Ο υψηλός ρυθμός αύξησης των επενδύσεων το 2017 (9,6% σε ετήσια βάση έναντι εκτίμησης 5% στον Προϋπολογισμό 2018) εκτιμάται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι θα συνεχιστεί, τόσο το 2018 όσο και το 2019, με διψήφιους ρυθμούς μεταβολής.

Αυτό αναφέρεται στο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων Μαρτίου - Απριλίου 2018 του υπουργείου Οικονομίας που και δημοσιοποιήθηκε σήμερα.

Η εκτίμηση για τον υψηλό ρυθμό αύξησης των επενδύσεων και το 2018 βασίζεται:

- Στην επίδραση της επικείμενης εκκαθάρισης ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, ύψους 3,5 δισ. ευρώ έως τον Αύγουστο του 2018, γεγονός που αναμένεται να δώσει ώθηση στις επενδύσεις (και στην ιδιωτική κατανάλωση) του δεύτε- ρου εξαμήνου. Σύμφωνα με σχετική εμπειρική μελέτη των ΔΝΤ/ΕΚΤ (22-1-2015),εκτιμάται ότι από 1% του ΑΕΠ μείωση των ληξιπρόθεσμων θα προκληθεί αύξηση 0,6%- 0,9% του ΑΕΠ.

- Στα 3,5 δισ. ευρώ δημοσιονομικού χώρου που σύμφωνα με το υπό κατάρτιση ΜΠΣ θα δημιουργηθεί μετά το 2018, που θα ενισχύσουν τις προοπτικές της οικονομίας είτε μέσω μείωσης των φορολογικών συντελεστών ή μέσω άλλων τρόπων ελάφρυνσης της πραγματικής οικονομίας,

- στην Αναπτυξιακή Στρατηγική που περιλαμβάνει σχεδιασμό για: υποδομές, βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ενίσχυση των εξαγωγικών δυνατοτήτων της χώρας, προσέλκυση ξένων επενδύσεων, δημιουργία περισσότερων θέσεων εργασίας, ενίσχυση στρατηγικών τομέων της οικονομίας και ανάπτυξη νεοφυών και ΜμΕ επιχειρήσεων,

- στη σταδιακή αύξηση της καθαρής επενδυτικής θέσης των νοικοκυριών και επιχειρήσεων και στην αύξηση των καταθέσεών τους που ήδη από 119 δισ. ευρώ τον Απρίλιο 2017 ανήλθαν σε 126 δισ. το Μάρτιο 2018,

- στη σταδιακή αύξηση της χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, όπως φαίνεται από τα στοιχεία της τράπεζας της Ελλάδος (+225 εκατ. τον Μάρτιο),

- στη ταχύτερη του στόχου μείωση των «κόκκινων δανείων» και στην εκκαθάριση των μη βιώσιμων επιχειρήσεων, η οποία αναμένεται να διευκολύνει τις συνθήκες χρηματοδότησης των βιώσιμων,

- στη σταδιακή άρση των capital controls βάσει βημάτων χαλάρωσης, τα οποία έχουν περιγραφεί στον οδικό χάρτη που έχει συμφωνήσει η Τράπεζα Ελλάδος μέσα σε χρονικά όρια που εξαρτώνται από το βαθμό εκπλήρωσης συγκεκριμένων προϋποθέσεων,

- στο ότι τα προ-κρίσης επίπεδα επενδύσεων ήταν στο 20% του ΑΕΠ ενώ το 2014 έπεσαν στο 11,4% και σήμερα παραμένουν στο 12,5%, γεγονός που υποδεικνύει τα σημαντικά περιθώρια επαναφοράς του λόγου των επενδύσεων προς το ΑΕΠ στη μακροχρόνια τάση μέχρι τη σταδιακή μείωση του επενδυτικού κενού,

- στην πρόοδο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων η οποία είναι ενθαρρυντική

- στα στοιχεία χρηματοδότησης από την ΕΤΕπ (ΕΙΒ) και την ΕΤΑΑ (EBRD), τα οποία για το 2018 εμφανίζονται ιδιαίτερα ενθαρρυντικά, με χρηματοδότηση 2 δισ. ευρώ ήδη στο πρώτο τετράμηνο του έτους έναντι αντίστοιχης περσινής χρηματοδότησης για το σύνολο του έτους,

- και στη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος.

Ακόμη στο Δελτίο σημειώνεται σχετικά με τον δημόσιο τομέα ότι δεν είναι το μέγεθος το πρόβλημα, αλλά το ζητούμενο είναι η αποτελεσματικότητα. «Το ζητούμενο για την ελληνική οικονομία δεν είναι το μέγεθος του δημόσιου τομέα αλλά η παραγωγικότητα και η ορθολογική κατανομή των πόρων του (ανθρώπινων και μη), η διαφάνεια και ο έλεγχος της χρήσης τους, η λειτουργική ρύθμιση και εποπτεία των αγορών, με δύο λόγια η αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία του.

Κι εδώ τα προβλήματα είναι σημαντικά και η μεταρρύθμιση κάτι παραπάνω από αναγκαία, με την παραγωγική αναδιάρθρωση να περιλαμβάνει αναγκαστικά τη δημόσια διοίκηση και το κράτος συνολικά. Εξέλιξη αναπότρεπτη όσο και χρονοβόρα, λαμβανομένου υπόψη ότι η επιζητούμενη αναδιάρθρωση αφορά ένα πελατειακό κράτος δεκαετιών» όπως σημειώνεται.