Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας εμφανίζονται θετικές καθώς αρχίζουν να γίνονται αντιληπτά τα οφέλη από το σύνολο των διαρθρωτικών αλλαγών που έχουν λάβει χώρα από το 2010 έως τώρα, ανέφερε ο Hλίας Λεκκός, επικεφαλής Οικονομικής Ανάλυσης και Επενδυτικής Στρατηγικής της Τράπεζας Πειραιώς, μιλώντας στο Banking Forum της ΕΕΔΕ που γίνεται υπό την αιγίδα της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών.

«Αποτέλεσμα αυτών», τόνισε ο κ. Λεκκός «είναι η συστηματική ανάκαμψη των εξαγωγών, η οποία τα τελευταία τρίμηνα αρχίζει να αποτελεί έναν από τους βασικούς μοχλούς οικονομικής ανάκαμψης. Ταυτόχρονα, αρχίζει να αποκτά δυναμική μια διαδικασία ευρείας αναδιάρθρωσης του επιχειρηματικού τοπίου με συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων σε διάφορους κλάδους. Μέσα σε αυτό το σκηνικό ζητούμενο είναι η ανάκαμψη των επενδύσεων που- ως ποσοστό του ΑΕΠ- έχουν υποχωρήσει στο χαμηλότερο επίπεδο στη σύγχρονη ιστορία της χώρας» είπε ο κ. Λεκκός, τονίζοντας χαρακτηριστικά ότι «προκειμένου να ανακάμψουν οι επενδύσεις στο 20,5% του ΑΕΠ θα χρειαστούν κεφάλαια ύψους 590 δισ. ευρώ έως το 2030».

Καθοριστικός παράγοντας για την υλοποίηση ενός τέτοιου φιλόδοξου προγράμματος είναι αφενός μεν η διατήρηση ενός κλίματος φιλικού προς τις επενδύσεις -είτε εγχώριες είτε χρηματοδοτούμενες από το εξωτερικό- καθώς και η αλλαγή του μείγματος της δημοσιονομικής πολιτικής μέσω της χρησιμοποίησης μέρους των πρωτογενών πλεονασμάτων για την τόνωση κατά 50% του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, είπε.

Από την πλευρά του ο επικεφαλής οικονομικός αναλυτής της Alpha Bank, Παναγιώτης Καπόπουλος επισήμανε ότι με την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος προσαρμογής, η χώρα εισέρχεται σε μία περίοδο κατά την οποία, έχοντας διορθώσει τις κύριες μακροοικονομικές ανισορροπίες των περασμένων δεκαετιών - δηλαδή το δημοσιονομικό έλλειμμα και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών - θα επιχειρήσει να επιλύσει τα βασικά προβλήματα που επέφερε η μακροχρόνια ύφεση.

Ο βασικός στόχος, είπε ο κ. Καπόπουλος, είναι να επανέλθει εκ νέου η χώρα σε τροχιά σύγκλισης με τους Ευρωπαίους εταίρους. O στόχος αυτός πέρα από την ενίσχυση της ευημερίας διασφαλίζει τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους, αφού αυξάνει τον παρονομαστή του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.

«Η άλλη μεγάλη αναγκαιότητα είναι η επαναφορά της ανεργίας - η οποία σήμερα παραμένει πάνω από 20%- σε επίπεδα κοντά στο φυσικό ποσοστό της για μία χώρα με το παραγωγικό πρότυπο της Ελλάδος με παράλληλη ενίσχυση της παραγωγικότητας. Και τα δύο αυτά απαιτούν βασικά νέες επενδύσεις τόσο δημόσιες όσο πρωτίστως ιδιωτικές. Για να αντιληφθούμε το μέγεθος της απαιτούμενης προσαρμογής να θυμίσω ότι ο μακροχρόνιος μέσος του ποσοστού ανεργίας είναι 11% Από το 1980 και μετά ενώ -αν λάβουμε το μέσο της περιόδου από το 1960 έως σήμερα - το ποσοστό αυτό γίνεται μονοψήφιο» είπε.

Η μεγάλη πρόκληση της μεταμνημονιακής εποχής είναι η μείωση του ποσοστού ανεργίας μέσω της δημιουργίας νέων ποιοτικών θέσεων εργασίας πλήρους απασχολήσεως, έτσι ώστε να αντιμετωπισθεί η υψηλή ανεργία των νέων και να ανακοπεί το φαινόμενο της διαφυγής στο εξωτερικό, τμήματος του ανθρωπίνου δυναμικού της χώρας. «Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, απαιτείται ένα θετικό επενδυτικό σοκ που θα αυξήσει το ποσοστό των επενδύσεων στο ΑΕΠ κατά 12 - 15 εκατοστιαίες μονάδες, φθάνοντας τουλάχιστον στο επίπεδο που επικρατούσε πριν την έλευση της οικονομικής κρίσεως» τόνισε ο κ. Καπόπουλος.

Ο επικεφαλής οικονομικός αναλυτής της Eurobank δρ. Τάσος Αναστασάτος έδωσε έμφαση στη σημασία συνέχισης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, επισημαίνοντας ότι «απαιτούνται εμπροσθοβαρείς πολιτικές για ανάκτηση εμπιστοσύνης αγορών, σε βάθος χρόνου ώστε να υπάρξει θετική επίδραση στο δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης». Σημαντικότερες μεταρρυθμίσεις εντοπίζονται στο άνοιγμα αγορών αγαθών &υπηρεσιών, στην επιτάχυνση απονομής δικαιοσύνης, στη βελτίωση πλαισίου χρήσης γης/ολοκλήρωση κτηματολογίου και στις ενεργητικές πολιτικές αγοράς εργασίας.

Ο κ. Αναστασάτος ανέφερε μεταξύ άλλων ότι οι τράπεζες ακόμη και σήμερα διαθέτουν πόρους για να στηρίξουν επενδυτικές προσπάθειες, είτε μόνες τους είτε από κοινού με διεθνείς αναπτυξιακές τράπεζες.

Ταυτόχρονα παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες και πλατφόρμες στήριξης της εξωστρέφειας. «Ανάπτυξη με αρνητική πιστωτική επέκταση δεν γίνεται. Ωστόσο η πιστωτική επέκταση σε αυτό τον κύκλο θα ακολουθεί την ανάκαμψη, δεν θα την οδηγήσει» πρόσθεσε χαρακτηριστικά.

Αναμένουμε ότι ο βαθμός πιστωτικής επέκτασης θα επιστρέψει σε θετικά επίπεδα τα επόμενα χρόνια ταυτόχρονα με την αντιμετώπιση του προβλήματος των NPEs, την επιστροφή καταθέσεων και τη βελτίωση της πρόσβασης στη διατραπεζική αγορά, πρόσθεσε ο κ. Αναστασάτος.

Από την πλευρά του ο επικεφαλής ανάλυσης ελληνικής οικονομίας της Εθνικής Τράπεζας Νίκος Μαγγίνας επισήμανε μεταξύ άλλων τη σημασία που θα έχουν οι ποιοτικές επενδύσεις στην ανάπτυξη καθώς και στον ενεργητικό ρόλο που θα έχει το τραπεζικό σύστημα στη διαχείριση της ρευστότητας.