Σε αυξημένη επιφυλακή βρίσκονται οι τράπεζες ενόψει της εξέλιξης των πληθωριστικών πιέσεων στο β΄ εξάμηνο του έτους και των επιπτώσεών τους στα χαρτοφυλάκια δανείων.

Στις ανακοινώσεις αποτελεσμάτων β΄ τριμήνου από τις τράπεζες που αναμένονται στα τέλη του μήνα, θα αποτυπωθούν οι αντιστάσεις που δείχνουν μέχρι στιγμής τα δάνεια στην επέλαση της νέας ενεργειακής και πληθωριστικής κρίσης, διατηρώντας πολύ περιορισμένες τις εισροές νέων κόκκινων δανείων. Ωστόσο, η εξέλιξη του πληθωρισμού με την έναρξη του β΄ εξαμήνου του έτους, αυξάνει τους κινδύνους για επιδείνωση του ενεργητικού των τραπεζών και τις θέτει σε «πορτοκαλί» συναγερμό.

Τα προσωρινά στοιχεία της Eurostat για την πορεία του εναρμονισμένου δείκτη τιμών τον Ιούνιο, που δημοσιεύτηκαν την Παρασκευή, έδειξαν άνοδο τιμών κατά 12% στην Ελλάδα έναντι μ.ο. 8,6% στην Ευρωζώνη. Ο πληθωρισμός παραμένει, όπως και όλους τους προηγούμενους μήνες, σε υψηλό από το 1997, όταν άρχισαν οι κοινές μετρήσεις τιμών για τα κράτη – μέλη της ΕΕ με εναρμονισμένη στάθμιση. Σημειώνεται ότι ο εγχώριος δείκτης που έχει άλλη στάθμιση και λαμβάνει ως βάση τα ελληνικά δεδομένα κατανάλωσης, εμφανίζει τον πληθωρισμό ακόμη υψηλότερο. Τον Μάιο στην Ελλάδα ο γενικός δείκτης αυξήθηκε κατά 11,3%, έναντι 10,5% του εναρμονισμένου, γεγονός που με τα νέα δεδομένα για τον εναρμονισμένο πληθωρισμό Ιουνίου, προδιαγράφει ακόμη υψηλότερο ελληνικό πληθωρισμό.

Η συνεχής, διψήφια πλέον, άνοδος του πληθωρισμού αυξάνει τις πιέσεις στο διαθέσιμο εισόδημα και επομένως τις πιθανότητες αθέτησης πληρωμών. Ήδη τα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών έχουν «στρεσαριστεί» (επιτυχώς όπως θα δείξουν τα στοιχεία των τραπεζών για το α΄ εξάμηνο) με πληθωρισμό 5,5% τον Ιανουάριο, 6,3% τον Φεβρουάριο, 8% τον Μάρτιο, 9,1% τον Απρίλιο και 10,5% τον Μάιο και πλέον μπαίνουν σε διακεκαυμένη ζώνη αν ο πληθωρισμός συνεχίσει να καλπάζει.

Όπως επισημαίνει η ΤτΕ στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής, η ενεργειακή συνιστώσα του πληθωρισμού βρίσκεται σε συνεχή ανοδική πορεία από τον Μάρτιο του 2021, ενώ κατά το πρώτο πεντάμηνο του 2022 καταγράφει κατά μέσο όρο αύξηση 50,8% σε ετήσια βάση. Όπως προσθέτει, ο πληθωρισμός φαίνεται να αποκτά πιο επίμονα χαρακτηριστικά, καθώς οι αυξημένες τιμές της ενέργειας και των ειδών διατροφής διαχέονται πλέον και στις συνιστώσες του πυρήνα του πληθωρισμού, δηλαδή στις υπηρεσίες και στα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά.

