Οι επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης, που στην οικονομία έχει εκδηλωθεί με την μορφή της βαθιάς και απότομης ύφεσης, όπως είναι επόμενο, έχουν επηρεάσει δυσμενώς την οικονομική κατάσταση των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.

Αυτό αποτυπώνεται στην εξαμηνιαία έρευνα οικονομικού κλίματος για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ για το Β εξάμηνο του 2020.  Τα ευρήματα της έρευνας καταδεικνύουν πως η κατάσταση παραμένει δυσμενής.

Ο γενικός δείκτης οικονομικού κλίματος το Β εξάμηνο του 2020 διατηρείται σε εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο καθώς διαμορφώνεται στις 20,1 μονάδες. Δεν έχει μεταβληθεί, δηλαδή, σε σχέση με το Α εξάμηνο του 2020.

Με μια πρώτη ανάγνωση της έρευνας φαίνεται πως η κατάσταση στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις δεν έχει επιδεινωθεί περεταίρω, καθώς σε όλους σχεδόν τους επιμέρους δείκτες αποτίμησης καταγράφεται και μια μικρή υποχώρηση της επιδείνωσης.  Η προσεκτικότερη, ωστόσο, εξέταση των στοιχείων της έρευνας αναδεικνύει σοβαρές διαφοροποιήσεις μεταξύ των επιχειρήσεων. Η πανδημική κρίση δεν επηρεάζει με την ίδια ένταση όλες τις επιχειρήσεις. Ιδιαίτερα οι επιχειρήσεις που έχουν αναστείλει τη λειτουργία τους με κρατική εντολή βρίσκονται σε εξαιρετικά δυσμενή θέση.

Στην έρευνα καταγράφεται μια μικρή αύξηση τόσο των επιχειρήσεων που επωφελούνται από την κρίση όσο και των επιχειρήσεων που έχουν καταφέρει να απορροφήσουν τις δυσμενείς της επιπτώσεις. Για την πλειοψηφία όμως των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων φαίνεται πως η κατάσταση έχει επιδεινωθεί περαιτέρω, ναρκοθετώντας τις προοπτικές τους για το μέλλον.

Είναι μάλιστα τόσο υψηλά τα ποσοστά των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν πολλαπλές δυσκολίες που φαίνεται πως πλέον και υγιείς μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα βιωσιμότητας. Το παρατεταμένο διάστημα που διατηρείται το απαγορευτικό για τη λειτουργία μεγάλου μέρους της οικονομικής δραστηριότητας, σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα που υπάρχει για τον χρόνο που τελικά θα απαιτηθεί για να επιστρέψουμε σε κάποιας μορφής κανονικότητα, φαίνεται πως επιβαρύνει εκθετικά την κατάσταση της πλειοψηφίας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων.

Δεν θα πρέπει, επίσης, να λησμονούμε ότι οι υφιστάμενες μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις έχουν περάσει μέσα από τη μέγγενη της πρόσφατης χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η εκδήλωση της πανδημίας αναδεικνύει πως τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις αυτές, τα οποία εντάθηκαν κατά την προηγούμενη δεκαετή οικονομική κρίση, έχουν αποδυναμώσει τις δυνατότητες τους να ανταπεξέλθουν στις επιπτώσεις της νέας υφεσιακής περιόδου.  Τα ίδια κεφάλαια που διέθεταν, κυρίως για επενδύσεις μικρής κλίμακας, φαίνεται πως έχουν αναλωθεί για την απορρόφηση των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης, παρά μάλιστα τα μέτρα που έχουν ληφθεί για τη στήριξη τους.

Άλλωστε, ένα μεγάλο μέρος των μέτρων που έχουν ληφθεί για την στήριξη των επιχειρήσεων αφορούν άμεσες ή έμμεσες μορφές ενίσχυσης της ρευστότητας τους, που πάρα την πρόσκαιρη και σε αρκετές περιπτώσεις μη επαρκή ανακούφιση που προσφέρουν, αποτελούν υποχρεώσεις που συσσωρεύονται σε ένα μάλιστα περιβάλλον έντονης αβεβαιότητας για το μέλλον.

Αυτό φαίνεται και από την σημαντική αύξηση που καταγράφεται στα ποσοστά των επιχειρήσεων που δηλώνουν πως δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις μελλοντικές τους υποχρεώσεις. 

