμα της αγοράς, όταν μάλιστα σήμερα ελλείπουν οι βασικές προϋποθέσεις λειτουργίας μιας ελεύθερης και ανταγωνιστικής αγοράς.

Η ΕΒΙΚΕΝ έχει επανειλημμένα εκφράσει δημόσια τις επιφυλάξεις της ως προς την αποτελεσματικότητα του μέτρου:

• Εάν και σε ποιο βαθμό η επιδότηση των εναλλακτικών προμηθευτών έχει αποφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα όσον αφορά στην επίτευξη των στόχων του μέτρου.
• Εάν και σε ποιο βαθμό η τυχόν καθυστέρηση στην επίτευξη του στόχου μείωσης του ποσοστού της ΔΕΗ οφείλεται στην αναποτελεσματικότητα/μη ορθό σχεδιασμό του μέτρου ή σε απροθυμία των ανταγωνιστών να αναλάβουν ρίσκα όπως η έκθεση στην ΟΤΣ και ο πιστωτικός κίνδυνος.
• Εάν και σε ποιο βαθμό οι στρατηγικές ανάπτυξης του ανταγωνισμού βασίζονται σε μακροχρόνιο σχεδιασμό (πέραν του ορίζοντα εφαρμογής του ρυθμιστικού μέτρου) και στην ισορροπημένη διάχυση του οφέλους σε όλες τις κατηγορίες καταναλωτών.

ΕΡ: Φοβάστε καθυστερήσεις στην εφαρμογή της νομοθεσίας για το target model;

H μέχρι σήμερα πρόοδος του σχεδιασμού της νέας αγοράς μας επιτρέπει να διατηρούμε σοβαρές αμφιβολίες ως προς την έγκαιρη υλοποίηση του έργου σύμφωνα με τους στόχους που έχουν τεθεί στο αναθεωρημένο μνημόνιο (Μάιος και Αύγουστος του 2018). Πρόσφατα μάλιστα έγινε γνωστό ότι η λειτουργία της νέας αγοράς μετατίθεται για τα μέσα του 2019. Τυχαίο;