Με αφορμή την πρόσφατη υπερψήφιση από την αυστριακή Βουλή νομοσχεδίου με το οποίο θεσπίζεται η δωδεκάωρη ημερήσια απασχόληση, επανέρχεται στο δημόσιο διάλογο το ερώτημα εάν και κατά πόσον βρισκόμαστε εν μέσω διαδικασιών ανατροπής ιστορικά κατοχυρωμένων συλλογικών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Τι υποστηρίζουν σε άρθρα τους οι καθηγητές Πανεπιστημίου-στελέχη του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ , Χάρης Αθανασιάδης, Μαρία Καραμεσίνη, Δημήτρης Σερεμέτης.

Είναι άραγε μία από τις εμβληματικότερες κατακτήσεις του εργατικού κινήματος, η οκτάωρη εργάσιμη ημέρα, «ξεπερασμένη», όπως ορισμένοι σπεύδουν να δηλώσουν;

Γράφουν:

• Χάρης Αθανασιάδης, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Διευθυντής του μεταπτυχιακού προγράμματος «Δημόσια Ιστορία» του ΕΑΠ

• Μαρία Καραμεσίνη, Καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας και της Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Διοικήτρια ΟΑΕΔ

• Δημήτρης Σερεμέτης, Αν. Καθηγητής στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Αιγαίου

Εργασιακός 19ος αιώνας στην εποχή της ψηφιακής επανάστασης 

Του Χάρη Αθανασιάδη, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Διευθυντή του μεταπτυχιακού προγράμματος «Δημόσια Ιστορία» του ΕΑΠ

Το οκτάωρο υπήρξε το κεντρικό αίτημα γύρω από το οποίο συγκροτήθηκε το εργατικό κίνημα στο γύρισμα του 19ου αιώνα προς τον 20ό. «Οκτώ ώρες εργασία, οκτώ ώρες ψυχαγωγία, οκτώ ώρες ανάπαυση» ήταν το κεντρικό σύνθημα των διαδηλώσεων στο Σικάγο του 1886. Ορθό από ανθρωπιστική άποψη, εφόσον η προσωπική ολοκλήρωση απαιτεί ένα επαρκές διάστημα ανάμεσα στο χρόνο εργασίας και στον αναγκαίο χρόνο ξεκούρασης, ώστε να ξεδιπλωθούν όσα σχετίζονται με τη δημιουργικότητα, την πνευματική συγκρότηση, την κοινωνικότητα, την ενασχόληση με τα κοινά. Ορθό επίσης από την άποψη της κοινωνικής προόδου, εφόσον η μείωση του χρόνου εργασίας συνεισφέρει στο στοίχημα της ισότητας, απαντά συνεπώς θετικά στο τρίπτυχο της Γαλλικής Επανάστασης, πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε ο κόσμος που ζούμε. Ορθό ακόμη και από την οπτική του καπιταλισμού, εφόσον όλος ο δυναμισμός του έγκειται στον αέναο εκσυγχρονισμό των μέσων παραγωγής – αν παρέχεται η δυνατότητα να αντλείται κέρδος από την ένταση και την έκταση της εργασίας, αφαιρείται το πιο κρίσιμο από τα κίνητρα για την αυτοανανέωσή του.

Ο 20ος αιώνας μπορεί αναδρομικά να διαβαστεί (και διαβάστηκε) με πολλούς τρόπους. Ένας από αυτούς ήταν ως εποποιία του εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος που, αν και βέβαια δεν ανέτρεψε τον καπιταλισμό, τον άλλαξε όμως ουσιωδώς, επιβάλλοντας ένα πυκνό πλέγμα εργασιακών δικαιωμάτων κατά τον Μεσοπόλεμο και οικοδομώντας το κοινωνικό κράτος στα «τριάντα ένδοξα χρόνια» της μεταπολεμικής περιόδου. Ως την δεκαετία του 1970 δεν ήταν λίγες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που δικαίως επαίρονταν πως μπορούσαν να εγγυηθούν ασφαλή και δημιουργική ζωή για όλους «από το λίκνο έως τον τάφο».

Πώς, ύστερα από αυτή την κατίσχυση των ιδανικών της Σοσιαλδημοκρατίας, κυριάρχησαν ξανά οι ανυπόληπτοι ως τότε ευαγγελιστές της αγοράς; Η ειρωνεία της ιστορίας έγκειται στο γεγονός πως η διαδικασία αυτή άρχισε στο πρότυπο κοινωνικό κράτος, την Αγγλία, έναν ακριβώς αιώνα ύστερα από το Μάη του Σικάγου. Το Μάρτιο του 1985 η Μάργκαρετ Θάτσερ εξέρχεται νικήτρια από τη μεγαλύτερη εργατική σύγκρουση όλων των εποχών: την απεργία των ανθρακωρύχων. Από εκεί και ύστερα η ιστορία άρχισε να βαδίζει προς τα πίσω. Αρχικά εγκαταλείφθηκε ο στόχος της πλήρους απασχόλησης και μειώθηκαν δραστικά οι δημόσιες επενδύσεις. Ακολούθησαν οι περικοπές στην ασφάλεια, την υγεία, τις συντάξεις και εντέλει στη δημόσια εκπαίδευση. Όσα είχαν καταξιωθεί ως κοινωνικά αγαθά επιχειρείται να νοηματοδοτηθούν ξανά ως ιδιωτικές υποθέσεις.

