Ο γενικός γραμματέας Ψηφιακής Πολιτικής Στέλιος Ράλλης, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ γνωστοποίησε πως δύο εταιρείες κατέθεσαν προσφορές για το έργο του υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης «Ψηφιακός Μετασχηματισμός Γεωργικού Τομέα», ύψους 31 εκατ. ευρώ.

Η αξιολόγηση των προσφορών αναμένεται εντός του επόμενου τριμήνου και θα ακολουθήσει η μελέτη εφαρμογής για την τοποθέτηση των πρώτων 1.000 τηλεμετρικών σταθμών, από τους συνολικά 6.500, διαδικασία που θα ολοκληρωθεί το αργότερο τον Οκτώβριο. Στη συνέχεια, σύμφωνα με τον κ. Ράλλη, ανά τρίμηνο θα τοποθετούνται και οι υπόλοιποι τηλεμετρικοί σταθμοί.

Ο προϋπολογισμός του έργου, μέσω του οποίου θα δημιουργηθεί η κεντρική υποδομή «ευφυούς» γεωργίας με δημόσια δωρεάν δεδομένα (στην πρώτη φάση θα καλύπτει τη μισή καλλιεργήσιμη ελληνική γη, δηλαδή 15 εκατ. στρέμματα) αφορά σε ανάπτυξη των σταθμών, το λογισμικό, την cloud υποδομή (αποθήκη δεδομένων) και σε εφαρμογές προς τους αγρότες και την εκπαίδευση των αγροτών και φοιτητών ή και αποφοίτων.

Στη δεύτερη φάση του το έργο θα καλύψει πλήρως την καλλιεργούμενη έκταση στην Ελλάδα, όπως γνωστοποίησε ο κ. Ράλλης, ενώ επισήμανε ότι «με δεδομένο ότι στην Κεντρική Μακεδονία και τη Θεσσαλία παράγεται το 80% της παραγόμενης αξίας των προϊόντων της χώρας, σε αυτές τις περιοχές θα τοποθετηθούν οι περισσότεροι τηλεμετρικοί σταθμοί. Και επειδή αγαπάμε τη Θεσσαλονίκη, σίγουρα θα βάλουμε πολλούς και σε αυτήν».

Αναφερόμενος στα πολλαπλά οφέλη της ψηφιοποίησης της ελληνικής γεωργίας, ο κ. Ράλλης τόνισε ότι "οι παραγωγοί θα τρομάξουν από τη μείωση του κόστους παραγωγής που φθάνει ως και 45%". Πρόσθεσε, ότι στα οφέλη της ψηφιοποίησης της ελληνικής γεωργίας εντάσσονται, μεταξύ άλλων, η βελτίωση της ποιότητας του προϊόντος, η ανάπτυξη ολόκληρου οικοσυστήματος γύρω από τον αγροδιατροφικό τομέα και η εκπαίδευση των ίδιων των αγροτών και πρόσθεσε ότι με εξασφαλισμένη, μέσω της ψηφιοποίησης και της ιχνηλασιμότητας των προϊόντων, όχι μόνο θα μπει σφραγίδα στα ελληνικά προϊόντα, αλλά και φρένο στο φαινόμενο των παράνομων ελληνοποιήσεων.

Ο κ. Ράλλης, αναφέρθηκε και στην μελέτη της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, με βάση την οποία η εισαγωγή ψηφιακών εργαλείων στον πρωτογενή τομέα θα οδηγήσει στη δημιουργία 200.000 νέων θέσεων εργασίας και 12,2 δισ. ευρώ στην ελληνική οικονομία. Τόνισε ότι υπό την προϋπόθεση ότι θα γίνουν και οι απαραίτητες επενδύσεις, ώστε να εκσυγχρονιστεί η αλυσίδα στον πρωτογενή τομέα, τότε "δεν αποκλείεται σε βάθος τριετίας ή το αργότερο τετραετίας να έχει στρωθεί το έδαφος και να επιτευχθεί ο προαναφερόμενος στόχος, αλλά και να δουν τα πραγματικά πολλαπλά οφέλη οι ίδιοι οι παραγωγοί".