Προκειμένου, λοιπόν, να αποφευχθούν τα χειρότερα και παράλληλα να επιβεβαιωθούν οι αισιόδοξες προβλέψεις, απαιτείται ένα συνεκτικό σχέδιο υποστήριξης των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα εκείνων που πλήττονται δυσανάλογα από τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης, για το διάστημα της σταδιακής επανεκκίνησης της ελληνικής οικονομίας.

Το σχέδιο δράσης για την επόμενη μέρα θα πρέπει να εξυπηρετεί 2 δέσμες μέτρων:

1η δέσμη: Επαρκή ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων για να μπορέσουν να επανεκκινήσουν. Ένα μέρος της χρηματοδότησης αυτής θα πρέπει να αφορά την κάλυψη των οφειλών που δημιουργήθηκαν κατά την διάρκεια της πανδημίας και να έχει τη μορφή της επιδότησης.

2η δέσμη: Προγράμματα επιδότησης του μη μισθολογικού ή/και του μισθολογικού κόστους για την διατήρηση των θέσεων εργασίας.

Τα σημαντικότερα ευρήματα της έρευνας κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ είναι τα εξής:

Αποτίμηση εξαμήνου

  • Βασικοί οικονομικοί δείκτες
  • Ο γενικός δείκτης οικονομικού κλίματος το Β εξάμηνο του 2020 διατηρείται σε εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο καθώς διαμορφώνεται στις 20,1 μονάδες.
  • 8 στις 10 επιχειρήσεις (79,8%) δήλωσαν πως η οικονομική κατάσταση τους επιδεινώθηκε, έναντι μόλις 4,2% που δήλωσε ότι βελτιώθηκε και 15,9% που δήλωσε πως παρέμεινε αμετάβλητη.
  • 7 στις 10 επιχειρήσεις (70,7%) δήλωσαν πως μειώθηκε ο τζίρος τους έναντι μόλις του 11,1% που δήλωσε πως αυξήθηκε και του 16,9% που δήλωσε πως παρέμεινε αμετάβλητος.
  • Ο κύκλος εργασιών μειώθηκε μεσοσταθμικά κατά 32,4% το Β εξάμηνο του 2020, έναντι 40,1% που είχε καταγραφεί το Α εξάμηνο.
  • Δυσμενέστερη είναι κατάσταση που καταγράφεται στις επιχειρήσεις που ανέστειλαν τη λειτουργία τους με κρατική εντολή, καθώς 8 στις 10 επιχειρήσεις δήλωσαν πως το Β εξάμηνο του 2020 μειώθηκε ο τζίρος τους, ενώ αντίστοιχα είναι και τα στοιχεία των πληττόμενων βάσει ΚΑΔ επιχειρήσεων όπου το 74,4% δήλωσε πως κατέγραψε μείωση του τζίρου το Β εξάμηνο του 2020.
  • H μεσοσταθμική μείωση του τζίρου των επιχειρήσεων που ανέστειλαν τη λειτουργία με κρατική εντολή ανήλθε στο 39,3% και των επιχειρήσεις εστίασης στο 44,2%
  • Οι επιχειρήσεις που δηλώνουν ετήσιο τζίρο κάτω από 50.000€ αυξήθηκαν το 2020 σε σχέση με το 2019 κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες. Συγκεκριμένα, αντιστοιχούν στο 44,6% έναντι του 34,1% που ήταν το 2019.
  • Διπλασιάστηκαν οι επιχειρήσεις που το 2020 σε σύγκριση με το 2019 κατέγραψαν ζημιές (47,8% το 2020 από 27,6% το 2019), ενώ υποδιπλασιάστηκαν οι επιχειρήσεις που κατέγραψαν κέρδη (27,3% το 2020 από 55,2% το 2019).
  • Το 66,8% δήλωσε πως κατά το Β εξάμηνο μειώθηκε η ζήτηση, έναντι του 13,7% που δήλωσε πως αυξήθηκε και του 19,1% που δήλωσε πως παρέμεινε αμετάβλητη.
  • Το 71,5% δήλωσε πως το Β εξάμηνο του 2020 μειώθηκαν οι παραγγελίες, έναντι του 9,2% που δήλωσε πως αυξήθηκαν και του17,7% που δήλωσε πως οι παραγγελίες παρέμειναν σταθερές.
  • Το 74,9% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι το Β εξάμηνο του 2020 μειώθηκε περεταίρω η ρευστότητα του, έναντι μόλις του 7,5% που δήλωσε ότι αυξήθηκε και του 16,9% που δήλωσε ότι δεν μεταβλήθηκε.
