Απόφαση που αναφέρεται σε «προσχηματική τήρηση του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών» εξέδωσε το Μονομελές Πρωτοδικείο, το οποίο δικαίωσε δανειολήπτρια κατασκευαστική εταιρεία, σε βάρος της οποίας τράπεζα είχε καταγγείλει την πιστωτική σύμβαση και είχε προχωρήσει σε αναγκαστική εκτέλεση επί ακινήτου στο Σύνταγμα.

Το δικαστήριο με την υπ’ αριθμόν 246/2018 απόφασή του, έκανε δεκτή αίτηση ανακοπής που υπέβαλε η εταιρεία, η οποία το 2007 σύναψε χρηματοδοτική μίσθωση με χρηματοδοτικό ίδρυμα με αντικείμενο ένα ακίνητο προβολής στο Σύνταγμα, που αποτελούσε και την έδρα της αιτούσας.

Στο σκεπτικό του το δικαστήριο στηρίχθηκε ουσιαστικά στην «προσχηματική τήρηση» του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών εκ μέρους της, ο οποίος επιτάσσει «την υποχρεωτική εφαρμογή των διαδικασιών του, πριν την καταγγελία της πιστωτικής σύμβασης και την εκκίνηση νομικών ενεργειών αναγκαστικής είσπραξης».

Σύμφωνα με την αίτησή της, η εταιρεία το 2007 σύναψε χρηματοδοτική μίσθωση με χρηματοδοτικό ίδρυμα με αντικείμενό της, ένα ακίνητο προβολής στο Σύνταγμα, που αποτελούσε την έδρα της. Το 2011 αλλά και το 2014 η εταιρεία αντιμετώπισε προβλήματα ρευστότητας και ζήτησε και πέτυχε διευκόλυνση και τροποποίηση του αρχικά συμφωνηθέντος προγράμματος αποπληρωμής των υποχρεώσεων της λόγω της γενικότερης οικονομικής κρίσης.

Το 2016 η εταιρεία «λόγω της συνεχιζόμενης και πλέον βαθύτερης οικονομικής κρίσης», επανήλθε στην τράπεζα καθώς δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της και πρότεινε μία βιώσιμη λύση που περιελάμβανε μείωση επιτοκίου και περίοδο χάριτος 12 μηνών, ενώ λίγες ημέρες αργότερα «εξασφάλισε την αποπληρωμή των μισθωμάτων μέσω τρίτου απολύτως φερέγγυου υπομισθωτή».

Η αιτούσα αναφέρει, ότι ο χρηματοδοτικός φορέας δέχτηκε την υπομίσθωση τρίτου, πλην όμως απαίτησε την καταβολή άπαξ, όλων των ληξιπρόθεσμων οφειλών εκ μέρους της εταιρείας, ενώ γνώριζε, ότι ήταν αδύνατη η καταβολή τους. Έτσι σύμφωνα με την αίτηση ανακοπής, δέκα ημέρες αργότερα η Τράπεζα, κατήγγειλε την σύμβαση, εκκίνησε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και απέβαλε την εταιρεία από το ακίνητο.

Το δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση ανακοπής της εταιρείας ,ακύρωσε τον τίτλο εκτέλεσης και διέταξε την επαναφορά του ακινήτου στην εταιρεία. Στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται ότι η εταιρεία δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, διότι αυτές είχαν καταστεί «ιδιαίτερα επαχθείς και το συμφωνηθέν αντάλλαγμα καταχρηστικά υπέρμετρο σε σχέση με την αντιπαροχή».

Το δικαστήριο με την απόφαση του ωστόσο βάλλει κατά των ενεργειών της τράπεζας και επισημαίνει επικαλούμενο τον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών ότι ο χρηματοδοτικός φορέας: «αν και είχε υποχρέωση -ως πιστωτικό ίδρυμα με την κοινωνική, οικονομική και πολιτική σημασία που αυτό συνεπάγεται και υπαγόμενο σε υποχρεωτικούς κανόνες δεοντολογίας, ως προς την διευθέτηση καθυστέρησης των οφειλών αλλά και τους κανόνες της καλής πίστης και των χρηστών ηθών- δεν προέβη ούτε σε κατάλληλη λύση ρύθμισης, ούτε σε κατάλληλη πρόταση οριστικής διευθέτησης και απέρριψε χωρίς τεκμηρίωση και χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες της εταιρείας, τηρώντας προσχηματικά τον Κώδικα Δεοντολογίας και ενεργώντας καταχρηστικά κατά παράβαση των κανόνων του Κώδικα Δεοντολογίας , των αρχών της καλής πίστης και των χρηστών συναλλακτικών ηθών». Στην απόφαση επισημαίνεται ότι η τράπεζα οφείλει στα πλαίσια εφαρμογής του Κώδικα να καταβάλει κάθε εύλογη προσπάθεια συνεργασίας με τον δανειολήπτη ενώ τονίζεται ότι «Η τήρηση των διαδικασιών του Κώδικα δεν θα πρέπει να γίνεται προσχηματικά αλλά ουσιαστικά και ως εκ τούτων, η «κατάλληλη» πρόταση που η ίδια υποβάλει, ή η αξιολόγηση της αντιπρότασης του δανειολήπτη θα πρέπει να λαμβάνει χώρα αιτιολογημένα και τεκμηριωμένα».

Σε δήλωσή της η δικηγόρος που εκπροσώπησε την εταιρεία, Αριάδνη Νούκα χαρακτήρισε την κρίση του Πρωτοδικείου «μια εξαιρετική δικαστική απόφαση». Η δικηγόρος τονίζει ότι η απόφαση «προσεγγίζει άρτια νομικά και ουσιαστικά τον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτόν σε συνδυασμό με την αντικειμενική συναλλακτική καλή πίστη, όπως το περιεχόμενο της διαμορφώθηκε στο χώρο των πιστωτικών συναλλαγών, υπό την σοβούσα οικονομική κρίση που οδήγησε στην τερατώδη αύξηση του αριθμού των καθυστερούμενων οφειλών».

Σύμφωνα με τη νομικό «ο Κώδικας Δεοντολογίας αποτελεί ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο στα χέρια των δανειοληπτών και οφειλετών που τους παρέχει δικαιώματα, έτσι ώστε να μπορέσουν να διευθετήσουν τις εξαιρετικά επαχθείς πια, δανειακές υποχρεώσεις τους. Οι τράπεζες και οι χρηματοδοτικοί φορείς οφείλουν να τον τηρούν απαρέγκλιτα σε συνδυασμό με την υποχρέωση πίστης και προστασίας έναντι των δανειοληπτών και λοιπών πελατών τους και να μην προβαίνουν σε καμία περίπτωση σε προσχηματική τήρησή του και σε καταχρηστικές συμπεριφορές που βλάπτουν ανεπανόρθωτα τους δανειολήπτες και οφειλέτες τους».