Παράλληλα, η ΤτΕ σημειώνει τον κίνδυνο μεγαλύτερης επιβράδυνσης του ρυθμού μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας σε περίπτωση (α) περαιτέρω κλιμάκωσης του πολέμου στην Ουκρανία, καθώς αυτό θα οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση της αβεβαιότητας και ισχυρότερες και πιο επίμονες πληθωριστικές πιέσεις, (β) νέου κύματος της πανδημίας ή (γ) χαμηλού ποσοστού απορρόφησης κονδυλίων της ΕΕ στο πλαίσιο του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Δεδομένης της αυξημένης αβεβαιότητας, οι υπηρεσίες της Τράπεζας της Ελλάδος έχουν επεξεργαστεί δύο σενάρια για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας, ένα βασικό και ένα δυσμενές. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του βασικού σεναρίου, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2022 αναμένεται να διαμορφωθεί σε 3,2%, αναθεωρημένος προς τα κάτω σε σχέση με την πρόβλεψη (3,8%) που είχε δημοσιευθεί στην Έκθεση του Διοικητή τον Απρίλιο του 2022. Το 2023 ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να επιταχυνθεί στο 4,1%, ενώ και για το 2024 εκτιμάται σχετικά υψηλός, στο 3,6%, υπό την προϋπόθεση ότι η γεωπολιτική κρίση θα αποκλιμακωθεί έως το τέλος του 2022 και ότι οι τιμές της ενέργειας θα μειωθούν.

Στο δυσμενές σενάριο, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας εκτιμάται ότι θα είναι 1,8% το 2022, 0,3% το 2023 και 4,9% το 2024. Αυτές οι εκτιμήσεις βασίζονται σε υποθέσεις δυσμενών εξελίξεων σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ειδικότερα, αυτό το σενάριο υποθέτει τη συνέχιση των πολεμικών συγκρούσεων έως και το 2023, την πλήρη διακοπή των εισαγωγών φυσικού αερίου και πετρελαίου από τη Ρωσία και την αδυναμία άμεσης υποκατάστασης αυτών των πηγών ενέργειας από άλλους προμηθευτές.

Ποια είναι μέχρι στιγμής η εικόνα από τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια
Σημειώνεται ότι στο τέλος Μαρτίου 2022 η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων σε ατομική βάση βελτιώθηκε, καθώς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) ανήλθαν σε 17,7 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά 0,7 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος του Δεκεμβρίου 2021 και κατά περίπου 91 δισ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, όταν είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων αποκλιμακώθηκε περαιτέρω το α΄ τρίμηνο του 2022 (Μάρτιος 2022: 12,1%, Δεκέμβριος 2021: 12,8%), αλλά παρέμεινε υψηλός, καθώς, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών, στο τέλος Δεκεμβρίου του 2021 ο δείκτης ΜΕΔ σε επίπεδο ΕΕ ανήλθε σε 2,0%. Με βάση τις δρομολογηθείσες ενέργειες εξυγίανσης και διαχείρισης των ΜΕΔ, αναμένεται να επιτευχθεί μονοψήφιο ποσοστό για το σύνολο του τραπεζικού τομέα μέχρι το τέλος του 2022, με δύο συστημικές τράπεζες (Eurobank, Εθνική) να έχουν ήδη επιτύχει τον επιχειρησιακό στόχο μονοψήφιου ποσοστού ΜΕΔ.

Στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής της ΤτΕ χαρτογραφείται και η διάρθρωση των ΜΕΔ. Περίπου τα 3/4 αυτών αφορούν επιχειρηματικά δάνεια, το 1/5 στεγαστικά και το υπόλοιπο καταναλωτικά. Επίσης, περίπου ισόποση είναι η κατανομή μεταξύ δανειακών συμβάσεων που έχουν ήδη καταγγελθεί από τις τράπεζες, δανείων αβέβαιης είσπραξης (“unlikely to pay”) και δανείων σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών τα οποία δεν έχουν ακόμη καταγγελθεί.

Μείωση του δείκτη ΜΕΔ παρατηρήθηκε στις περισσότερες κατηγορίες χαρτοφυλακίων, ωστόσο αύξηση καταγράφηκε στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και στα καταναλωτικά δάνεια.

Στο τέλος του Μαρτίου 2022 περίπου 38% του συνόλου των ΜΕΔ συνδεόταν με ρυθμίσεις, αλλά όπως επισημαίνει η ΤτΕ, υψηλό ποσοστό των δανείων που τίθενται σε καθεστώς ρύθμισης εμφανίζει πάλι καθυστέρηση σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη συνομολόγηση της ρύθμισης. Από την άλλη πλευρά, υποχώρηση εμφανίζει το ποσοστό των δανείων που έχουν υπαχθεί σε καθεστώς νομικής προστασίας.