Το κοινωνικό κράτος πνέει αναμφίβολα τα λοίσθια. Η πρόσφατη κίνηση της Αυστρίας, ωστόσο, σηματοδοτεί ένα νέο ποιοτικό άλμα: Επιχειρεί να αλώσει το τελευταίο οχυρό, τον σκληρό πυρήνα των εργασιακών δικαιωμάτων. Επιχειρεί να επιβάλει ξανά έναν εργασιακό 19ο αιώνα, σε μια εποχή που η ψηφιακή επανάσταση και η ρομποτική θα δικαιολογούσαν πλήρως το αίτημα του εξαώρου. Ο 21ος αιώνας προβάλλει δυσοίωνος. Το ερώτημα είναι αν ο κόσμος της εργασίας θα καταφέρει να ανασυνταχθεί και να υποδείξει μια διαφορετική προοπτική.

Ευελιξία του χρόνου εργασίας στην Αυστρία: Με τη βούλα της συμμαχίας Δεξιάς-Ακροδεξιάς και με τις «ευλογίες» της ευρωπαϊκής Οδηγίας

* Της Μαρίας Καραμεσίνη, Καθηγήτριας Οικονομικών της Εργασίας και της Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Διοικήτριας ΟΑΕΔ

Η πρόσφατη ψήφιση από το αυστριακό Κοινοβούλιο –από την ευρεία συμμαχία Συντηρητικών, Φιλελευθέρων και Άκρας Δεξιάς– της παράτασης του ανώτατου επιτρεπόμενου ημερήσιου χρόνου εργασίας σε 12 ώρες ήταν μία ακόμα πράξη στη μακρά πορεία νομοθετικών αλλαγών στο σύνολο των οικονομικά αναπτυγμένων χωρών που εδώ και τρεις τουλάχιστον δεκαετίες αποσκοπούν στο να προσαρμόσουν κατά το δυνατόν καλύτερα τα ωράρια των εργαζομένων στις διακυμάνσεις του κύκλου εργασιών και της παραγωγής των επιχειρήσεων, με σκοπό τη μείωση του εργατικού κόστους.

Η προηγούμενη αυστριακή νομοθεσία προέβλεπε νόμιμο όριο 8 ωρών εργασίας ανά ημέρα, που μπορούσε να ανέλθει, μέσω συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή συμφωνιών μεταξύ συμβουλίων εργαζομένων και εργοδοσίας, σε 10 ώρες. Αυτό ήταν πολύ συνηθισμένο στην πράξη, εφόσον οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις, που καλύπτουν τη συντριπτική πλειονότητα των μισθωτών, κατά κανόνα επιτρέπουν την εφαρμογή ευέλικτων σχημάτων χρόνου εργασίας σε επίπεδο επιχείρησης, με αυξομειώσεις γύρω από έναν μέσο εβδομαδιαίο χρόνο για διαστήματα που μπορούν να φτάνουν το ένα έτος. Επίσης, η αυστριακή νομοθεσία προέβλεπε τη δυνατότητα παράτασης της εργάσιμης ημέρας σε 12 ώρες σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως η απρόβλεπτη και παροδική αύξηση της ζήτησης της επιχείρησης ή η εισαγωγή της εβδομάδας των τεσσάρων ημερών μετά από σχετική έγκριση ιατρού εργασίας.

Με τον νέο νόμο επέρχεται ποιοτική αλλαγή: Το δωδεκάωρο δεν θα αποτελεί πλέον την εξαίρεση του νόμου αλλά τη νέα «κανονικότητα» που αυτός επιβάλλει ως προς τον μέγιστο ημερήσιο χρόνο εργασίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υγεία, την ποιότητα ζωής αλλά και την υπερωριακή αποζημίωση των εργαζομένων. Οι Αυστριακοί εργοδότες αποκτούν από εδώ και στο εξής σαφώς μεγαλύτερη εξουσία στο να αποφασίζουν μονομερώς για την ευέλικτη χρήση του εργατικού τους δυναμικού, εκμαιεύοντας ή επιβάλλοντας τη «συναίνεση» των εργαζομένων και χωρίς πλέον να απαιτείται η σύμφωνη γνώμη των συνδικάτων ή συμβουλίων εργαζομένων.

