Πάνω από 1.000.000 μικροοφειλέτες με ποσά επί το πλείστον μέχρι 15.000 ευρώ (χωρίς τέλη και προσαυξήσεις) στα ασφαλιστικά ταμεία αφορά η ευνοϊκή ρύθμιση με τις 120 δόσεις του υπουργείου Εργασίας.

Του Αντώνη Βασιλόπουλου

Η ρύθμιση αποκλείει εκατοντάδες χιλιάδες άλλες περιπτώσεις, ενώ αφήνει και ένα ολόκληρο έτος σε χρέη οικονομικής εκκρεμότητας για τα οποία ισχύουν οι 12 δόσεις που προβλέπει το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο.

Σύμφωνα με την απόφαση, στη διαδικασία θα μπορούν να ενταχθούν φυσικά πρόσωπα με πτωχευτική ικανότητα (π.χ. έμποροι) ή νομικά πρόσωπα, εφόσον οι συνολικές οφειλές τους προς όλους τους πιστωτές τους δεν υπερβαίνουν τα 20.000 ευρώ ή οι οφειλές τους προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης υπερβαίνουν το 85% των συνολικών οφειλών τους.

Επίσης, δυνατότητα υπαγωγής στη ρύθμιση έχουν φυσικά πρόσωπα χωρίς πτωχευτική ικανότητα με επιχειρηματική δραστηριότητα (π.χ. δικηγόροι, αγρότες) υπό την προϋπόθεση ότι έχουν κάνει έναρξη εργασιών και ότι οι οφειλές τους προς τους Φ.Κ.Α. δεν υπερβαίνουν τις 50.000 ευρώ.

Εύκολα αναμένεται να ενταχθούν σε αυτή αγρότες (6 στους 10 δεν πληρώνουν), καθώς και αυτοαπασχολούμενοι, ενώ δυσκολότερη καθίσταται η υπαγωγή μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες από το 2013 παρουσιάζουν παθητικό.

Η ρύθμιση καλύπτει οφειλές που γεννήθηκαν έως τις 31.12.2016 και όχι αυτές του 2017 για τις οποίες πρέπει να γίνει ξεχωριστή, η πάγια δηλαδή ρύθμιση των 12 δόσεων και σε διάστημα 90 ημερών από την ένταξη στη ρύθμιση.

Οι αιτήσεις υπαγωγής σε αυτή θα υποβάλλονται έως τις 31.12.2018, ενώ για οφειλές έως 20.000 ευρώ ο οφειλέτης πρέπει να έχει θετικό αποτέλεσμα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων σε μία τουλάχιστον από τις τελευταίες τρεις χρήσεις πριν από την υποβολή της αίτησης, περίπτωση που θα δυσκολέψει πολλά φυσικά πρόσωπα να ενταχθούν σε αυτή.

Για οφειλές 20.000-50.000 ευρώ, πέρα από το ανωτέρω κριτήριο, ο λόγος του χρέους, αφού αφαιρεθούν οι προς διαγραφή προσαυξήσεις και τόκοι, προς το εισόδημα πρέπει να είναι μικρότερος ή ίσος του 8. Επιπλέον, αποκλείεται η υπαγωγή στη ρύθμιση, εφόσον συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη είναι κατά 25 φορές μεγαλύτερη της προς ρύθμιση οφειλής. Για τον ορισμό του εισοδήματος λαμβάνεται υπόψη το μεγαλύτερο μεταξύ του μέσου όρου των κερδών προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων της τελευταίας τριετίας ή του τελευταίου έτους πριν από την υποβολή της αίτησης.

Για οφειλές 3.000-50.000 ευρώ ο μέγιστος αριθμός δόσεων είναι 120 και για οφειλές έως 3.000 ευρώ μέχρι 36. Εφόσον το 33% του εισοδήματος του οφειλέτη επαρκεί για την αποπληρωμή της οφειλής σε λιγότερες δόσεις από το μέγιστο αριθμό, ο αριθμός των δόσεων αναπροσαρμόζεται αναλόγως.
Ελάχιστο ποσό δόσης 50 ευρώ, μέγιστος αριθμός δόσεων 120, διαγραφή του 85% των προσαυξήσεων και τόκων εκπρόθεσμης καταβολής.

Πότε απορρίπτεται ή χάνεται η ρύθμιση

Αξιοσημείωτοι είναι ότι το ΚΕΑΟ μπορεί να απορρίψει αίτηση για ρύθμιση σε περίπτωση που διαθέτει δική του μελέτη βιωσιμότητας, βάσει της οποίας το χρέος του οφειλέτη χαρακτηρίζεται ως μη βιώσιμο. Όπως, επίσης, δεν προτείνει ρύθμιση για συνολική οφειλή προς αυτό που υπερβαίνει τις 20.000 ευρώ και η συνολική αξία των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, εικοσιπενταπλάσιο (25) αυτής. Στον αντίποδα, μπορεί να προτείνει ρυθμίσεις ακόμα και χωρίς τη συνδρομή των κριτηρίων βιωσιμότητας εφόσον διαθέτει, σύμφωνα με τις εσωτερικές του διαδικασίες, δική του μελέτη βιωσιμότητας, βάσει της οποίας το χρέος του οφειλέτη χαρακτηρίζεται ως βιώσιμο.

Η ρύθμιση χάνεται και κατά συνέπεια το σύνολο της οφειλής που παραμένει ανεξόφλητο καθίσταται εκ νέου απαιτητό, μαζί με τους αναλογούντες τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, στις εξής περιπτώσεις της μη καταβολής δόσεων ή μερικής καταβολής δόσεων, έως τη συμπλήρωση του ποσού που αντιστοιχεί σε τρεις δόσεις, της παράλειψης του οφειλέτη να υποβάλει την προβλεπόμενη Αναλυτική Περιοδική Δήλωση εντός 3 μηνών από την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής τους και της παράλειψης να εξοφλήσει ή να τακτοποιήσει με νόμιμο τρόπο, με αναστολή είσπραξης ή ρύθμιση τμηματικής καταβολής τις οφειλές του προς το Κ.Ε.Α.Ο., οι οποίες βεβαιώθηκαν μετά την 31 Δεκεμβρίου 2016, εντός 90 ημερών από την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση ή, προκειμένου για οφειλές που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες μετά την υπαγωγή στη ρύθμιση, εντός 60 ημερών από τη λήξη της νόμιμης προθεσμίας καταβολής τους.