«Κάθε διάλογος είναι καλός», δήλωσε ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος μετά το πέρας της συνεδρίασης της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (ΔΙΣ) υπό την προεδρία του, στην οποία αποφασίστηκε ο σχηματισμός Ειδικής Επιτροπής για τη μελέτη θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος Εκκλησίας-Πολιτείας.

Στην εισήγησή του προς τη ΔΙΣ και αναφορικά με τον σχηματισμό Ειδικής Επιτροπής διαλόγου για τις σχέσεις Εκκλησίας - Πολιτείας, ο προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας, μεταξύ άλλων, τόνισε ότι με την προτεινόμενη ρύθμιση -άρθρο 16- «παρατείνεται για μία διετία το ισχύον καθεστώς μισθοδοσίας των κληρικών της επικρατούσας θρησκείας δαπάναις του Κράτους, αλλά με μέριμνα της Εκκλησίας της Ελλάδος (καθώς και της Εκκλησίας της Κρήτης και των Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου για τους δικούς τους λειτουργούς, αντιστοίχως)».

Και τούτο, όπως διευκρίνισε, για να δοθεί στην Εκκλησία της Ελλάδος η δυνατότητα, χωρίς επ' αόριστον παρατάσεις, να ρυθμίσει τα της περιουσίας της και να διοργανώσει τη διαχείρισή της. Εξάλλου, προκειμένου να υπάρξει άνεση χρόνου για την επιστροφή από το Κράτος στην Εκκλησία των ακινήτων που η ίδια του έχει παραχωρήσει από 1-1-1945 για να αναλάβει τη μισθοδοσία του Κλήρου, παρέχεται η δυνατότητα εφάπαξ παράτασης της προθεσμίας για δύο ακόμη το πολύ χρόνια με ΠΥΣ, (Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου).

Επ' αυτού, ανέφερε ότι το άρθρο 17 επεξηγεί περισσότερο την περίπτωση: «Επιβάλλεται στο Ελληνικό Δημόσιο η υποχρέωση να επιστρέψει στην Εκκλησία της Ελλάδος όσα ακίνητα αυτή του είχε παραχωρήσει από την 1η-1-1945 και εφ' εξής προκειμένου να αναλάβει τη μισθοδοσία των λειτουργών όλων των βαθμίδων της Εκκλησίας της Ελλάδος, της Εκκλησίας της Κρήτης και των Μητροπόλεων της Δωδεκανήσου. Προς τούτο, τίθεται δύο (2) ετών προθεσμία, η οποία μπορεί να παραταθεί εφάπαξ με ΠΥΣ για δύο ακόμη χρόνια και ορίζεται ότι για τον ακριβή προσδιορισμό των ως άνω ακινήτων η Εκκλησία οφείλει να καταθέσει στις κατά τόπους κτηματικές υπηρεσίες του Δημοσίου τίτλους και άλλα αποδεικτικά στοιχεία».

Μετά την αναφορά του στα δημοσιεύματα του έργου του κ. Αλιβιζάτου, τα οποία χαρακτήρισε μυθεύματα, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος αποκάλυψε στη ΔΙΣ ότι όταν τον επισκέφθηκε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, «βομβαρδισμένος από τα παραπάνω μυθεύματα του κ. Αλιβιζάτου», τον ρώτησε «Δεν φαντάζομαι, κύριε πρωθυπουργέ, να πιστεύετε και εσείς ότι η ιστορία αυτής της χώρας αρχίζει από 1-1-1945. Όχι του ετόνισα, αυτή αρχίζει το 1821 από το ιστορικό Μοναστήρι των Καλτεζών. Έκτοτε, οι συζητήσεις μας συνεχίστηκαν με αλληλοσεβασμό».

Σε άλλο σημείο της εισήγησής του, υπογράμμισε ότι αισθάνθηκε χρέος του να υποστηρίξει με τις έρευνές του τις συνομιλίες του, την καταληστευμένη εκκλησιαστική μας περιουσία εκ μέρους της Πολιτείας, ιδιαίτερα από τους χρόνους του αγώνος της απελευθερώσεώς μας, τους χρόνους της αποκαταστάσεως του νέου κράτους και ιδιαίτερα κατά τις ταραχώδεις δεκαετίες 1920 - 1935 υπό το πρόσχημα πάντοτε της κάλυψης του κόστους της μισθοδοσίας του Κλήρου.

