Όπως προκύπτει από τα στοιχεία για την Ελλάδα σε ότι αφορά στην κατανομή του υπολοίπου της τραπεζικής χρηματοδότησης ανά τομέα οικονομικής δραστηριότητας, το υψηλότερο υπόλοιπο τραπεζικών δανείων καταγράφεται στον τομέα της βιομηχανίας με χρηματοδοτήσεις ύψους 16 δισ. ευρώ προς 10,6 χιλιάδες επιχειρήσεις.

Εντός του βιομηχανικού τομέα, η κατηγορία με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση σε υπόλοιπο χρηματοδότησης είναι η βιομηχανία τροφίμων όπου περίπου 2,4 χιλιάδες επιχειρήσεις έχουν υπόλοιπο χρηματοδότησης συνολικού ύψους 4,2 δισ. ευρώ, ενώ ακολουθεί η παραγωγή προϊόντων διύλισης πετρελαίου με δάνεια ύψους 2,3 δισ. ευρώ, προς 40 περίπου επιχειρήσεις.

Στις υπόλοιπες κατηγορίες του τομέα της βιομηχανίας περιλαμβάνονται περίπου 8,2 χιλιάδες επιχειρήσεις με υπόλοιπο χρηματοδότησης περίπου 9,6 δισ. ευρώ.

O δεύτερος μεγαλύτερος τομέας οικονομικής δραστηριότητας της εγχώριας οικονομίας ως προς το υπόλοιπο χρηματοδότησης είναι το εμπόριο με δάνεια 14,9 δισ. ευρώ. Το μεγαλύτερο μέρος του υπολοίπου της χρηματοδότησης του εμπορίου, ύψους 9 δισ. ευρώ έχει δοθεί σε 12,4 χιλιάδες επιχειρήσεις που ασχολούνται κυρίως με το χονδρικό εμπόριο. Ακολουθούν η κατηγορία του λιανικού εμπορίου, όπου περίπου 8,2 χιλιάδες επιχειρήσεις έχουν υπόλοιπο χρηματοδότησης 4 δισ. ευρώ, και η κατηγορία «εμπόριο και επισκευή μηχανοκίνητων οχημάτων», όπου περίπου 2,3 χιλιάδες επιχειρήσεις έχουν υπόλοιπο χρηματοδότησης 1,9 δισ. ευρω.

Ο τρίτος σημαντικότερος τομέας, βάσει του υπολοίπου τραπεζικής χρηματοδότησης, είναι ο τουρισμός με δάνεια 8,4 δισ. ευρώ, από τα οποία  το μεγαλύτερο μέρος, δηλαδή 7,9 δισ. ευρώ, έχει κατευθυνθεί σε 3,9 χιλιάδες επιχειρήσεις καταλυμάτων, ενώ περίπου 2,5 χιλιάδες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε υπηρεσίες εστίασης έχουν υπόλοιπο χρηματοδότησης 500 εκατ. ευρώ.

Το μεγαλύτερο μέρος της τραπεζικής χρηματοδότησης που προσεγγίζει το 60% περίπου κατευθύνεται σε επιχερήσεις που εδρεύουν στην Περιφέρεια Αττικής. Ακολουθούν οι περιφέρειες Κεντρικής Μακεδονίας (10%), Κρήτης (7%), Νοτίου Αιγαίου (4%) και Θεσσαλίας (4%), με το υπόλοιπο (15%) να κατανέμεται στις υπόλοιπες περιφέρειες.

Σημειώνεται ωστόσο ότι ο πιστωτικός κίνδυνος των δανείων δεν ακολουθεί την προαναφερθείσα κατανομή της χρηματοδότησης. Η Περιφέρεια Αττικής εμφανίζει το χαμηλότερο ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων (26%), ακολουθούμενη από τις περιφέρειες Ηπείρου (28%), Νοτίου Αιγαίου (29%) και Ιονίων Νήσων (30%), ενώ τα υψηλότερα ποσοστά εμφανίζονται στις περιφέρειες Δυτικής Μακεδονίας (52%), Βορείου Αιγαίου (51%) και Δυτικής Ελλάδος (50%).

