Πλειάδα στοιχείων που αποκαλύπτουν την πραγματική εικόνα της ελληνικής κοινωνίας σε κομβικούς τομείς όπως η φτώχεια, η στέρηση αγαθών και υπηρεσιών, ο δανεισμός, κλπ, έδωσε στη δημοσιότητα η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία.

Στο 28,9% του πληθυσμού ο κίνδυνος φτώχειας το 2020

Στο 28,9% του πληθυσμού της χώρας (3.043.869 άτομα) ανέρχονταν πέρυσι (εισοδήματα 2019) ο πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, παρουσιάζοντας μείωση σε σχέση με το 2019 κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες (3.161.936 άτομα που αντιστοιχούσαν στο 30% του πληθυσμού).

Το μέσο ισοδύναμο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα ανήλθε σε 10.041 ευρώ, αυξημένο κατά 7% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Το 5,9% των νοικοκυριών δήλωσε ότι το εισόδημα του αυξήθηκε κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες, ενώ το 21,8% ότι μειώθηκε και το 72,3% ότι παρέμεινε το ίδιο.

Σύμφωνα με τη σχετική έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, το 14,5% δήλωσε ότι ο κύριος λόγος αύξησης ή μείωσης του εισοδήματος ήταν η πανδημία, εκ των οποίων το 2,9% δήλωσε ότι αυξήθηκε το εισόδημα του και το 13% ότι μειώθηκε.

Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας:

Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των ατόμων ηλικίας 18- 64 ετών (31,9%). Από τον πληθυσμό ηλικίας 18- 64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, εκτιμάται ότι το 30% είναι Έλληνες και το 52,2% είναι αλλοδαποί που διαμένουν στην Ελλάδα. Από τους αλλοδαπούς που διαμένουν στην Ελλάδα, ηλικίας 18- 64 ετών και βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, το 49,9% γεννήθηκαν σε άλλη χώρα, ενώ το 29,8% είναι αλλοδαποί που γεννήθηκαν και διαμένουν στην Ελλάδα.

Το 17,7% του πληθυσμού βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις), το 16,6% βρίσκεται σε υλική στέρηση και το 12,6% του πληθυσμού ηλικίας 0- 59 ετών διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας.

Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 5.269 ευρώ ετησίως ανά μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 11.064 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών, και ορίζεται στο 60% του διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, το οποίο εκτιμήθηκε σε 8.781 ευρώ, ενώ το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας εκτιμήθηκε σε 17.263 ευρώ. Το 2020, το 17,7% του συνολικού πληθυσμού της χώρας ήταν σε κίνδυνο φτώχειας. Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 701.405 σε σύνολο 4.115.678 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.856.081 στο σύνολο των 10.514.769 ατόμων του εκτιμώμενου πληθυσμού της χώρας.

Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 20,9% σημειώνοντας πτώση κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2019, ενώ για τις ομάδες ηλικιών 18- 64 ετών και 65 ετών και άνω ανέρχεται σε 18,4% και 13%, αντίστοιχα.

Σε 5 περιφέρειες (Ιόνια Νησιά, Αττική, Κρήτη, Νότιο Αιγαίο και Ήπειρος) καταγράφονται ποσοστά κινδύνου φτώχειας χαμηλότερα από αυτό του συνόλου της χώρας, ενώ σε 8 περιφέρειες (Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος, Βόρειο Αιγαίο, Κεντρική Μακεδονία, Δυτική Μακεδονία, Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και Δυτική Ελλάδα) τα αντίστοιχα ποσοστά είναι υψηλότερα.

Όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης τόσο μικρότερο είναι το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας. Για το 2020, ο κίνδυνος φτώχειας εκτιμάται για όσους έχουν ολοκληρώσει προσχολική, πρωτοβάθμια και το πρώτο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε 24,4%, για όσους έχουν ολοκληρώσει το δεύτερο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε 16,9%, ενώ για όσους έχουν ολοκληρώσει το πρώτο και το δεύτερο στάδιο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε 7,1%.

Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 48,3% ενώ, όταν περιλαμβάνονται μόνο οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόματα μειώνεται στο 23,5%. Αναφορικά με τα κοινωνικά επιδόματα, αυτά περιλαμβάνουν παροχές κοινωνικής βοήθειας (όπως το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, το επίδομα στέγασης, το επίδομα θέρμανσης κ.λπ.), οικογενειακά επιδόματα (όπως επιδόματα τέκνων), καθώς και επιδόματα ή βοηθήματα ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας ή ανικανότητας, ή και εκπαιδευτικές παροχές.

Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ανέρχεται σε 17,7%, ως εκ τούτου διαπιστώνεται ότι τα κοινωνικά επιδόματα συμβάλλουν στη μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας κατά 5,8 ποσοστιαίες μονάδες ενώ, εν συνεχεία, οι συντάξεις κατά 24,8 ποσοστιαίες μονάδες. Το σύνολο των κοινωνικών μεταβιβάσεων μειώνει το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας κατά 30,6 ποσοστιαίες μονάδες.

Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα) για άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω εκτιμάται σε 85,3%, ενώ όταν δεν συμπεριλαμβάνονται τα κοινωνικά επιδόματα, αλλά συμπεριλαμβάνονται οι συντάξεις, εκτιμάται σε 14,8%.

Οι κοινωνικές μεταβιβάσεις (συμπεριλαμβανομένων των συντάξεων) αποτελούν το 33,5% του συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών της χώρας, εκ του οποίου οι συντάξεις αναλογούν στο 86,7%, ενώ τα κοινωνικά επιδόματα στο 13,3%.

Όχι μόνο στον φτωχό πληθυσμό, αλλά και μέρος του μη φτωχού πληθυσμού της χώρας αφορά η στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών

Όχι μόνο στον φτωχό πληθυσμό, αλλά και μέρος του μη φτωχού πληθυσμού της χώρας αφορά η στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών (δυσκολία ανταπόκρισης στην πληρωμή έκτακτων οικονομικών αναγκών, αδυναμία κάλυψης εξόδων για διακοπές μίας εβδομάδας το χρόνο, αδυναμία διατροφής που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας ή ψάρι, αδυναμία πληρωμής για ικανοποιητική θέρμανση της κατοικίας, έλλειψη βασικών αγαθών, όπως πλυντήριο ρούχων, έγχρωμη τηλεόραση, τηλέφωνο, αυτοκίνητο, αδυναμία αποπληρωμής δανείων ή αγορών με δόσεις, δυσκολίες στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών).

Και χαρακτηριστικό είναι ότι το 96,7% των φτωχών νοικοκυριών και το 40,8% των μη φτωχών δηλώνει οικονομική δυσκολία να καλύψει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους περίπου 395 ευρώ. Αυτό προκύπτει από την έρευνα για την υλική στέρηση το 2020 της ΕΛΣΤΑΤ, σύμφωνα επίσης με την οποία:

Τα νοικοκυριά που αντιμετωπίζουν ελλείψεις βασικών ανέσεων στην κύρια κατοικία κατατάσσονται, κατά καθεστώς ιδιοκτησίας, ως εξής:

-το 6,2% των νοικοκυριών διαθέτει ιδιόκτητη κατοικία με οικονομικές υποχρεώσεις (δάνειο, υποθήκη, κ.λπ.),

-το 4,9% διαθέτει ιδιόκτητη κατοικία χωρίς οικονομικές υποχρεώσεις (δάνειο, υποθήκη, κ.λπ.),

-το 8,6% διαμένει σε ενοικιασμένη κατοικία,

-το 8,1% διαμένει σε δωρεάν παραχωρημένη κατοικία.

Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 29% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 25,8% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 43,9% για τον φτωχό πληθυσμό. Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου είναι μεγαλύτερο στην περίπτωση της ηλικιακής ομάδας έως και 17 ετών και ανέρχεται σε 43,2% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 38,4% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 61,2% για τον φτωχό πληθυσμό.

Το 45,8% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 5,3%.

Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν οικονομική αδυναμία να έχουν ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα ανέρχεται σε 17,1%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα φτωχά νοικοκυριά είναι 39,1% και για τα μη φτωχά νοικοκυριά 12,4%.

Περιβαλλοντικά προβλήματα από παρακείμενη βιομηχανία ή προβλήματα από την κυκλοφορία αυτοκινήτων δηλώνει ότι αντιμετωπίζει το 20,2% των νοικοκυριών, ενώ ποσοστό 18,1% των νοικοκυριών αναφέρει ως πρόβλημα τους βανδαλισμούς και την εγκληματικότητα στην περιοχή του.

Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν επιβάρυνση από το κόστος στέγασης ανέρχεται σε 33,3%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τα φτωχά νοικοκυριά είναι 83,4% και για τα μη φτωχά νοικοκυριά 22,5%.

Το 43,7% των νοικοκυριών που έχουν λάβει καταναλωτικό δάνειο για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων.

Το 50,1% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών, όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου, κ.λπ.

Το 71,6% των φτωχών νοικοκυριών αναφέρει μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση των συνήθων αναγκών του με το συνολικό μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά του.

Το ελάχιστο μέσο καθαρό μηνιαίο εισόδημα για την αντιμετώπιση των αναγκών των νοικοκυριών της χώρας ανέρχεται, κατά δήλωσή τους, σε 2.000 ευρώ. Τα φτωχά νοικοκυριά χρειάζονται 1.915 ευρώ, ενώ τα μη φτωχά νοικοκυριά 2.018 ευρώ.

