Τους δείκτες που αφορούν στην οικονομική ανισότητα, τον κίνδυνο φτώχειας και τη στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών, όπως προκύπτουν από την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (SILC), έτους 2021, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το έτος 2020, ανακοίνωσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ).

Σύμφωνα με τα στοιχεία, ο δείκτης S80/S20 το 2021, με περίοδο αναφοράς εισοδήματος το 2020, αυξήθηκε κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες (σε σχέση με την προηγούμενη αντίστοιχη χρονική περίοδο 2019) και ανέρχεται σε 5,8, δηλαδή, το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,8 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20% του πληθυσμού.

Η οικονομική ανισότητα μεταξύ των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω αυξήθηκε κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες και διαμορφώνεται στο 4,2 έναντι 4,0 το προηγούμενο έτος. Αντίστοιχα, η οικονομική ανισότητα μεταξύ των ατόμων κάτω των 65 ετών αυξήθηκε κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες και διαμορφώνεται στο 6,4 έναντι 5,7 το προηγούμενο έτος.

Δείκτης άνισης κατανομής εισοδήματος (συντελεστής GINI)
Ο συντελεστής Gini εκτιμήθηκε το 2021 σε 32,4%, σημειώνοντας αύξηση κατά 1,0 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το 2020.

Το παραπάνω ποσοστό ερμηνεύεται ως εξής: αν επιλέξουμε 2 τυχαία άτομα του πληθυσμού, αναμένουμε ότι το εισόδημά τους θα διαφέρει κατά 32,4% του μέσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος.

Από το 1994, έτος κατά το οποίο άρχισε η συγκεκριμένη έρευνα, η συνολική ανισότητα μειώθηκε κατά 5,0 ποσοστιαίες μονάδες (37,4% το 1994).

Υλική και κοινωνική στέρηση
Το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον 7 από έναν κατάλογο 13 αγαθών και υπηρεσιών (δηλαδή ο δείκτης που υπολογίζει το “ποσοστό του πληθυσμού με σοβαρές υλικές και κοινωνικές στερήσεις- Ευρώπη 2030”) ανέρχεται σε 13,9%, ενώ το ποσοστό του πληθυσμού που στερείται τουλάχιστον 4 από έναν κατάλογο 9 αγαθών και υπηρεσιών (δηλαδή ο δείκτης που υπολογίζει το “ποσοστό του πληθυσμού με σοβαρές υλικές στερήσεις-Ευρώπη 2020”) ανέρχεται σε 14,8% (περισσότερες πληροφορίες για τη μέθοδο υπολογισμού των δεικτών παρατίθενται στις επεξηγηματικές σημειώσεις).

Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει σημαντική μείωση της υλικής και κοινωνικής στέρησης για τα παιδιά ηλικίας 0-17 ετών η οποία ανέρχεται σε 6,5 ποσοστιαίες μονάδες το 2021 (13,4%) σε σχέση με το 2020 (19,9%). Η μείωση αυτή είναι η μεγαλύτερη συγκριτικά με τις υπόλοιπες ομάδες ηλικιών.

Όσον αφορά στην ηλικιακή ομάδα των ατόμων 65 ετών και άνω, παρατηρείται μείωση της υλικής και κοινωνικής στέρησης κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες το 2021 (10,3%) σε σχέση με το 2020 (10,6%) που είναι η μικρότερη συγκριτικά με τις υπόλοιπες ομάδες ηλικιών.

Στις ηλικίες 18 έως 64 ετών το ποσοστό των ατόμων που στερούνται βασικών αγαθών και υπηρεσιών το 2021 ανέρχεται σε 14,6%, μειωμένο κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2020.

Υλική στέρηση αναφορικά με τις βασικές ανάγκες και τις συνθήκες στέγασης
Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 28,5% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 25,1% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 42,7% για τον φτωχό πληθυσμό.
Το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου το 2021 είναι μεγαλύτερο στην περίπτωση της ηλικιακής ομάδας έως και 17 ετών και ανέρχεται σε 42,6% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 37,5% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 59,0% για τον φτωχό πληθυσμό.
Το 33,8% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται σε 6,1%.
Το 81,7% των φτωχών νοικοκυριών και το 37,6% των μη φτωχών δηλώνει οικονομική δυσκολία να καλύψει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους, περίπου, 410 ευρώ.
Το 79,8% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει αδυναμία πληρωμής μίας εβδομάδας διακοπών. Το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών ανέρχεται σε 41,0%.
Το 36,7% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των μη φτωχών νοικοκυριών ανέρχεται σε 12,8%.
Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν επιβάρυνση από το κόστος στέγασης ανέρχεται σε 28,8%, ενώ το ποσοστό για τα φτωχά και για τα μη φτωχά νοικοκυριά είναι 76,7% και 17,1%, αντίστοιχα.
Το 36,2% των νοικοκυριών που έχουν λάβει καταναλωτικό δάνειο για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων.
Το 49,5% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών, όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου, κ.λπ.
Το 80,8% των φτωχών νοικοκυριών αναφέρει μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση των συνήθων αναγκών του με το συνολικό μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά του
Οικονομική δυνατότητα σχετικά με τις κοινωνικές δραστηριότητες πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω
Ως προς την υλική στέρηση που σχετίζεται με την οικονομική δυνατότητα κάλυψης βασικών αναγκών σχετικών με κοινωνικές δραστηριότητες - για άτομα ηλικίας 16 ετών και άνω - προέκυψαν τα ακόλουθα ευρήματα:

