Αναδρομικά σε τρεις κατηγορίες συνταξιούχων χρωστάει ο ΕΦΚΑ και πρόκειται να τα καταβάλει φέτος, σε μια χρονιά που η υστέρηση εσόδων χτυπά ήδη καμπανάκι για τον ασφαλιστικό οργανισμό.

Πρόκειται για την εφαρμογή των νέων αυξημένων συντελεστών αναπλήρωσης στις κύριες συντάξεις για όσους έχουν πάνω από 30 έτη ασφάλισης, που αφορά περί τους 200.000 συνταξιούχους, οι οποίοι δικαιούνται αυξήσεις στο καθαρό ποσό της σύνταξής τους, ενώ σε εκκρεμότητα είναι και οι αναπροσαρμογές των συντάξεων για τους συνταξιούχους που εργάζονται, όπως και η ολοκλήρωση της καταβολής των αναδρομικών στους κληρονόμους.

Από το Δημόσιο ξεκινούν τα πρώτα βήματα για τη σταδιακή εφαρμογή των νέων αυξημένων συντελεστών αναπλήρωσης στις κύριες συντάξεις για όσους έχουν πάνω από 30 έτη ασφάλισης. Οι αυξήσεις και τα αναδρομικά, που αφορούν περί τους 200.000 συνταξιούχους του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, προκύπτουν από την τελευταία ασφαλιστική μεταρρύθμιση, που ψηφίστηκε τον Φεβρουάριο του 2020 μετά τη σχετική απόφαση του ΣτΕ και ανατρέχει στον Οκτώβριο του 2019. Γι’ αυτό και από την εφαρμογή των νέων αυξημένων συντελεστών αναπλήρωσης στις κύριες συντάξεις προκύπτουν αυξήσεις για όσους έχουν πάνω από 30 έτη ασφάλισης.

Οι σχετικές προβλέψεις του νόμου δεν έχουν εφαρμοστεί ακόμη στην πράξη, με αποτέλεσμα οι 150.000 παλαιοί (προ Μαΐου 2016) και οι 50.000 νέοι συνταξιούχοι (μετά τον Μάιο του 2016) που δικαιούνται αύξηση στο καθαρό ποσό της σύνταξής τους, λόγω των νέων συντελεστών, να περιμένουν έναν χρόνο τις αυξήσεις και τα αναδρομικά τους.

Τα πρώτα βήματα για την εφαρμογή του νόμου γίνονται, σύμφωνα με πληροφορίες, στις τακτικές πληρωμές των συντάξεων Δημοσίου της επόμενης εβδομάδας, όταν και καταβάλλονται οι συντάξεις Μαρτίου.  Στην ερχόμενη τακτική πληρωμή, περίπου 600 ασφαλισμένοι του Δημοσίου, κυρίως ένστολοι, που υπέβαλαν αίτηση συνταξιοδότησης από την 1η Οκτωβρίου 2019 και μετά, θα λάβουν για πρώτη φορά τη σύνταξή τους με βάση τα αυξημένα ποσοστά αναπλήρωσης, όπως επίσης και αναδρομικά έως 17 μηνών με τις συντάξεις Μαρτίου που πληρώνονται την ερχόμενη εβδομάδα. 

Όλες οι νέες συντάξεις του Δημοσίου, που θα πληρώνονται από τώρα και στο εξής για πρώτη φορά και θα αφορούν αιτήσεις πρώην δημοσίων υπαλλήλων μετά την 1η Οκτωβρίου 2019, θα καταβάλλονται με βάση τα νέα αυξημένα ποσοστά αναπλήρωσης, καθώς ετοιμάστηκε το σχετικό λογισμικό. Παράλληλα, άλλοι 2.000 συνταξιούχοι Δημοσίου, που έχουν εισπράξει ήδη την πρώτη σύνταξή τους, αλλά υπέβαλαν επίσης αίτηση από 1ης Οκτωβρίου 2019 και μετά, σχεδιάζεται να λάβουν τις αυξήσεις που δικαιούνται βάσει των νέων ποσοστών αναπλήρωσης στα τέλη Μαρτίου και τα σχετικά αναδρομικά στα τέλη Απριλίου. Σταδιακά θα ξεκινήσουν να πληρώνονται οι πρώην δημόσιοι υπάλληλοι που έχουν συνταξιοδοτηθεί με ημερομηνία υποβολής της αίτησής τους εντός του 2019. Οι συντάξεις Δημοσίου όλων όσοι έχουν υποβάλει αίτηση από το 2018 και πριν, λόγω και της ενδεχόμενης ύπαρξης προσωπικής διαφοράς, θα εκκαθαριστούν μαζί με τις αντίστοιχες συντάξεις του ιδιωτικού τομέα, μαζικά από τον ΕΦΚΑ.