Το 19,7% των φτωχών νοικοκυριών, το 6,5% των μη φτωχών νοικοκυριών και το 8,8% του συνόλου των νοικοκυριών δεν διαθέτουν ένα τουλάχιστον ΙΧ επιβατηγό αυτοκίνητο, ενώ το 9% των φτωχών νοικοκυριών, το 1,8% των μη φτωχών και το 3% του συνόλου των νοικοκυριών δεν διαθέτουν προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή, αν και τον χρειάζονται, λόγω οικονομικής αδυναμίας.

Ως προς την υλική στέρηση που σχετίζεται με την οικονομική δυνατότητα κάλυψης βασικών αναγκών σχετικών με κοινωνικές δραστηριότητες- για άτομα ηλικίας 16 ετών και άνω- προέκυψαν τα ακόλουθα ευρήματα:

-Το 13,1% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συναντιέται (στο σπίτι ή κάπου αλλού) με φίλους ή συγγενείς για ένα γεύμα ή ένα ποτό τουλάχιστον μια φορά το μήνα. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 31,4% και 9,4%.

-Το 26,9% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συμμετέχει τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχής, όπως αθλητισμό, σινεμά κ.λπ. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 49% και 22,4%.

-Το 37,2% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ξοδεύει χρήματα για τον εαυτό του ή για κάποιο χόμπι χωρίς να συμβουλευτεί κάποιο άλλο μέλος του νοικοκυριού. Το ποσοστό εκτιμάται στο 65,4% για τον φτωχό πληθυσμό και στο 31,3% για τον μη φτωχό πληθυσμό.

-Το 4% του πληθυσμού δεν διαθέτει σύνδεση στο διαδίκτυο για οικιακή χρήση λόγω έλλειψης οικονομικής δυνατότητας. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και τον μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 12,3% και 2,3%.

Σχετικά με την υγεία του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω, προκύπτουν τα εξής:

-Το 6,7% δήλωσε ότι έχει πολύ κακή ή κακή υγεία, το 14,7% μέτρια, ενώ το 78,6% πολύ καλή ή καλή υγεία.

-Το 23,7% έχει χρόνιο πρόβλημα υγείας.

-Το 9,8% για διάστημα έξι μηνών ή περισσότερο είχε περιορίσει, λόγω δικού του προβλήματος υγείας, κάποιες, συνήθεις για τον γενικό πληθυσμό δραστηριότητες ή είχε δυσκολευτεί σε αυτές πάρα πολύ, ενώ το 13,6% είχε, αλλά όχι πάρα πολύ.

-Το 25,6% δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά την διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε ιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα ποσοστά για τον φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 51,2% και 20,9%, αντίστοιχα.

-Το 36,9% ότι υπήρξε περίπτωση, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που δεν υποβλήθηκε σε ιατρική εξέταση ή θεραπεία όταν πραγματικά την χρειάστηκε λόγω της πανδημίας. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 10% και 51,2%.

-Το 30,5% δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά την διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε οδοντιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τον φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 56,1% και 26,3%. Το 22,4% του αντίστοιχου πληθυσμού δεν υποβλήθηκε στην εξέταση λόγω COVID-19.

Χρεωμένα με δάνεια - εκτός των ενυπόθηκων στεγαστικών - ήταν πέρυσι το 28,4% των νοικοκυριών της χώρας

Χρεωμένα με δάνεια, εξαιρουμένων των ενυπόθηκων στεγαστικών για την αγορά της κύριας κατοικίας, ήταν πέρυσι το 28,4% των νοικοκυριών της χώρας, εκ των οποίων το 20,1% ενός δανείου, το 6,4% δύο δανείων, το 1,6% τριών δανείων και το 0,3% τεσσάρων δανείων. Στον αντίποδα, το 71,6% των νοικοκυριών δεν έχουν υποχρέωση να εξοφλήσουν κανένα δάνειο.

Από την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για την υπερχρέωση, την κατανάλωση και τον πλούτο των νοικοκυριών, προκύπτουν επίσης τα εξής:

Το 16,1% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει την υποχρέωση εξόφλησης ενός τουλάχιστον δανείου, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 30,9%.

Κύριο λόγο για τη λήψη δανείου αποτελεί η αγορά περιουσιακών στοιχείων (συμπεριλαμβανομένων των οικιακών επίπλων και συσκευών και της διακόσμησης εσωτερικών χώρων), εντός ή εκτός της χώρας διαμονής (55,1%), ακολουθούν η κάλυψη καθημερινών εξόδων διαβίωσης (45,8%), η εκπαίδευση (9%), η αγορά μεταφορικού μέσου (7,7%), οι διακοπές (6,9%), η ιατρική περίθαλψη (3,7%), το προσωπικό δάνειο για χρηματοδότηση ιδίας επιχείρησης (1,7%) και η αναχρηματοδότηση δανείων (1,4%).

