Θετικά υποδέχθηκαν οι αγορές τη δημόσια τοποθέτηση της προέδρου της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ για τα ελληνικά ομόλογα, κάτι που αποτυπώθηκε και στην απόδοση του ελληνικού 10ετούς, η οποία υποχώρησε για πρώτη φορά ύστερα από αρκετές ημέρες κάτω από το όριο του 1,2%.

Θετική ήταν η υποδοχή τόσο από την ελληνική κυβέρνηση όσο και από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους. Η επίπτωση των δηλώσεων Λαγκάρντ ουσιαστικά «ποσοτικοποιείται». Η δυνατότητα αγοράς ελληνικών ομολόγων και μετά τον Μάρτιο του 2022 μέσα από τη διαδικασία των επαναγορών σημαίνει ότι υπάρχει δυνατότητα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αγοράσει ελληνικά χαρτιά συνολικής αξίας έως και 19 δισ. ευρώ τα επόμενα 2-3 χρόνια. Σε αυτό το ποσό προστίθενται και τα περίπου 30 δισ. ευρώ που εκτιμάται ότι θα είναι τα διαθέσιμα της χώρας στο τέλος του χρόνου. Δηλαδή, το 2022 θα ξεκινήσει με την Ελλάδα να διαθέτει ένα «μαξιλάρι» για το χρέος (άθροισμα ταμειακών διαθεσίμων και δεδομένης αγοραστικής δύναμης από τον «εγγυητή» που είναι η ΕΚΤ) συνολικού ύψους κοντά στα 50 δισ. ευρώ, ποσό αρκετό για να καλύψει τις δανειακές ανάγκες της χώρας τουλάχιστον μέχρι το 2024.

Αυτό αυτομάτως σημαίνει ότι η χώρα αποκτά τον «αέρα» που χρειάζεται για να κάνει όλες τις απαιτούμενες κινήσεις που θα εξασφαλίσουν (ιδανικά μέχρι το τέλος του 2022) την επενδυτική βαθμίδα. Αυτός είναι και ένας από τους βασικούς στόχους για το επόμενο 18μηνο, καθώς η επενδυτική βαθμίδα αφενός θα εξασφαλίσει την ένταξη της χώρας στο λεγόμενο APP (το σταθερό πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ, στο οποίο η Ελλάδα δεν μπορεί να υπαχθεί τώρα επειδή δεν έχει την απαιτούμενη πιστοληπτική ικανότητα) και αφετέρου θα μπορέσει να μειώσει τα ταμειακά διαθέσιμα, προβαίνοντας σε πρόωρες αποπληρωμές χρέους.

Μετά τη δήλωση της Κριστίν Λαγκάρντ -η οποία ανεξάρτητα από το τεχνικό σκέλος έχει εκληφθεί ως διάθεση παροχής της απαιτούμενης στήριξης από την πλευρά της ΕΚΤ- ανοίγει ο δρόμος για τον ΟΔΔΗΧ να προχωρήσει άμεσα σε νέες κινήσεις διευθέτησης του χρέους, αλλά και στην κατάθεση του ετήσιου προγράμματος δανεισμού για το 2022. Το γεγονός ότι η πρόβλεψη για το ύψος των ταμειακών διαθεσίμων στο τέλος του έτους φέρνει το ποσό στα 30 δισ. ευρώ (όταν και πριν από λίγες ημέρες ήταν στα 38-39 δισ. ευρώ) «δείχνει» κινήσεις στην κατεύθυνση της πρόωρης αποπληρωμής χρέους, ακόμη και άμεσα. Ήδη με το πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων (το λεγόμενο bond swap) θα καταβληθεί 1,1 δισ. ευρώ για εξαγορά ομολόγων του PSI αντίστοιχης αξίας.

Επίσης, τα ταμειακά διαθέσιμα θα μειωθούν καθώς δρομολογείται μερική αντικατάσταση εντόκου γραμματίου που λήγει. Ουσιαστικά θα γίνει έμμεση πρόωρη αποπληρωμή χρέους περίπου 400 εκατ. ευρώ μέσα από τη μη αντικατάσταση του εντόκου γραμματίου. Πέραν αυτών των δύο δρομολογημένων κινήσεων, είναι πιθανό να υπάρξει κι άλλη ενέργεια η οποία θα εκληφθεί ως «θετικό πιστωτικό γεγονός» πριν από το τέλος του χρόνου. Το ετήσιο πρόγραμμα δανεισμού θα ανακοινωθεί την επόμενη Παρασκευή.

Θα προβλέπει την έκδοση ομολόγων συνολικού ύψους 10 δισ. ευρώ, ενώ ο στόχος θα είναι η έκδοση να γίνει εμπροσθοβαρώς στους πρώτους μήνες του 2022, αρχής γενομένης ακόμη και από τον Ιανουάριο, εφόσον οι συνθήκες στην αγορά το επιτρέψουν. Η βασική ανησυχία βέβαια έχει να κάνει με το κατά πόσο θα επηρεαστεί η αγορά από τη δίδυμη κρίση: την υγειονομική και την ενεργειακή, η οποία είναι πλέον δεδομένο ότι θα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2022. Στον ΟΔΔΗΧ έχουν προεξοφλήσει ότι το 2022 οι εκδόσεις θα είναι λίγο πιο «τσουχτερές» σε σχέση με τα ιστορικά χαμηλά επίπεδα δανεισμού του 2021.

Ωστόσο, ακόμη και στο δυσμενέστερο σενάριο που έχει γίνει για το 2022, η επιβάρυνση από το όποιο επιτόκιο των νέων εκδόσεων του 2022 δεν θα είναι σημαντική, πόσο μάλλον όταν έχουν δρομολογηθεί κινήσεις που θα ρίξουν την ετήσια δαπάνη για τους τόκους αισθητά κάτω και από τα 5 δισ. ευρώ. Η ικανοποίηση της κυβέρνησης για την απόφαση της ΕΚΤ αποτυπώθηκε στη χθεσινή δήλωση του υπουργού Οικονομικών: «Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έλαβε μια πολύ σημαντική απόφαση για την Ελλάδα, στέλνοντας ισχυρό μήνυμα εμπιστοσύνης και σήμα αναγνώρισης της προόδου που έχει σημειώσει η πατρίδα μας. Η απόφαση αυτή και οι δηλώσεις της επικεφαλής της ΕΚΤ έρχονται να προστεθούν στην αλυσίδα πρόσφατων αναφορών και εκθέσεων από εταίρους, θεσμούς και οίκους αξιολόγησης, που πιστοποιούν ότι η χώρα κινείται στη σωστή κατεύθυνση και ότι η ασκούμενη οικονομική πολιτική και οι θυσίες των πολιτών αποδίδουν καρπούς. Όμως, ως κυβέρνηση και οικονομικό επιτελείο, δεν εφησυχάζουμε.

Συνεχίζουμε να υλοποιούμε μεταρρυθμίσεις, να εφαρμόζουμε μια συνετή δημοσιονομική πολιτική και να ακολουθούμε μια διορατική εκδοτική στρατηγική. Συνεχίζουμε, με σχέδιο, σοβαρότητα, αποφασιστικότητα και αυτοπεποίθηση, τη σκληρή δουλειά, ώστε η Ελλάδα να ισχυροποιηθεί περαιτέρω και να αποκτήσει, το ταχύτερο δυνατόν, επενδυτική βαθμίδα».

Πηγή: Εφημερίδα «Ναυτεμπορική»