Πλήρης αισθήσεων, λέξεων και εννοιών, στίχων και βραβείων πέθανε σήμερα σε ηλικία 84 ετών, ύστερα από μακροχρόνια πάλη με τον καρκίνο, ο Βορειοελλαδίτης Μάρκος Μέσκος, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της μεταπολεμικής ποίησης. Η κηδεία του θα γίνει μεθαύριο (Πέμπτη) το μεσημέρι στην Έδεσσα και ο ποιητής θα ενταφιαστεί στο χωριό του -το Γραμματικό Πέλλας.

«Καλώς κακώς πέρασε η ζωή - τι κέρδη τι ζημίες καταπώς/λέει ο προηγούμενος τι χάρηκα και τι δεν/και τι στον κόσμο ζήλεψα - κανέναν! Κανέναν; (Ψέματα/ λέω.) Μόνον εκείνους χάρηκα εκείνους που χόρευαν πάνω/ στο χώμα και τραγουδούσαν- τίποτε άλλο!» (Γράφει ο Μάρκος Μέσκος με τίτλο "Σε πρώτο πρόσωπο" -από τη συλλογή ποιημάτων του με τίτλο "Ελεγείες" του 2004- αφιερωμένο στον φίλο του ποιητή Κλείτο Κύρου).

Ο Μ. Μέσκος γεννήθηκε στην Έδεσσα το 1935, όπου και έκανε τις γυμνασιακές του σπουδές. Αποφοίτησε από το Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Σχολής Δοξιάδη Αθηνών το 1968.

Αρχικά εργάστηκε στο εμπορικό κατάστημα του πατέρα του, έπειτα, από το 1965, ως γραφίστας σε αρκετά διαφημιστικά γραφεία της Αθήνας, αλλά και ως επιμελητής εκδόσεων. Συνεργάστηκε με ποιήματα, μελέτες και πεζογραφήματα σε πολλά περιοδικά. Έχει εικονογραφήσει διάφορες ποιητικές συλλογές, τόσο δικές του όσο και άλλων ποιητών. Πολύ πριν την εγκατάστασή του στην Αθήνα (από το 1957), είχε συνδεθεί με τη συντακτική ομάδα του περιοδικού "Μαρτυρίες". Άρχισε να γράφει ποιήματα σε εφηβική ηλικία και πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1955. Από το 1981 έχει εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη, όπου και υπήρξε συνιδρυτής της εκδοτικής ομάδας των "Χειρογράφων".

«Δεν υπήρξα μεταφυσικός, αλλά στιγματισμένος από το καυτό σίδερο της εποχής μου. Εγώ δεν είμαι πολιτικό πρόσωπο, αλλά ένας παρατηρητής, ένας ωτακουστής της καθημερινότητας, όπως έλεγε ο Καβάφης. Παρατηρώ, αναζητώ την αλήθεια και προσπαθώ να τη γράψω. Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στην τέχνη και την πολιτική. Η πολιτική επικαλείται συνεχώς το ψέμα, η τέχνη αναζητεί την αλήθεια, ή επιδιώκει ή φαντάζεται ή γουστάρει την αλήθεια» έλεγε σε μία από τις λιγοστές συνεντεύξεις του.

Ουσιαστικά πολιτικοποιημένος -στιγματισμένος ως παιδί από τις "πληγές" του Εμφυλίου, της Αριστεράς και της Δεξιάς της εποχής, της Κατοχής, και των συλλογικών παθών, ο Μέσκος -μετά από 60 και πλέον χρόνια μετουσίωσης τής τραγικότητας της ζωής σε ποίηση, αυτοχαρακτηριζόταν ως «ουμανιστής κομμουνιστής χωρίς κομματική ταυτότητα». Υπήρξε υποψήφιος του ψηφοδελτίου Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015.

Η πρώτη του επίσημη εμφάνιση στα νεοελληνικά γράμματα ήταν το 1956 με το ποίημα "Ειρήνη" στο περιοδικό "Επιθεώρηση Τέχνης", όπου χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Κούλης Αυγερινός. Έχει χρησιμοποιήσει επίσης κατά καιρούς τα ψευδώνυμα Δημήτρης Γραμματικός και Πέτρος Μηλιώνης. Ποιήματά του μεταφράστηκαν σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες.

Τιμήθηκε με το βραβείο ποίησης του περιοδικού «Διαβάζω» το 1995, για την ποιητική του συλλογή «Χαιρετισμοί», και με το βραβείο του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών το 2006, για το σύνολο του ποιητικού του έργου. Δημοσίευσε μεταξύ άλλων τα ποιητικά βιβλία «Πριν από τον θάνατο» (1958), «Μαυροβούνι» (1963), «Τα ανώνυμα» (1971), «Άλογα στον ιππόδρομο» (1973), «Ιδιωτικό νεκροταφείο» (1975), «Τα ισόβια ποιήματα» (1977), «Τα φαντάσματα της ελευθερίας» (1979), «Άνθη στο καταραμένο φίδι» (1983), «Στον ίσκιο της γης» (1986), «Χαιρετισμοί» (1995), «Ψιλόβροχο» (2000), «Ελεγείες» (2005), «Στον ενικό και πληθυντικό ψίθυρο» (2009), «Τα λύτρα» (2012), «Τα ποιήματα της σκάλας» (2013), «Στην όχθη του παραδείσου» (2016) και «Όνειρα στον Άδη» (2018).