Πώς αξιοποιούνται 

Όσον αφορά το σκοπό των νέων δανείων που εκταμιεύθηκαν το 2020 προς τις εγχώριες επιχειρήσεις τους περισσότερους μήνες πάνω από το ήμισυ των νέων δανείων χορηγήθηκε για σκοπούς κεφαλαίου κίνησης (περίπου το 69,3% κατά μέσο όρο την περίοδο Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2020), γεγονός που συνάδει όχι μόνο με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις κατά την περίοδο της πανδημίας, αλλά και με τις συνθήκες προσφοράς, καθώς σημαντικό μέρος της χρηματοδότησης που συνδέεται με τα προγράμματα της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας αφορά χρηματοδότηση κεφαλαίου κίνησης. Ένα μικρότερο μέρος των νέων δανείων δόθηκε για λοιπούς σκοπούς (π.χ. για αγορά οικιστικών ή επαγγελματικών ακινήτων, αναχρηματοδότηση χρεών, κατασκευαστικές επενδύσεις, επενδύσεις για εξοπλισμό επιχειρήσεων και άλλους σκοπούς), το οποίο ωστόσο βαίνει αυξανόμενο τους τελευταίους μήνες, εξέλιξη που, όπως παρατηρεί η ΤτΕ, «θα μπορούσε να θεωρηθεί θετική για την οικονομία από την άποψη ότι φαίνεται να χρηματοδοτούνται και σκοποί πέραν του κεφαλαίου κίνησης».

Ταμείο Εγγυοδοσίας και Ταμείο Επιχειρηματικότητας ΙΙ

Στα σημαντικότερα προγράμματα χρηματοδοτικής στήριξης των επιχειρήσεων που λειτούργησαν το 2020 συγκαταλέγεται το «Ταμείο Εγγυοδοσίας Επιχειρήσεων COVID-19». Με πόρους του Ταμείου, η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα εγγυάται σε κάθε συνεργαζόμενο πιστωτικό ίδρυμα έως και το 80% της ονομαστικής αξίας κάθε επιχειρηματικού δανείου που υπάγεται στο εν λόγω χρηματοδοτικό εργαλείο. Το ύψος των εγγυήσεων δεν μπορεί να υπερβαίνει το 40% της αξίας του χαρτοφυλακίου που διαθέτει κάθε τράπεζα με εγγυημένα δάνεια προς ΜΜΕ και το 30% της αξίας του χαρτοφυλακίου των εγγυημένων δανείων προς μεγάλες επιχειρήσεις.

Το Ταμείο Επιχειρηματικότητας ΙΙ (ΤΕΠΙΧ ΙΙ) συνιστά εργαλείο συγχρηματοδότησης με προκαθορισμένο σχήμα μεταξύ Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας και πιστωτικών ιδρυμάτων. Ειδικότερα, η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα συνεισφέρει το 40% της ονομαστικής αξίας των δανείων προς πολύ μικρές, μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Η συνεισφορά της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας στη χρηματοδότηση είναι άτοκη κατά τα δύο πρώτα έτη του δανείου, όφελος το οποίο μετακυλίεται στη δανειολήπτρια επιχείρηση και μεταφράζεται σε χαμηλότερο επιτόκιο δανεισμού έναντι των κοινών τραπεζικών πιστώσεων.

Σύμφωνα με τα απολογιστικά στοιχεία, το 2020 οι εκταμιεύσεις τραπεζικών δανείων τα οποία κάλυψε το εγγυοδοτικό εργαλείο ανήλθαν σε 4,6 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων περίπου 2,5 δισ. ευρώ αφορούσαν επιχειρήσεις πολύ μικρού, μικρού και μεσαίου μεγέθους και αυτοαπασχολουμένους.

