Άρθρο του Γιάννη Μυλόπουλου, καθηγητή του Αριστοτελείου πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και προέδρου της Αττικό Μετρό, ΑΕ, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Το τρίπτυχο «οικονομία, κοινωνία και περιβάλλον» συγκροτεί τους 3 πυλώνες πάνω στους οποίους δομείται ο μεγάλος στόχος της αλλαγής του αναπτυξιακού προτύπου, στην κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης.

Το τρίπτυχο αυτό διευρύνει την έννοια της ανάπτυξης πέρα από τα στενά οικονομικά όρια στα οποία την είχε εγκλωβίσει το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, το οποίο εφαρμόστηκε στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας με ολέθρια, ως γνωστό, οικονομικά, (ύφεση και οικονομική κρίση), κοινωνικά (ανισότητες, φτώχεια και ανεργία) και περιβαλλοντικά (εκτεταμένες οικολογικές καταστροφές, εξάντληση φυσικών πόρων και κλιματική αλλαγή) αποτελέσματα.

Η διεύρυνση της έννοιας της ανάπτυξης, προκειμένου αυτή να ενσωματώσει εκτός από τις οικονομικές και τις κοινωνικές και τις περιβαλλοντικές διαστάσεις πληρεί απολύτως τις προϋποθέσεις της αειφορίας, γιατί διασφαλίζει την επίτευξη δύο βασικών χαρακτηριστικών της: της δικαιοσύνης και της διάρκειας.

Ο μονότονα υλιστικός προσανατολισμός του τρέχοντος αναπτυξιακού προτύπου στην εποχή της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας αποθέωσε το κέρδος, καθώς στηρίχθηκε στη μονομερή επίτευξη οικονομικών αποτελεσμάτων. Η αδιαφορία για τις κοινωνικές παραμέτρους της ανάπτυξης οδήγησε τον πλανήτη σε άδικη κατανομή του πλούτου και προκάλεσε όξυνση των ανισοτήτων.

Αδιάψευστοι μάρτυρες οι διεθνείς οργανισμοί, τα στοιχεία των οποίων δεν αφήνουν περιθώρια για αμφιβολίες για το ρόλο της ανάπτυξης στα χρόνια του νεοφιλελευθερισμού:

Το 50% των κατοίκων της γης έφτασε να κατέχει σήμερα μόλις το 1% του παγκόσμιου πλούτου, ενώ το μόλις 1% του παγκόσμιου πληθυσμού, μια μικρή ολιγαρχία δηλαδή, έχει στη διάθεσή της σήμερα περισσότερο από τον μισό πλούτο του πλανήτη. Με δυο λόγια στις δεκαετίες που πέρασαν οι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι.

Η νεοφιλελεύθερη ανάπτυξη όμως, εκτός από συνώνυμη της αδικίας, οδήγησε τον πλανήτη και σε βαθειά οικολογική κρίση, καθώς η μονότονη επιδίωξη οικονομικών στόχων είχε ως αποτέλεσμα την υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων της γης, την καταστροφή ή την υποβάθμιση σημαντικών και εκτεταμένων οικοσυστημάτων, καθώς και μείζονες αλλαγές, όπως η υπερθέρμανση του πλανήτη και η κλιματική αλλαγή.

Η οικονομική ύφεση, η φτώχεια και οι κοινωνικές ανισότητες και τα μεγάλα περιβαλλοντικά αδιέξοδα, έδειξαν ότι αυτή η ανάπτυξη, εκτός από άδικη, στερείται και του βασικού χαρακτηριστικού της διάρκειας, καθώς είναι μια ανάπτυξη βραχύβια, μια ανάπτυξη με ημερομηνία λήξης.

Σε ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση η βιώσιμη ανάπτυξη, επειδή δίνει ισόρροπη έμφαση τόσο στην οικονομία, όσο όμως και στην κοινωνία και το περιβάλλον, είναι μια ανάπτυξη που μπορεί να είναι οικονομικά αποδοτική και ταυτοχρόνως και κοινωνικά δίκαιη και οικολογικά εφικτή.

Γι αυτό και η βιώσιμη ανάπτυξη εκτός από δίκαιη έχει και διάρκεια, καθώς η οικολογική ακεραιότητα και η περιβαλλοντική φροντίδα, της δίνουν το χαρακτηριστικό της αντοχής στο χρόνο.