Ο δυνατός αέρας της ελευθερίας που πνέει στους ανοιχτούς χώρους, οι μαγικές και ταυτοχρόνως μαγεμένες εικόνες του φυσικού τοπίου, αλλά και η ματωμένη, άσβεστη μνήμη της Ιστορίας: αυτό είναι το τρίπτυχο που ορίζει το ποιητικό έργο του Μ. Μέσκου.

Πρωταγωνιστικό ρόλο στη μυθολογία του αναλαμβάνουν τα ανδραγαθήματα μιας παράξενης κλεφτουριάς: μιας δράκας γενναίων που είναι έτοιμη να τα βάλει με όλα τα άδικα του κόσμου, έχοντας πλήρη επίγνωση πως η βία του εχθρού μπορεί ανά πάσα στιγμή να τη διαμελίσει. Ο φυσικός περίγυρος λειτουργεί εν προκειμένω ως αβίαστη λυρική και παραμυθητική πηγή ενόσω παράλληλα σπεύδει να κλείσει στους κόλπους του το ανείπωτο ανθρώπινο δράμα.

Στην πορεία του ποιητή προς την ωριμότητα, μνήμες, όνειρα και τραύματα μεταμορφώνονται σε μικρούς, αλλά πεντακάθαρους κρυστάλλους, που κρατούν το νόημά τους σε μιαν υποβλητική εκκρεμότητα, σύμφυτη με την ολοφάνερη επίταση του άγχους της ύπαρξης ή με τη γέννηση της αγωνίας του θανάτου.

Τα πολιτικά παθήματα της Ιστορίας, σε αντίκρουση με την αίσθηση της ελευθερίας που αποπνέουν οι εικόνες της φύσης μέσα στην αντάρα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου, έχουν βάλει τη σφραγίδα τους στο ποιητικό έργο του Μέσκου, ο οποίος υπήρξε και σημαντικός διηγηματογράφος.

Με έναν μόνο χρόνο να τα χωρίζει μεταξύ τους, τα δύο πρώτα πεζογραφικά του βιβλία κινούνται στον ίδιο ιστορικό και γεωγραφικό χώρο (το μόνιμο σκηνικό στις σελίδες τους είναι η Έδεσσα της Κατοχής και της εμφύλιας σύρραξης), αλλά αν τα κοιτάξουμε κάπως καλύτερα θα διαπιστώσουμε πως μοιάζουν με αντικριστούς καθρέφτες. Στα «Παιχνίδια στον Παράδεισο» (1978) κατισχύει το βλέμμα του παιδιού. Στην «Κομμένη γλώσσα» (1979), μολονότι ο αφηγητής είναι και πάλι κατά κανόνα παιδί, κυριαρχεί το σύμπαν των ενηλίκων. Ο τρόπος με τον οποίο θα δώσουν το παρών οι ενήλικες είναι οδυνηρός: άλλοτε θα αγωνιστούν να επιβιώσουν κάτω από τον ναζιστικό ζυγό, άλλοτε θα οργανώσουν την αντίστασή τους στον κατακτητή κι άλλοτε θα εμπλακούν στις εξοντωτικές διαμάχες του Εμφυλίου.

Με ένα γενναίο άλμα στον χρόνο, ο Μέσκος θα απομακρυνθεί με τα διηγήματα του «Μουχαρέμ» (1999) από τα πάθη της Ιστορίας για να δώσει χώρο στον παραλογισμό και τη φθορά της καθημερινότητας. Αν, ωστόσο, το ιστορικό στοιχείο απουσιάζει πανηγυρικά από τα πρώτα κομμάτια του «Μουχαρέμ», δεν συμβαίνει το ίδιο και με εκείνο το οποίο του δίνει τον τίτλο του, όπου πρωταγωνιστεί ένα πρόσωπο παρμένο απευθείας από το οικογενειακό δέντρο του συγγραφέα, το οποίο διηγείται με τα μπολιασμένα με σλάβικες και τούρκικες ντοπιολαλιές ελληνικά του την προσπάθειά του να επιβιώσει στην Ελλάδα και την Αμερική πριν αλλά και μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους.

Οι Σλαβομακεδόνες και οι εθνοτικές και πολιτικές τους περιπέτειες θα επανέλθουν στη συναγωγή «Νερό Καρκάγια» (2005). Και σε αυτό το βιβλίο, εντούτοις, ακόμα κι όταν ο αφηγητής φτάνει στη ρίζα του κακού, που δεν είναι άλλη από την εμφύλια σύγκρουση, η Ιστορία θα σταθεί μακριά από τα δεινά της μυθοπλαστικής εξιστόρησης. Αντί για τα γεγονότα της δημόσιας σκηνής θα επικρατήσει, για άλλη μια φορά, η προσωπική συντριβή, με την οπτική του Μέσκου να επανακάμπτει στην οπτική του παιδιού, που ξέρει πως όσα το προκαλούν ή το ενθουσιάζουν είναι μοναδικά και ανεπανάληπτα: εμπειρίες πρωτοφανείς και αναντικατάστατες, αταύτιστες με οτιδήποτε άλλο στον κόσμο, που θα μείνουν για πάντα χαραγμένες στον νου και την καρδιά.