Tο 28,5% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να συμμετέχει τακτικά σε δραστηριότητες αναψυχής, όπως αθλητισμό, σινεμά κ.λπ. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το φτωχό και το μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 51,0% και 23,3%.
Tο 36,1% του πληθυσμού δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να ξοδεύει χρήματα για τον εαυτό του ή για κάποιο χόμπι χωρίς να συμβουλευτεί κάποιο άλλο μέλος του νοικοκυριού. Το ποσοστό εκτιμάται στο 62,8% για το φτωχό πληθυσμό και στο 29,9% για το μη φτωχό πληθυσμό.
Υγεία πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω
Το 6,4% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι έχει πολύ κακή ή κακή υγεία, το 15,3% μέτρια, ενώ το 78,3% πολύ καλή ή καλή υγεία.
Το 24,3% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω έχει χρόνιο πρόβλημα υγείας.
Το 9,4% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω για διάστημα έξι μηνών ή περισσότερο είχε περιορίσει, λόγω δικού του προβλήματος υγείας, κάποιες, συνήθεις για τον γενικό πληθυσμό δραστηριότητες ή είχε δυσκολευτεί σε αυτές πάρα πολύ, ενώ το 13,9% είχε, αλλά όχι πάρα πολύ.
To 24,0% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά την διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε ιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα ποσοστά για το φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 36,2% και 21,8%, αντίστοιχα.
Το 9,4% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που δεν υποβλήθηκε σε ιατρική εξέταση ή θεραπεία όταν πραγματικά την χρειάστηκε λόγω της πανδημίας του COVID-19. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 11,0% και 9.0%.
To 28,3% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά την διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε οδοντιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα αντίστοιχα ποσοστά για το φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 42,1% και 25,9%. Το 5,6% του αντίστοιχου πληθυσμού δεν υποβλήθηκε στην εξέταση λόγω COVID-19.
Το 74,9% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι επηρεάστηκε αρνητικά η ψυχική του υγεία/ευεξία κατά τη διάρκεια των τελευταίων δώδεκα μηνών από την πανδημία COVID-19, ενώ το 0,6% δήλωσε ότι επηρεάστηκε θετικά και το 24,5% ότι δεν επηρεάστηκε καθόλου.
Κίνδυνος φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό
Ο πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται στο 28,3% του πληθυσμού της Χώρας (2.971.200 άτομα), παρουσιάζοντας αύξηση σε σχέση με το 2020 κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες.

Η αύξηση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό οφείλεται στην αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού σε χαμηλή ένταση εργασίας (από 11,8% το 2020 σε 13,6% το 2021) και του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας από 17,7% το έτος 2020 σε 19,6% το έτος 2021.

Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού είναι υψηλότερος στην περίπτωση των παιδιών ηλικίας 17 ετών και κάτω (32,0%).

Το ποσοστό πληθυσμού ηλικίας 18-64 ετών που διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας υπολογίζεται σε 13,6% επί του συνόλου του πληθυσμού αυτής της ομάδας ηλικιών, εμφανίζοντας αύξηση κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2020. Το ποσοστό για τους άνδρες ανέρχεται σε 12,5% και για τις γυναίκες σε 14,6%.

Χαρακτηριστικά πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας το 2021 είναι ελαφρώς υψηλότερο για τις γυναίκες (19,8%) σε σχέση με τους άνδρες (19,4%).
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους άνδρες και για τις γυναίκες αυξήθηκε κατά 1,9 και 2,0 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα το 2021 σε σχέση με το 2020. Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών εκτιμάται σε 15,6% για τις γυναίκες και σε 11,0% για τους άνδρες.
Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 75 ετών εκτιμάται σε 14,0% ενώ για άτομα ηλικίας κάτω των 75 ετών σε 20,2%.
Ο κίνδυνος φτώχειας για τις γυναίκες άνω των 75 ετών εκτιμάται σε 17,4%, ενώ για τους άνδρες της αντίστοιχης ομάδας ηλικιών εκτιμάται σε 9,5%.
Ο κίνδυνος φτώχειας των νοικοκυριών με έναν ενήλικα και τουλάχιστον ένα εξαρτώμενο παιδί ανέρχεται σε 30,1%, ενώ των νοικοκυριών με τρεις ή περισσότερους ενήλικες με εξαρτώμενα παιδιά ανέρχεται σε 31,5% και των νοικοκυριών με δύο ενήλικες και 2 εξαρτώμενα παιδιά σε 18,1%.
Οι εργαζόμενοι 18 ετών και άνω αντιμετωπίζουν χαμηλότερο κίνδυνο φτώχειας σε σύγκριση με τους ανέργους και τους οικονομικά μη ενεργούς (νοικοκυρές κ.λπ.). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους εργαζομένους 18 ετών και άνω ανέρχεται σε 11,3%, σημειώνοντας αύξηση κατά 1,2 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2020. Αύξηση κατά 1,6 ποσοστιαίες μονάδες παρουσίασε το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τις εργαζόμενες γυναίκες ετών και άνω, ενώ αυξήθηκε κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες το αντίστοιχο ποσοστό για τους εργαζόμενους άνδρες, με τα αντίστοιχα ποσοστά να διαμορφώνονται σε 8,8% και 13,0%.
Για τους ανέργους, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο κίνδυνος φτώχειας είναι σημαντικά μεγαλύτερος και ανέρχεται σε 45,4%, παρουσιάζοντας σημαντική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών (54,3% και 38,6% αντίστοιχα). Ο κίνδυνος φτώχειας για όσους είναι οικονομικά μη ενεργοί (μη συμπεριλαμβανομένων των συνταξιούχων) αυξήθηκε κατά 2,2 ποσοστιαίες μονάδες και ανήλθε σε 27,3 %.