Κύρια πηγή χρηματοδότησης των ανωτέρω δανείων των νοικοκυριών αποτελεί η τράπεζα ή άλλο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα (98,3%), και ακολουθούν η ιδιωτική πηγή (συγγενείς, φίλοι κ.λπ.) σε ποσοστό 1,5% και άλλη πηγή 0,3%.

Το μέσο οφειλόμενο ποσό, συμπεριλαμβανομένων τόκων και κεφαλαίου, των δανείων των νοικοκυριών για όλα τα μέλη του, που πληρώθηκε τον περασμένο μήνα της περιόδου της έρευνας (με εξαίρεση τυχόν ενυπόθηκο δάνειο για την αγορά της κύριας κατοικίας) εκτιμάται σε 236,15 ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσό των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 175,48 ευρώ και των μη φτωχών νοικοκυριών σε 242,64 ευρώ.

Το μέσο ποσό που ξόδεψαν τα νοικοκυριά τον περασμένο μήνα για τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά που καταναλώθηκαν/θα καταναλωθούν στο σπίτι εκτιμάται σε 295,82 ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσό των φτωχών νοικοκυριών σε 245,18 ευρώ και των μη φτωχών νοικοκυριών σε 306,22 ευρώ.

Το μέσο ποσό που ξόδεψαν τα νοικοκυριά τον περασμένο μήνα για κατανάλωση τροφίμων και ποτών εκτός σπιτιού εκτιμάται σε 120,46 ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσό των φτωχών νοικοκυριών σε 102,39 ευρώ και των μη φτωχών νοικοκυριών σε 123,63 ευρώ.

Το μέσο ποσό για χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς εκτιμάται σε 32 ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσό των φτωχών νοικοκυριών σε 31 ευρώ και των μη φτωχών νοικοκυριών σε 32,18 ευρώ.

Το μέσο ποσό για χρήση ιδιωτικών μέσων μεταφοράς εκτιμάται σε 150,36 ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσό των φτωχών νοικοκυριών σε 136,94 ευρώ και των μη φτωχών νοικοκυριών σε 152,47 ευρώ.

Στο τέλος ενός τυπικού (συνήθους) μήνα, τα νοικοκυριά αποταμιεύουν χρήματα σε ποσοστό 36,9%, ενώ το 27% βρίσκεται σε ανάγκη να ξοδεύει από τις αποταμιεύσεις του (είτε πρόκειται για καταθέσεις στην τράπεζα είτε για χρήματα που φυλάσσονται σπίτι), το 16,9% βρίσκεται σε ανάγκη δανεισμού από τρίτους και το 19,1% ούτε αποταμιεύει ούτε βρίσκεται σε ανάγκη εκταμίευσης ή δανεισμού. Τα αντίστοιχα ποσοστά των φτωχών νοικοκυριών εκτιμώνται σε 9,2%, 29,8%, 37,8% και 23,2%.

Στο ερώτημα για πόσο χρονικό διάστημα, θα ήταν δυνατό να διατηρήσει το νοικοκυριό το τρέχον βιοτικό του επίπεδο με τη χρήση αποκλειστικά και μόνο των αποταμιεύσεών του (σε τραπεζικούς λογαριασμούς ή στο σπίτι), το 32,9% των νοικοκυριών δήλωσε για λιγότερους από 3 μήνες, το 17% από 3 έως 6 μήνες, το 8,2% από 7 έως και 12 μήνες και το 5,9% για περισσότερους από 12 μήνες, ενώ το 36% δεν διέθετε αποταμιεύσεις. Τα αντίστοιχα ποσοστά των φτωχών νοικοκυριών εκτιμώνται σε 28,1%, 6,3%, 2,7%, 2% και 60,9%.

Η τρέχουσα αξία (τιμή πώλησης) της κύριας κατοικίας των νοικοκυριών, δηλαδή το ποσό που το νοικοκυριό θεωρεί ότι θα λάμβανε σε περίπτωση που πουλούσε την κύρια κατοικία του, εκτιμάται σε 104.005 ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσό των φτωχών νοικοκυριών σε 89.658 ευρώ και των μη φτωχών νοικοκυριών σε 106.810 ευρώ.

Το μέσο ποσό που απομένει για την αποπληρωμή του ενυπόθηκου δανείου της κύριας κατοικίας εκτιμάται σε 39.959 ευρώ, ενώ το αντίστοιχο ποσό των φτωχών νοικοκυριών σε 29.570 ευρώ και των μη φτωχών νοικοκυριών σε 41.743 ευρώ.

Το 40,6% των νοικοκυριών δήλωσε ότι έχει στην ιδιοκτησία του κάποια ακίνητη περιουσία εκτός της κύριας κατοικίας, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά των φτωχών και μη φτωχών νοικοκυριών εκτιμώνται σε 28,1% και 43,2%.