Περισσότερο αισιόδοξοι για την μεσοπρόθεσμη πορεία των βασικών οικονομικών μεγεθών, εμφανίζονται οι σύμβουλοι μάνατζμεντ σύμφωνα με το «Βαρόμετρο του ΣΕΣΜΑ για την Οικονομία», όμως διατηρούν κάποιες επιφυλάξεις για το κατά πόσο η βελτίωση θα είναι διατηρήσιμη.

Ειδικότερα, τη συγκρατημένη αισιοδοξία των συμβούλων μάνατζμεντ όσον αφορά στις προβλέψεις τους για την οικονομική κατάσταση της χώρας ένα χρόνο αργότερα, καταγράφει το Βαρόμετρο για το τέταρτο τρίμηνο του 2017.

Όπως τόνισε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Εταιρειών Συμβούλων Μάνατζμεντ (ΣΕΣΜΑ), Βασίλης Ρεγκούζας κατά τη διάρκεια παρουσίασης των αποτελεσμάτων της έρευνας, «η συνέχιση της καλύτερης του αναμενομένου εκτέλεσης των προϋπολογισμών 2018-2022 με την επίτευξη σημαντικών πρωτογενών πλεονασμάτων της γενικής κυβέρνησης θα αποτελέσει τον βασικό μηχανισμό που θα απελευθερώσει τις αναπτυξιακές δυνατότητες της Ελλάδας και θα καταστήσει δυνατή τη μείωση της υπερφορολόγησης και την ενίσχυση των εισοδημάτων και των δαπανών για κοινωνική και αναπτυξιακή πολιτική στα επόμενα έτη».

Αναλυτικότερα, ο γενικός δείκτης GRe+1, ο οποίος προκύπτει ως ο μέσος όρος του δείκτη οικονομικής συγκυρίας και του αντίστοιχου δείκτη παραγωγικών συντελεστών διαμορφώθηκε σε 16,5% το τέταρτο τρίμηνο του 2017 από 14,2% το αντίστοιχο περυσινό τρίμηνο. Η μεγαλύτερη αυτή αισιοδοξία αφορά όμως μόνο τις προβλέψεις για τις οικονομικές συνθήκες μετά από 12 μήνες. Οι προσδοκίες για τις εξελίξεις στους παραγωγικούς συντελεστές κατά το ίδιο διάστημα χειροτέρευσαν ελαφρά.

Η βελτίωση είναι εμφανέστερη εάν συγκριθούν οι μέσες τιμές του γενικού δείκτη GRe+1 για το 2017 και το 2016, που ήταν 7,4% και -12,7%, αντιστοίχως.

Η βελτίωση του οικονομικού κλίματος, η οποία καταγράφεται και από άλλες έρευνες, ξεκίνησε από το δεύτερο τρίμηνο του 2016. Από τότε υπάρχει συνεχής αύξηση του γενικού δείκτη GRe+1: από -20,2% στο τέλος Μαρτίου 2016 σε +16,5% στο τέλος Δεκεμβρίου 2017.

Στην νέα αυτή θετική εξέλιξη συνέβαλαν η βελτίωση των βασικών μακροοικονομικών μεγεθών και η ταχεία ολοκλήρωση της αξιολόγησης της πορείας του προγράμματος.

Συγκεκριμένα, το ΑΕΠ αυξάνεται για τρία συνεχόμενα τρίμηνα και εκτιμάται από όλους τους αναλυτές και οργανισμούς ότι το 2017 η ελληνική οικονομία εξήλθε από την ύφεση. Ταυτοχρόνως, συνεχίζεται η πτωτική πορεία της ανεργίας. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η ροπή προς επένδυση γίνεται θετική, ενώ συνεχίζεται η αύξηση των εξαγωγών.

Υπογραμμίζεται επίσης η μείωση της αβεβαιότητας, λόγω της επιτυχούς ολοκλήρωσης της αξιολόγησης. Οι προσδοκίες συνδέονται στενά με τις εξελίξεις και τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές. Χαρακτηριστική είναι η επιδείνωση των προσδοκιών το δεύτερο τρίμηνο του 2015, αλλά και η θεαματική ανάκαμψή τους κατά την ίδια φετινή περίοδο.

Από τον δείκτη οικονομικής συγκυρίας προκύπτει ότι, οι σύμβουλοι έγιναν περισσότερο αισιόδοξοι για την μεσοπρόθεσμη πορεία των βασικών οικονομικών μεγεθών. Ωστόσο, διατηρούν κάποιες επιφυλάξεις για το κατά πόσο η βελτίωση θα είναι διατηρήσιμη. Υπήρξε ωστόσο ελαφρά επιδείνωση των προσδοκιών των συμβούλων όσον αφορά στις εξελίξεις στο «μέτωπο» των παραγωγικών συντελεστών. Ο δείκτης των παραγωγικών συντελεστών παρέμεινε θετικός, αλλά περιορίστηκε από 3,0% σε 1,8%.