Αντίστοιχα, οι εκταμιεύσεις τραπεζικών δανείων υπό την αιγίδα του προγράμματος συγχρηματοδότησης προσέγγισαν τα 1,8 δισ. ευρώ. Συνολικά, τα δύο προαναφερόμενα εργαλεία στήριξαν το 2020 εκταμιεύσεις τραπεζικών επιχειρηματικών δανείων ονομαστικής αξίας 6,4 δισ. ευρώ. Η συμβολή των προγραμμάτων στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων το προηγούμενο έτος ήταν καθοριστική, καθώς οι εν λόγω εκταμιεύσεις αποτέλεσαν το 70% της ακαθάριστης ροής νέων πιστώσεων προς ελεύθερους επαγγελματίες, πολύ μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις και επιπροσθέτως το 21% της ακαθάριστης ροής νέων πιστώσεων προς τις μεγάλες επιχειρήσεις. Οι όροι χρηματοδότησης υπήρξαν ευνοϊκοί σε σύγκριση με τις κοινές τραπεζικές πιστώσεις και μεταφράζονται σε μειωμένες απαιτήσεις για εξασφαλίσεις και χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού. Έως το τέλος του έτους είχαν διατεθεί σχεδόν τα 3/4 των υπό διάθεση πόρων, εξέλιξη που καταδεικνύει αφενός την ισχυρή ζήτηση τραπεζικών πιστώσεων εκ μέρους των επιχειρήσεων και αφετέρου την αποτελεσματική χρησιμοποίηση των δημόσιων πόρων εκ μέρους των τραπεζών.

Η βάση δεδομένων

Τα στοιχεία στη βάση δεδομένων AnaCredit χαρακτηρίζονται από πολύ μεγάλο βαθμό λεπτομέρειας και είναι απολύτως συγκρίσιμα μεταξύ τους, καθώς βασίζονται σε εναρμονισμένες έννοιες και ορισμούς και είναι ενδεικτικό ότι συνολικά, στη βάση καταγράφονται για κάθε δάνειο περίπου 88 μεταβλητές πιστωτικών δεδομένων. Ενδεικτικά, στη βάση είναι καταχωρημένα αναλυτικά δεδομένα για τις πιστώσεις και τις επιχειρήσεις, όπως ο κλάδος οικονομικής δραστηριότητας, η γεωγραφική περιοχή της έδρας της επιχείρησης, το μέγεθος της επιχείρησης (πολύ μικρή, μικρή, μεσαία και μεγάλη), το είδος του δανείου (π.χ. για κεφάλαιο κίνησης, για χρηματοδότηση εξαγωγών, για αγορά ακινήτου κ.ά.), το επιτόκιο, ο πιστωτικός κίνδυνος του δανείου, η συμπεριφορά του δανειολήπτη (π.χ. μη εξυπηρετούμενο δάνειο) κ.λπ. Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατόν πλέον να γίνουν στοχευμένες, συνδυαστικές και λεπτομερέστερες αναλύσεις σχετικά με τις συνθήκες προσφοράς και ζήτησης πιστώσεων, οι οποίες θα ήταν αδύνατον να γίνουν με βάση τα μέχρι πρότινος διαθέσιμα συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία. Επιπρόσθετα, η συλλογή εναρμονισμένων πιστωτικών δεδομένων ανά επιχείρηση επιτρέπει για πρώτη φόρα τον υπολογισμό του συνολικού δανεισμού μιας επιχείρησης από όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην ευρωζώνη. Συνεπώς, οι εποπτικές αρχές μιας χώρας αλλά και ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός θα μπορούν πλέον να εντοπίζουν πιο γρήγορα και εύκολα πότε μια επιχείρηση παρουσιάζει προβλήματα αποπληρωμής δανείων προς μία ή περισσότερες τράπεζες και να αξιολογούν ακριβέστερα τον ενδεχόμενο κίνδυνο για τις τράπεζες που έχουν χορηγήσει τα δάνεια αυτά. Παράλληλα, τα πιστωτικά δεδομένα που υπάρχουν στην AnaCredit μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν σε συνδυασμό με τα στοιχεία ισολογισμών των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων για την πιστοληπτική αξιολόγηση αυτών.

Πηγή: moneyreview.gr