Σε επίπεδο ΕΕ η Οδηγία για το χρόνο εργασίας επιτρέπει μέχρι και 13 ώρες εργασίας την ημέρα (καθιστώντας υποχρεωτική την 11ωρη ανάπαυση), καθώς και 48 ώρες εργασίας την εβδομάδα, με δυνατότητες ευελιξίας σε ευρύτερες περιόδους αναφοράς και ρήτρες εξαίρεσης τόσο κρατών όσο και των εργαζόμενων που προαιρετικά θέλουν να δουλέψουν παραπάνω.

Γενικότερα, δίνοντας μεγάλα περιθώρια ευελιξίας και επιτρέποντας ευρείες παρεκκλίσεις ως προς τα οριζόμενα όρια, η Οδηγία αδυνατεί να επιβάλει ένα ισχυρό επίπεδο ελάχιστης προστασίας της ασφάλειας, της υγείας και του προσωπικού χρόνου των Ευρωπαίων εργαζομένων, ενώ επιτρέπει το κοινωνικό ντάμπιγκ, την καταστρατήγηση των κεκτημένων των εργατικών αγώνων και την υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων.

Η αυστριακή «καινοτομία» και η ελληνική αγορά εργασίας

* Toυ Δημήτρη Σερεμέτη, Αν. Καθηγητή στο Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Αιγαίου

Η διάρκεια της εργάσιμης ημέρας, που μαζί με το ύψος του μισθού αποτελεί παράμετρο-κλειδί για την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζομένων, ρυθμίζεται στην πράξη με τη συνδρομή τεσσάρων κανονιστικών πλαισίων: Στην αφετηρία βρίσκεται ο νόμος που διέπει το βασικό ωράριο εργασίας. Ξεχωριστή σημασία έχει στη συνέχεια το πλαίσιο οργάνωσης και αμοιβής της υπερωριακής απασχόλησης. Ακολουθούν οι νόμοι που διέπουν τη μερική και την εκ περιτροπής απασχόληση.

Με τις ρυθμίσεις που ισχύουν στα προηγούμενα πεδία συνδυάζονται οι νεοφιλελεύθεροι νεωτερισμοί που διευθετούν –εν ονόματι της ευελιξίας– τον μέγιστο συνολικό χρόνο εργασίας για διάστημα που ξεπερνά την εβδομάδα, ώστε να επιτρέπεται για ένα τετράμηνο, επί παραδείγματι, να υπερκαλύπτονται συστηματικά τα συνήθη εβδομαδιαία όρια, εάν ακολουθεί αντίστοιχη περίοδος με μειωμένο ωράριο. Σε κάθε περίπτωση, εκτός από το περιεχόμενο των νομοθετικών ρυθμίσεων ο εργάσιμος χρόνος καθορίζεται τελικά από την αποτελεσματικότητα των μηχανισμών εποπτείας της εφαρμογής των νόμων και βεβαίως από την ετοιμότητα του συνδικαλιστικού κινήματος να περιφρουρήσει τις κατακτήσεις του.

Οι μνημονιακές «μεταρρυθμίσεις» που επιβλήθηκαν στην ελληνική αγορά εργασίας, με τη συνδρομή της διόγκωσης της ανεργίας, έχουν αποκαθηλώσει επί της ουσίας τον κανόνα του οκταώρου στη χώρα. Με την κατάργηση της υποχρέωσης για προέγκριση του προγράμματος υπερωριακής απασχόλησης και σε συνδυασμό με τα υψηλά πρόστιμα για αδήλωτη εργασία (Ν. 4144/18-4-2013), φαίνεται πως η εργοδοσία αναπροσάρμοσε τις πρακτικές της: Άρχισε να προτιμά να δηλώνει, έστω πλασματικά, τον απασχολούμενο ως άτομο (με μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση) και να αποκρύπτει συστηματικά τον πραγματικό χρόνο εργασίας και υπερεργασίας. Αυτή η υπόθεση είναι συμβατή με τα στοιχεία του ΣΕΠΕ, που συνδυάζουν μείωση των περιστατικών αδήλωτης εργασίας με ονομαστική αύξηση των δηλώσεων για υπερωριακή εργασία και, ταυτόχρονα, κατακόρυφη μείωση τόσο του αριθμού των πραγματοποιούμενων υπερωριών όσο και των υπερωριακά εργαζόμενων.

Με τις σκέψεις αυτές οδηγούμαστε στην εύλογη, νομίζουμε, υπόθεση ότι η πραγματικότητα της ελληνικής αγοράς εργασίας είναι προ πολλού δυσμενέστερη σε μέσα επίπεδα από τα δεινά που προαναγγέλλει το αυστριακό δωδεκάωρο. Παρόλα αυτά, η αυστριακή ακροδεξιά «καινοτομία» αποτελεί ένα θεσμικό-ποιοτικό άλμα με εξαιρετικά αρνητικό αντίκτυπο, που οδηγεί εντέλει σε νέα παράταση της εργάσιμης ημέρας και σε περαιτέρω απορρύθμιση του ευρωπαϊκού «κεκτημένου» σε ό,τι αφορά την περιφρούρησή της.