  • Οι επιχειρήσεις που δεν έχουν καθόλου ταμειακά διαθέσιμα έχουν αυξηθεί κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, μέσα σε μόλις 1 εξάμηνο.
  • Συγκεκριμένα σχεδόν 1 στις 4 επιχειρήσεις δεν έχει καθόλου ταμειακά διαθέσιμα, ενώ για επίσης 1 στις 4 επιχειρήσεις τα ταμειακά διαθέσιμα δεν επαρκούν για περισσότερο από ένα μήνα. Με άλλα λόγια, η 1 στις 2 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις έχουν ταμειακά διαθέσιμα το πολύ για ένα μήνα.
  • Δυσμενέστερη είναι η εικόνα όσον αφορά τα ταμειακά διαθέσιμα το επιχειρήσεων που ανέστειλαν την λειτουργία τους με κρατική εντολή και ιδίως των επιχειρήσεων εστίασης.
  • Το 36,1% των επιχειρήσεων που ανέστειλαν την λειτουργία τους δεν έχουν καθόλου ρευστότητα, ενώ για το 22,5% τα ταμειακά διαθέσιμα επαρκούν το πολύ για ένα μήνα.
  • Χειρότερη φαίνεται πως είναι η κατάσταση για τις επιχειρήσεις εστίασης καθώς το 44,1% δεν έχει καθόλου ταμειακά διαθέσιμα, ενώ για το 19,2% επαρκούν το πολύ για ένα μήνα.
  • Το 10,5% των επιχειρήσεων προχώρησε σε επενδύσεις το Β εξάμηνο του 2020, έναντι του 16.2% του αντίστοιχου περσινού διαστήματος.
  • Το 6,2% των επιχειρήσεων δήλωσε πως αύξησε το προσωπικό του το Β εξάμηνο του 2020, έναντι του 9% που δήλωσε ότι το μείωσε και του 84,5% που το διατήρησε σταθερό.
  • Υποχρεώσεις/οφειλές
  • Υψηλά παραμένουν τα ποσοστά των επιχειρήσεων που δηλώνουν πως έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές, παρόλο που στις περισσότερες κατηγορίες υποχρεώσεων είναι μειωμένα σε σύγκριση με εκείνα της προηγούμενης εξαμηνιαίας έρευνας του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (Ιούλιος 2020). Επιπλέον, και σε αυτούς τους δείκτες παρουσιάζονται σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν μεγαλύτερα προβλήματα αποπληρωμής των υποχρεώσεων τους παρατηρούνται περισσότερο σε εκείνες που ανέστειλαν την λειτουργία τους με κρατική εντολή. Όπου έχουν ληφθεί αποτελεσματικά μέτρα για την ανακούφιση των επιχειρήσεων οι ληξιπρόθεσμες οφειλές φαίνεται πως έχουν συγκρατηθεί.
  • Γενικά, σχεδόν 1 στις 2 επιχειρήσεις (46,4%) φαίνεται πως έχει τουλάχιστον 1 ληξιπρόθεσμη οφειλή, 1 στις 4 επιχειρήσεις (21,6%) έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο (εφορία και ασφαλιστικά ταμεία), ενώ επίσης 1 στις 4 επιχειρήσεις (19,7%) έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές στις μισές τουλάχιστον από τις 8 κατηγορίες υποχρεώσεων της έρευνας.
  • 1 στις 4 επιχειρήσεις (23,8%) δήλωσε πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς την εφορία (ΦΠΑ, ΦΜΥ κλπ)
  • 1 στις 4 επιχειρήσεις (26,3%) δηλώνει πως έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τον πρώην ΟΑΕΕ
  • Το 14,9% των επιχειρήσεων που απασχολούν προσωπικό δήλωσε πώς έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το πρώην ΙΚΑ
  • το 32,9% των επιχειρήσεων που έχουν τραπεζικά δάνεια δήλωσε πως έχει καθυστερημένες οφειλές
  • το 23% των επιχειρήσεων που έχουν ενοίκιο δήλωσε πως έχει καθυστερημένες οφειλές
  • Το 22,6% έχει καθυστερημένες οφειλές προς προμηθευτές