Οι δικαιούχοι και οι εκκρεμότητες

Στο… περίμενε είναι εδώ και έναν χρόνο περίπου 200.000 συνταξιούχοι του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, που αποχώρησαν με περισσότερα από 30 έτη ασφάλισης και δικαιούνται αυξήσεις στο καθαρό ποσό της σύνταξής τους. Άλλοι 600.000 δικαιούνται μόνο λογιστικούς συμψηφισμούς με την προσωπική διαφορά

Η αναπροσαρμογή των συντελεστών αναπλήρωσης εκκρεμεί από τον Φεβρουάριο του 2020, ενώ ανατρέχει στον Οκτώβριο του 2019. Η αναλογιστική μελέτη του σχετικού νόμου, που ολοκληρώθηκε φυσικά με προβλέψεις σε περιβάλλον προ κορονοϊού, εκτιμούσε το κόστος των αυξήσεων από τους νέους συντελεστές αναπλήρωσης στις κύριες συντάξεις για το 2020 στο 0,04% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου στα 68 εκατ. ευρώ. Στο 0,18% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 300 εκατ. ευρώ, εκτιμήθηκαν οι αυξήσεις στις επικουρικές, οι οποίες ωστόσο έχουν ενσωματωθεί στις μηνιαίες πληρωμές από τον Ιούνιο του 2020, ενώ τα σχετικά αναδρομικά έχουν εξοφληθεί. Η πρώτη ομάδα που αναμένεται να δει αυξήσεις και αναδρομικά είναι οι «νέοι συνταξιούχοι» δικαιούχοι, όσοι δηλαδή έχουν συνταξιοδοτηθεί μετά τον Μάιο του 2016 με περισσότερα από 30 έτη ασφάλισης και δεν διατηρούν προσωπική διαφορά. Πρόκειται για περίπου 50.000 συνταξιούχους που δικαιούνται αύξηση εφάπαξ περίπου 50 ευρώ τον μήνα, αναδρομικά από τον Οκτώβριο του 2019, δηλαδή έχουν μαζέψει αναδρομικά 19-20 μηνών. 

Οι εκτιμήσεις αναφέρουν πως απαιτούνται τουλάχιστον δύο μήνες για να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες και να καταβληθούν τα σχετικά ποσά. Η σχετική εγκύκλιος εκδόθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο και συγκεκριμενοποίησε τον τρόπο υπολογισμού των συντάξεων από 1ης Οκτωβρίου 2019 καθώς και τον επανυπολογισμό από 1ης Οκτωβρίου 2019 των συντάξεων που έχουν απονεμηθεί από 13/5/2016 μέχρι 30/9/2019. 

Αντίθετα, για τους 150.000 παλαιούς συνταξιούχους, που ήταν ήδη συνταξιούχοι τον Μάιο του 2016, εκκρεμεί η έκδοση της σχετικής εγκυκλίου. 

Πρόκειται για όσους δικαιούνται αυξήσεις στην τσέπη σε πέντε ετήσιες δόσεις, αρχής γενομένης από το 2020 έως και το 2024. Πρόκειται για περίπου 50.000 παλαιούς συνταξιούχους με μικρή θετική προσωπική διαφορά, κατά μέσο όρο 30 ευρώ περίπου. 
Με τους νέους συντελεστές αναπλήρωσης, ισοφαρίζουν την προσωπική διαφορά και κερδίζουν αύξηση μεσοσταθμικά 30 ευρώ σε 5 ετήσιες δόσεις έως το 2024. Πρόκειται επίσης για περίπου 100.000 παλαιούς συνταξιούχους που έλαβαν αύξηση από 1ης/1/2019 (αρνητική προσωπική διαφορά) με τον νόμο Κατρούγκαλου. Δικαιώνονται νέα μεσοσταθμική αύξηση της τάξης των 40-50 ευρώ σε πέντε ετήσιες δόσεις ως το 2024. 

Σε εκκρεμότητα είναι όμως και οι αναπροσαρμογές των συντάξεων για τους συνταξιούχους που δουλεύουν, καθώς δικαιούνται μικρότερη περικοπή αναδρομικά από τον Μάρτιο του 2020. Και σε αυτή την κατηγορία η αρχή γίνεται από το Δημόσιο, καθώς 540 συνταξιούχοι Δημοσίου που εργάζονταν ήδη πριν από την ψήφιση του νόμου τον περασμένο Φεβρουάριο, είδαν αναπροσαρμογή προς τα πάνω τον περασμένο μήνα. Οι 140 θα λάβουν την επόμενη εβδομάδα με τις συντάξεις Μαρτίου αναδρομικά 12 μηνών και οι 400 στα τέλη Μαρτίου με τις συντάξεις Απριλίου αναδρομικά 13 μηνών. Εκκρεμούν επίσης πληρωμές αναδρομικών κληρονόμων.    

Πηγή: Εφημερίδα «Ναυτεμπορική»