Καθησυχαστικά εμφανίζονται τα τραπεζικά στελέχη αναφορικά με την παραδοχή του δυσμενές σεναρίου των τεστ αντοχής για σωρευτική μείωση στις τιμές των ακινήτων κατά περίπου 17% την περίοδο 2018-2020, αν και ο «δείκτης» αυτός επηρεάζει άμεσα την αποτίμηση των collaterals που έχουν οι τράπεζες.

Γράφει η ΤΡΑΠΕΖΟκόμος

Οι πληροφορίες που είχαν …διακινηθεί τις προηγούμενες εβδομάδες έκαναν λόγο για ακόμα μεγαλύτερη μείωση, ακόμα και κοντά στο 30%. Κάτι το οποίο τελικά δεν συνέβη.

Τα χειρότερα λοιπόν απετράπησαν, χωρίς αυτό να δημιουργεί εφησυχασμό στα τραπεζικά επιτελεία. Αυτό που σημειώνουν ωστόσο είναι ότι η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών(EBA) «δίνει» μεγάλη σωρευτική μείωση στις τιμές των ακινήτων πανευρωπαϊκά και στην ευρωζώνη η παραδοχή για τις τιμές των εμπορικών ακινήτων «δείχνει» μείωση 24,5%.

Οι βελγικές τράπεζες για παράδειγμα θα «στρεσαριστούν» με μείωση των εμπορικών ακινήτων στο 30%, οι γερμανικές με τιμές μειωμένες πάνω από 27% κ.λπ.
Ο βασικός λόγος που στο δυσμενές σενάριο των ελληνικών τραπεζών υπάρχει τόσο μεγάλη μείωση στις τιμές των ακινήτων είναι ότι τα προηγούμενα χρόνια που είχαν «παγώσει» οι πλειστηριασμοί δημιουργήθηκε ένα τεράστιο στοκ «ακινήτων» και η ενεργοποίηση των πλειστηριασμών θα ρίξει τις τιμές την επόμενη τριετία.

Για τον λόγο αυτό άλλωστε πριν ακόμα την έναρξη των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ανώτατα τραπεζικά στελέχη εξηγούσαν ότι δεν είναι προς το συμφέρον των ίδιων των τραπεζών να προχωρούν άκριτα σε μαζικούς πλειστηριασμού που θα κατακρημνίσουν τις τιμές των ακινήτων και άρα την αποτίμηση των collaterals που διαθέτουν.
Πρόκειται όπως εξηγούσαν για μια πολύ λεπτή ισορροπία που δεν πρέπει να διαταραχθεί. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που ένα πολύ σημαντικό ποσοστό ακριβών ακινήτων– εκτιμάται κοντά στο 10% - που βγαίνει ή θα βγει σε πλειστηριασμό θα παραμείνει στις τράπεζες ώστε να το πουλήσουν αργότερα, σε καλύτερη τιμή.

Ωστόσο, οι επιδόσεις των ελληνικών τραπεζών δεν κρίνονται μόνο από τις τιμές των ακινήτων. Η Morgan Stanley εμφανίζεται αισιόδοξη καθώς όπως γράφει στην ανάλυση της, το2015 προέκυψαν κεφαλαιακές ανάγκες της τάξης των 11 δισ. ευρώ, όμως τώρα, με την οικονομία σε καλύτερο βηματισμό και τους δείκτες κεφαλαίων CET1 περίπου 500 μονάδες βάσης υψηλότερα, δεν περιμένει ότι τα αποτελέσματα θα αποτελέσουν καταλύτη για περισσότερο κεφάλαιο.

Εκτιμά ότι στα φετινά stress tests υπάρχουν θετικά στοιχεία κυρίως (πιο σταθερό μακροοικονομικό περιβάλλον σε σχέση με αυτό του 2015, καλύτερο outlook, υψηλότερα μαξιλάρια προβλέψεων και ενισχυμένη κεφαλαιακή θέση.

Το ρίσκο είναι οι παραδοχές γύρω από το stress test σημειώνει η Morgan Stanley, όπως αυτές που αφορούν την τάση στο real estate/αποτιμήσεις ενεχύρων, δεδομένης της υφιστάμενης διαδικασίας μείωσης των NPEs.

Εντέλει ωστόσο, αν ληφθούν υπόψη όλοι οι παράγοντες, η Morgan Stanley εκτιμά ότι είναι απίθανο αυτά τα stress tests να λειτουργήσουν ως καταλύτης για επιπλέον κεφάλαια.