Το σημερινό συνέδριο δίνει το σήμα ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα που έχει επιστρέψει στην κανονικότητα, αν και έχει μπροστά της πολλές προκλήσεις, δήλωσε ο επικεφαλής της Διαπραγματευτικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ντέκλαν Κοστέλο.

Μιλώντας στο συνέδριο που οργανώνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με το Ίδρυμα Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), με τίτλο "Εντάσσοντας την Ελλάδα στο πλαίσιο των πολιτικών του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου: προτεραιότητες για αειφόρο ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα" ο κ. Κοστέλο τόνισε ότι το μήνυμα που θέλω να στείλω είναι ότι χρειάζεται συνέχιση και ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων. Να πάψει αυτό το ξεκίνα-σταμάτα, το οποίο -κατά τη γνώμη μου- ήταν η αιτία που κράτησε η κρίση στην Ελλάδα οκτώ χρόνια. Ο κ. Κοστέλο «χαρτογράφησε» τις ευκαιρίες που παρουσιάζει η Ελλάδα μετά τη κρίση σε τομείς όπως οι μεταφορές, η ενέργεια (παραγωγή-εξοικονόμηση εκπαίδευση κ.λπ.).

Ο Ευρωπαίος αξιωματούχος τόνισε κατ' επανάληψη ότι ο ρυθμός αύξησης της ελληνικής οικονομίας που κινείται στο 2% πρέπει να κινηθεί στο 3,5% και στο 4% το προσεχές διάστημα.

Για τη συζήτηση που γίνεται για το διάδοχο σχήμα του νόμου Κατσέλη ανέφερε ότι «συνεχίζουμε εντατικά τις συζητήσεις με τις ελληνικές Αρχές για ένα νέο πλάνο προστασίας, αλλά είναι πολλές οι παράμετροι. Θέλουμε να βοηθήσουμε τα ευάλωτα νοικοκυριά αλλά πρέπει να σημειωθεί ότι οι τράπεζες θα συμμετάσχουν στο κόστος, όπως και το κράτος θα αναλάβει μέρος αυτού του κόστους. Υπάρχει δυνατότητα για προστασία των ευάλωτων νοικοκυριών και να μετατρέψουμε τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε εξυπηρετούμενα, αλλά ο καλός σχεδιασμός είναι αυτό που μετράει γιατί από τον νόμο Κατσέλη προέκυψαν προβλήματα για τις τράπεζες. Υπάρχουν επιχειρήσεις "ζόμπι" και επιχειρήσεις που μπορούν να αναδιαρθρωθούν και να γίνουν υγιείς. Με βάση τον σχεδιασμό για τα «κόκκινα» πρέπει να δοθούν φέτος 150 εκατ. και 200 το επόμενο έτος, γύρω στα 800 εκατ. έως το 2022 και συνολικά ένα κόστος 5 δισ. σε βάθος χρόνου, αλλά στον σχεδιασμό αυτό έχουμε δρόμο ακόμα».

Αναφερόμενος στα ποσοστά της φτώχειας είπε ότι παραμένουν υψηλά, αλλά βαίνουν μειούμενα, ότι χρειάζεται πιο αποτελεσματική και στοχευμένη κοινωνική πολιτική.