Προσδοκίες για το επόμενο εξάμηνο

  • Βιωσιμότητα επιχειρήσεων – Βασικοί οικονομικοί δείκτες
  • 4 στις 10 (38,2%) μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις εκφράζουν τον φόβο για ενδεχόμενη διακοπή της δραστηριότητας τους κατά το επόμενο διάστημα.
  • Το 53,6% των επιχειρήσεων περιμένει μείωση του κύκλου εργασιών, το 52,8% μείωση της ζήτησης, το 54,6% μείωση των παραγγελιών, το 56,7% μείωση της ρευστότητας, ενώ μόλις το 6% των επιχειρήσεων προτίθεται να κάνει κάποιου είδους επένδυση.
  • Το 7,4% των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων εκτιμά πως θα κάνει προσλήψεις το Β εξάμηνο του 2021 έναντι του 3,4% που δηλώνει πως θα προχωρήσει σε μειώσεις προσωπικού και του 84,1% που δήλωσε πως θα το κρατήσει σταθερό.
  • Το 63,1% των επιχειρήσεων θεωρεί πως η οικονομική κρίση που έχει προκαλέσει η πανδημία θα διαρκέσει για τουλάχιστον 2 χρόνια με τους επιχειρηματίες της εστίασης να καταγράφουν το μεγαλύτερο ποσοστό απαισιοδοξίας (72%)
  • Υποχρεώσεις/οφειλές
  • Ως προς τις εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για το επόμενο διάστημα η κατάσταση προδιαγράφεται ιδιαίτερα δυσοίωνη. Τα ποσοστά των επιχειρήσεων που εκτιμούν πως δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις το επόμενο διάστημα παρουσιάζουν σημαντική αύξηση σε όλες τις κατηγορίες υποχρεώσεων σε σύγκριση με την αντίστοιχη εξαμηνιαία έρευνα του Ιουλίου του 2020.
  • Περίπου 1 στις 3 επιχειρήσεις δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί:
    • στις ασφαλιστικές της υποχρεώσεις (31,3% προς τον πρώην ΟΑΕΕ και 24,2% προς το ΙΚΑ)
    • στις φορολογικές της υποχρεώσεις (30,1%)
    • στις υποχρεώσεις ενοικίου (35,2%)
  • Περίπου 1 στις 4 επιχειρήσεις δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί:
    • στις υποχρεώσεις προς προμηθευτές (26,6%)
    • στις υποχρεώσεις για λογαριασμούς ενέργειας (26,3%) και λοιπούς λογαριασμούς (25,1%)
  • Σχεδόν 1 στις 2 (44,6%) από τις επιχειρήσεις που έχουν τραπεζικό δάνειο δήλωσε πως δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του το επόμενο διάστημα.

Μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας των επιχειρήσεων

  • Οι επιστρεπτέες προκαταβολές θεωρούνται από το μεγαλύτερο μέρος των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων ως το σημαντικότερο μέτρο για την ενίσχυση τους.
  • Σχεδόν 4 στις 10 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις ( 37,8%) θεωρούν πως οι επιστρεπτέες προκαταβολές είναι το σημαντικότερο μέτρο στήριξής και ακολουθούν η μείωση/απαλλαγή ενοικίου (14,6%) η αναστολή φορολογικών/ασφαλιστικών υποχρεώσεων (13,6%), η αναστολή συμβάσεων εργασίας (8%) η τραπεζική δανειοδότηση με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου (8%), η αναστολή πληρωμής επιταγών για 75 ημέρες (2,2%) ενώ τελευταία κατατάσσονται τα προγράμματα δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας του ΟΑΕΔ (1,2%), το πρόγραμμα δημιουργίας 100.000 θέσεων εργασίας (0,9%) και το πρόγραμμα ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ (0,3%)
  • Περισσότερες από 6 στις 10 επιχειρήσεις (63,7%) έκαναν χρήση των επιστρεπτέων προκαταβολών το προηγούμενο εξάμηνο και ακολουθούν οι ρυθμίσεις για την μείωση ενοικίου (38,8%), η αναστολή των φορολογικών υποχρεώσεων (22,5%) και η αναστολή πληρωμής επιταγών (9,5%)
  • Από το 63,7% των επιχειρήσεων που χρηματοδοτήθηκαν μέσω των επιστρεπτέων προκαταβολών:
    • Το 54,1% έλαβε χρηματοδότηση ύψους έως 5.000€,
    • Το 59% δήλωσε πως η ενίσχυση που έλαβε δεν ήταν αρκετή για να καλύψει ένα σημαντικό μέρος των αναγκών τους.