Τα προσκόμματα στην επιχειρηματική δράση

Στην έρευνα του ΣΕΣΜΑ, δεν υπήρξαν άξιες λόγου μεταβολές στην κατάταξη των κυριοτέρων προσκομμάτων στο επιχειρείν. Η κατάταξη των πέντε πρώτων, που είχαν σκορ υψηλότερο του 4 σε κλίμακα 1-5, παρέμεινε ίδια:

- Έλλειψη Σταθερότητας του Φορολογικού Καθεστώτος
- Υψηλή Φορολογία
- Αναποτελεσματική Δημόσια Διοίκηση
- Δυσκολίες στη Χρηματοδότηση και
- Ασυνέχεια στη Λειτουργία του Κράτους.
Σκορ μεγαλύτερο του τέσσερα είχε επίσης η Χαμηλή Παραγωγικότητα του Δημόσιου Τομέα.

Οι απόψεις των συμβούλων για το ΕΣΠΑ

Οι σύμβουλοι μάνατζμεντ είναι σκεπτικοί όσον αφορά στη συμβολή του ΕΣΠΑ στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και στην προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης. Ωστόσο, στην ετήσια έρευνα του ΣΕΣΜΑ καταγράφεται μεγαλύτερος βαθμός ικανοποίησης σε σύγκριση με την προηγούμενη έρευνα που πραγματοποιήθηκε από τις 22-12-2016 ως τις 13-1-2017. Κατ’ αρχάς, στην πλειονότητά τους οι σύμβουλοι (60,3%) θεωρούν ότι η συμβολή της κατανομής των πόρων του ΕΣΠΑ στην ανάπτυξη είναι μέτρια. Ωστόσο, το ποσοστό αυτό είναι μειωμένο έναντι αυτού της προηγούμενης έρευνας, στην οποία το ποσοστό ήταν 65,3%.

Από την άλλη πλευρά, σημαντικά αυξημένο, από 22,4% σε 30,8%, είναι σε αυτή την έρευνα το ποσοστό αυτών που εκτιμούν τη συμβολή αυτή σημαντική. Βελτίωση υπήρξε επίσης και στις εκτιμήσεις για τη συνεισφορά των προγραμμάτων του ΕΣΠΑ στην επίλυση των διαρθρωτικών προβλημάτων της οικονομίας και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων. Τα ποσοστά του «σημαντικά» αυξήθηκαν, ενώ αυτά του «μέτρια» και «καθόλου» μειώθηκαν ανάλογα. Θεαματικότερη ήταν μάλιστα η μεταβολή των απόψεων για το ρόλο του ΕΣΠΑ στην προώθηση λύσεων για τα διαρθρωτικά προβλήματα (από 4,3% σε 22,4%).

Οι εκτιμήσεις των συμβούλων για τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις που ζητούν ενισχύσεις μέσω των προγραμμάτων του ΕΣΠΑ δεν άλλαξαν σημαντικά μεταξύ της προηγούμενης και της τρέχουσας έρευνας. Τα κυριότερα προβλήματα συνδέονται με τη χρηματοδότηση.

Δυσχέρειες υπάρχουν στην κάλυψη της ίδιας συμμετοχής, στον δανεισμό, καθώς επίσης και λόγω των καθυστερήσεων που παρατηρούνται στις εκταμιεύσεις. Σημειώνεται όμως ότι η ένταση και των τριών έχει μειωθεί ελαφρά σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα. Οι απόψεις αυτές είναι συνεπείς με εκείνες που παρουσιάζονται στις προηγούμενες ενότητες. Οι δυσκολίες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων θεωρούνται από τους συμβούλους το τέταρτο σημαντικότερο πρόσκομμα στην επιχειρηματική ανάπτυξη.

Από την άλλη πλευρά, αυξήθηκε η σημασία της πολυπλοκότητας των διαδικασιών, όπου το ποσοστό της «υψηλής» έντασης έγινε 53,2% από 34,7% στην προηγούμενη έρευνα, με αντίστοιχη μείωση του μεριδίου της «μέτριας» έντασης.

Όπως είχε καταγραφεί και στην προηγούμενη έρευνα, η πλειονότητα των συμβούλων θεωρούν ότι οι σοβαρότερες δυσκολίες κατά τη διαδικασία ενίσχυσης των επιχειρήσεων δημιουργούνται στο στάδιο της εκταμίευσης. Η ένταση του σταδίου αυτού όμως περιορίστηκε από το 62,5% σε 54,2%. Σημαντικά είναι επίσης τα προβλήματα τήρησης των υποχρεώσεων υλοποίησης των έργων. Αντίθετα, μικρές είναι οι δυσκολίες που παρουσιάζονται στο στάδιο προετοιμασίας των αιτήσεων.