Τέλος, ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος πρότεινε τα μέλη για τον σχηματισμό της Ειδικής Επιτροπής διαλόγου με την Πολιτεία, όπερ και εγένετο.

Ο Αρχιεπίσκοπος τάσσεται υπέρ της πάγιας νομοθετικής κατοχυρώσεως της μισθοδοσίας του Κλήρου και σε συνταγματικό επίπεδο

Προς αποκατάσταση της αλήθειας αναφορικά με δημοσιεύματα τα οποία «παρανοώντας τη σημερινή εισήγηση του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο για τη μισθοδοσία του Κλήρου, αναφέρονται στα άρθρα 16 και 17 του (από το έτος 2005) σχεδίου νόμου του σωματείου “Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου” (περί παράτασης του καθεστώτος μισθοδοσίας για ακόμη 2 χρόνια κ.λπ.) εμφανίζοντάς τα ως δήθεν προτάσεις του Αρχιεπισκόπου», το Γραφείο Τύπου της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος ανακοινώνει και διευκρινίζει ότι «από την ανάγνωση της όλης εισηγήσεως είναι σαφές ότι ο Αρχιεπίσκοπος ξεκινά με ιστορική αναφορά στις προτάσεις της “Ελληνικής Ένωσης”, προς τις οποίες διαφωνεί και στο τέλος της εισηγήσεώς του τάσσεται υπέρ της πάγιας νομοθετικής κατοχυρώσεως της μισθοδοσίας του Κλήρου και σε συνταγματικό επίπεδο, ως ανταλλάγματος της Πολιτείας προς την Εκκλησία για την εκκλησιαστική περιουσία, που απέκτησε το Κράτος μετά το 1829 και μέχρι το 1952».

Συγκροτήθηκε από τη ΔΙΣ Ειδική Επιτροπή για τη μελέτη των θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος Εκκλησίας-Πολιτείας

Ειδική Επιτροπή για τη μελέτη των θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος Εκκλησίας και Πολιτείας συγκρότησε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Η εν λόγω Επιτροπή απαρτίζεται από τους μητροπολίτες Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεο, πρόεδρο, Πατρών Χρυσόστομο, Κορίνθου Διονύσιο, τον π. Γρηγόριο Παπαθωμά, καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τον π. Βασίλειο Καλλιακμάνη, καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τον π. Γεώργιο Σελλή, πρόεδρο του Ιερού Συνδέσμου Κληρικών Ελλάδος, τον Βασίλειο Κονδύλη, επίκουρο καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, και τον Θεόδωρο Παπαγεωργίου, νομικό σύμβουλο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Παράλληλα, η Επιτροπή εξουσιοδοτείται να έχει τη δυνατότητα να προσκαλεί αρχιερείς και επιστήμονες (κληρικούς και λαϊκούς), οι οποίοι κατέχουν ειδικές γνώσεις επί των προς συζήτηση θεμάτων. Εν συνεχεία, ο καρπός του διαλόγου της Επιτροπής με την Πολιτεία θα υποβληθεί στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος προς συζήτηση και λήψη αποφάσεων.

Εξάλλου, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος ανακοίνωσε ότι από τη δισκοφορία που διεξήχθη στις 29 Ιουλίου υπέρ των πυροπλήκτων της Αττικής (Μάτι, Ραφήνα, Κινέτα), σε όλες τις Μητροπόλεις της Ελλαδικής Εκκλησίας, πλην των όσων έχουν απευθείας δοθεί στις Μητροπόλεις Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού, Μεσογαίας και Λαυρεωτικής και Μεγάρων και Σαλαμίνος, έχει συγκεντρωθεί το ποσόν των 636.000 ευρώ, εκ των οποίων 300.000 ευρώ αποτελούν δωρεά της Εκκλησίας της Ρουμανίας.

Εν όψει των εορτών των Χριστουγέννων και σε συνεργασία με τις τρεις Μητροπόλεις, η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε να προσφέρει χρηματικά βοηθήματα σε 300 πληγείσες οικογένειες, επιπλέον να στηρίξει άλλες 100 οικογένειες με επίδομα ικανό να συμβάλει στο κόστος έκδοσης αδείας επισκευής ή ανοικοδόμησης των σπιτιών που καταστράφηκαν, κατόπιν συνεννόησης με άλλους φιλανθρωπικούς και μη φορείς και τους εμπλεκόμενους Δήμους.