Ιστορικά, οι μεγάλες υποδομές συνδέθηκαν με την προσπάθεια για την επίτευξη των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης.

Οι μεγάλες συγκοινωνιακές υποδομές και τα συνδυασμένα δίκτυα των μεταφορών αποτελούν σημαντικό πυλώνα της οικονομικής ανάπτυξης, γιατί πάνω τους οικοδομούνται οι νέες ευκαιρίες για την παραγωγική δραστηριότητα, το εμπόριο και τον τουρισμό.

Επιπλέον, οι μεγάλες υποδομές συμβάλλουν στη βιώσιμη κινητικότητα και στην αντιμετώπιση του γεωγραφικού όσο και του κοινωνικού αποκλεισμού, όπως και στη βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών, συμμετέχοντας ενεργά στην επίτευξη και του στόχου της κοινωνικής ανάπτυξης.

Οι μεγάλες συγκοινωνιακές υποδομές τέλος, μπορούν υπό προϋποθέσεις να συμβάλουν και στην περιβαλλοντική προστασία και αναβάθμιση, ιδίως όταν αποθαρρύνουν τη χρήση και την κυκλοφορία των αυτοκινήτων. Τόσο ο σιδηρόδρομος, όσο και τα Μητροπολιτικά Μέσα Σταθερής Τροχιάς, όπως το Τραμ και το Μετρό, ως «καθαρά» Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, συμβάλλουν στη δραστική μείωση της κυκλοφορίας των ρυπογόνων οχημάτων, επιτυγχάνοντας έτσι σημαντικά περιβαλλοντικά, αλλά και κυκλοφοριακά αποτελέσματα.

Παράδειγμα οι περισσότεροι από 1,000,000 πολίτες στην Αθήνα και τον Πειραιά που χρησιμοποιούν πλέον καθημερινά αντί για τα ιδιωτικά αυτοκίνητά τους τα Μέσα Σταθερής Τροχιάς, μειώνοντας τις εκπομπές των τοξικών θερμοκηπικών αερίων κατά 1,000 περίπου τόνους ημερησίως και τα χιλιόμετρα που θα διέτρεχαν τα αυτοκίνητά τους κατά 3,500,000 περίπου ημερησίως, έχοντας μετατρέψει το νέφος της Αθήνας σε κακή ανάμνηση ενός παρελθόντος που πέρασε ανεπιστρεπτί.

Στην Ελλάδα της κρίσης, η υπόθεση των υποδομών απώλεσε δυστυχώς το αναπτυξιακό, όσο και το κοινωνικό και περιβαλλοντικό της πρόσημο, καθώς μεγάλα και ζωτικού χαρακτήρα έργα «πάγωσαν» τα πρώτα χρόνια της κρίσης. Αιτία δεν ήταν, όπως συνήθως πιστεύεται, η αδυναμία χρηματοδότησης, που στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν εξασφαλισμένη, αλλά οι κακές πολιτικές επιλογές, οι μικροπολιτικοί σχεδιασμοί και οι ιδεολογικές εμμονές για τη διατήρηση ενός εκ του αποτελέσματος αποτυχημένου αναπτυξιακού προτύπου.

Η επανεκκίνηση των έργων του Μετρό της Θεσσαλονίκης σε νέες και υγιείς βάσεις και η αποτελεσματική διευθέτηση όλων των παθογενειών και των προβλημάτων του παρελθόντος, με αποτέλεσμα το έργο να «βλέπει» για πρώτη φορά ορίζοντα ολοκλήρωσης, η σταδιακή ολοκλήρωση του έργου της επέκτασης του Μετρό της Αθήνας προς τον Πειραιά και η σύνδεση του λιμανιού με το αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος», η έναρξη της λειτουργίας του Τραμ στον Πειραιά και η κατασκευή της νέας γραμμής 4 του Μετρό της Αθήνας, από κοινού με τις υπόλοιπες σιδηροδρομικές και οδικές υποδομές και τα συνδυασμένα δίκτυα μεταφορών που υλοποιούνται και ολοκληρώνονται στην υπόλοιπη χώρα μετά από δεκαετίες καθυστερήσεων, δημιουργούν σήμερα τις προϋποθέσεις για την ενίσχυση της βιώσιμης κινητικότητας και τη δρομολόγηση μιας νέας και βιώσιμης αναπτυξιακής προοπτικής για τη χώρα και τους πολίτες της.