"Η Ελλάδα μετά την κρίση ψάχνει να αλλάξει το παραγωγικό της μοντέλο. Παραγωγικό μοντέλο και νέο αναπτυξιακό μοντέλο που δεν συνδέει την έρευνα και την ανάπτυξη με την πραγματική αγορά δεν μπορεί να υπάρξει. Θέλουμε να δημιουργήσουμε μία πλατφόρμα με τα τέσσερα γεωτεχνικά πανεπιστήμια της χώρας - ΑΠΘ, Θεσσαλίας, Δημοκρίτειο Θράκης και Γεωπονικό - και μια άλλη εκπαίδευσης φοιτητών και αποφοίτων στα νέα ψηφιακά εργαλεία, τα οποία θα λαμβάνουν τα ερευνητικά ιδρύματα δωρεάν από την πολιτεία. Επιπλέον θέλουμε να φτιάξουμε ζωντανά εργαστήρια που οι φοιτητές θα βλέπουν σε πραγματικό χρόνο τι συμβαίνει στο χωράφι, ενώ ήδη σκεφτόμαστε στο υπουργείο τη δημιουργία cluster αγροδιατροφικού τομέα. Πιστεύουμε πολύ στον πρωτογενή τομέα, στις δυνατότητές του και στα όσα μπορεί να προσφέρει στην εθνική οικονομία", υπογράμμισε, σημείωσε ότι ο πρωτογενής τομέας στην Ελλάδα είναι από τους λίγους που δεν επηρεάστηκε τόσο πολύ από την οικονομική κρίση, συγκριτικά με άλλους και τόνισε ότι η κυβέρνηση τίθεται υπέρ της δημιουργίας ειδικών αγροτικών τμημάτων μέσα στα επιμελητήρια της χώρας, ιδέα που υποστηρίζει και η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδας.

Ο αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Νίκος Κατσούλας μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ δήλωσε: "συμμετέχουμε στην σύμπραξη με το υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής και τα άλλα τρία γεωτεχνικά πανεπιστήμια, έτσι ώστε τα δεδομένα που θα προκύψουν από το έργο να μετατραπούν σε υπηρεσίες. Ρόλος μας να πάρουμε αυτά τα δεδομένα, που δεν έχουν πρακτικά αξία ως έχουν για τον παραγωγό, και να τα ματρέψουμε σε υπηρεσιές προς αυτόν, με στόχο τη διευκόλυνση της καλλιεργητικής του δουλειάς".

Οπως εξήγησε μέχρι τώρα υπάρχουν υπηρεσίες που παράγονται από τα πανεπιστήμια για τη χρήση και και αξιοποίηση των δεδομένων, αλλά δεν έχουν φτάσει στην πραγματική τους διάσταση στους παραγωγούς ώστε τα οφέλη τους να πιάσουν πραγματικά τόπο και πρόσθεσε: "γίνεται μεγάλη προσπάθεια όλα τα χρόνια, που επισφραγίζεται με τη σύμπραξη μεταξύ των τεσσάρων πανεπιστημίων και του υπουργείου, έτσι ώστε να περάσουν αυτά τα δεδομένα και οι υπηρεσίες αξιποίησης των δεδομένων στους παραγωγούς. Στόχος, μεταξύ άλλων, είναι να επιτευχθούν μείωση κόστους παραγωγής και του περιβαλλοντικού αποτυπώματος από τις αγροτικές δράσεις".

"Σκοπός του έργου, είναι να ενοποιήσουμε τις κατακερματισμένες προσπάθειες που γίνονται σε χώρους έρευνας και να τις φέρουμε στη βιομηχανία, που ακόμη δεν υπάρχει", επισήμανε ο καθηγητής Γεωπονικής Σχολής του ΑΠΘ, υπεύθυνος διευθυντής του εργαστηρίου τηλεπισκόπησης και γεωγραφικών συστημάτων πληροφοριών, επιστημονικά υπεύθυνος του Διαβαλκανικού Κέντρου Περιβάλλοντος, Γιώργος Ζαλίδης. "...Παρά το γεγονός ότι υπάρχει γνώση στα πανεπιστήμια, ωστόσο δεν υπήρχε η εθνική μετρητική υποδομή παρατήρησης γης εκείνης που θα μπορούσε να φτάσει στη βιομηχανία. Χωρίς τη δημιουργία αυτής της αγοράς, που θα κάνει τη χρήση των δεδομένων, μετασχηματίζοντάς τα σε υπηρεσίες, τότε αυτές δεν θα μπορέσουν να περάσουν ως πρωτόλεια και πρωτογενή δεδομένα απευθείας στον αγρότη. Πρέπει να υπάρχει η αλγοριθμική μετατροπή τους σε πόσο να ποτίσω, λιπάνω, ψεκάσω και πότε και που", επισήμανε.

"Έχουμε την ευκαιρία να δημιουργήσουμε ένα πανεπιστημιακό cluster των μεταξύ μας τεσσάρων γεωτεχνικών πανεπιστημίων της χώρας, ώστε να παράξουμε τη νέα γενιά δεξιοτήτων στους φοιτητές μας που οι ίδιοι το θέλουν", είπε ο κ. Ζαλίδης και επισήμανε ότι μεταξύ άλλων, αναμένεται να υπογραφεί στο αμέσως επόμενο διάστημα μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ των τεσσάρων γεωτεχνικών πανεπιστημίων "που θα αφορά στη σύμπραξη της παραγωγής του νέου προϊόντος, του καινούριου γνωστικού αντικειμένου που θα αξιολογηθεί και θα πιστοποιηθεί από ανεξάρτητη αρχή".