Σχεδόν 4 στους 10 εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα αμείβονται με μισθούς χαμηλότερους των 700 ευρώ με το 55% των εργαζομένων να βρίσκεται σε καθεστώς μερικής απασχόλησης και ο δείκτης φτώχειας στο 35%, μειωμένος ελαφρά κατά μία ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό του 2014. Στο 27,5% η πραγματική ανεργία. 

Του Αντώνη Βασιλόπουλου

Τα ζοφερά στοιχεία για την οικονομία που δεν εμφανίζουν καμία αισιοδοξία για την βελτίωση της κατάστασης στα επόμενα χρόνια περιγράφονται στην ετήσια έκθεση για την οικονομία και την απασχόληση στην Ελλάδα, που παρουσίασε σήμερα Πέμπτη σε ειδική εκδήλωση το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ.

Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά σε ότι αφορά στους μισθούς το 2017 εμφανίζει σταθεροποίηση στα χαμηλά επίπεδα τα οποία έχουν διαμορφωθεί. Στον ιδιωτικό τομέα έχει αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό των χαμηλόμισθων εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω των 700 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 37,4% το 2017 (από 13,1% το 2009), ενώ μειώνεται κατά 4 περίπου ποσοστιαίες μονάδες το ποσοστό για αποδοχές μεταξύ 700-899 ευρώ (23,5% το 2017 από 27,3% το 2009). Παράλληλα, έχει μειωθεί δραστικά, κατά το ήμισυ περίπου, το ποσοστό των εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές μεταξύ 900-1.300 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 16,8% το 2017 (από 35,7% το 2009).

Στον ευρύτερο δημόσιο τομέα έχει αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό των εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω των 1.000 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 29,8% το 2017 (από 18,9% το 2009), και έχει αυξηθεί λίγο το ποσοστό για αποδοχές 1.000-1.100 ευρώ (16,2% το 2017 από 13% το 2009). Αντίθετα, έχει μειωθεί σημαντικά το ποσοστό των εργαζομένων που δηλώνει καθαρές μηνιαίες αποδοχές 1.100-1.599 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 34,3% το 2107 (από 46,5% το 2009), όπως και το ποσοστό των εργαζομένων με αποδοχές άνω των 1.600 ευρώ (4,7% το 2017 από 10,9% το 2009). Όσον αφορά τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ), το 2017 οι εθνικές ή τοπικές κλαδικές ΣΣΕ εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά ολιγάριθμες, ενώ για όγδοη χρονιά οι επιχειρησιακές ΣΣΕ υπερτερούν συντριπτικά.

Με βάση τα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας το 2017 υπογράφτηκαν μόνο 15 κλαδικές/ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις, δηλαδή στα ίδια περίπου επίπεδα με τα προ- ηγούμενα έτη. Αντίθετα, ο αριθμός των επιχειρησιακών ΣΣΕ ανέρχεται σε 244, αντιπροσωπεύοντας το 92% του συνόλου των ΣΣΕ. Την ίδια στιγμή οι προσλήψεις με πλήρη απασχόληση υποχωρούν σταθερά, αφού μειώνεται η ποσοστιαία αναλογία τους από 79% το 2009 σε 45% το 2017, ενώ η ποσοστιαία αναλογία των νέων προσλήψεων με ευέλικτες μορφές απασχόλησης υπερδιπλασιάζεται. Ενώ το 2009 οι προσλήψεις με ευέλικτες μορφές εργασίας αντιστοιχούσαν στο 21% του συνόλου των προσλήψεων, το 2017 αντιστοιχούν στο 54,9%.

Η περίοδος 2009-2016 συνοδεύτηκε από ιδιαίτερα αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις, όπως εκφράζονται από τους σχετικούς δείκτες φτώχειας και ανισότητας. Η εξέλιξη των εν λόγω δεικτών εμφανίζεται να ακολουθεί την υφεσιακή δυναμική που προέκυψε στην ελληνική οικονομία κατά την περίοδο εφαρμογής των πολιτικών λιτότητας, καθώς οι αρνητικές τους επιδόσεις προσεγγίζουν το μέγιστο επίπεδο κατά την περίοδο 2013-2014, για να σταθεροποιηθούν τα επόμενα χρόνια.

Ενδεικτικά, ο δείκτης φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού αυξάνεται από 27,6% το 2009 σε 36% το 2014 για να μειωθεί ελαφρώς στο 35,6% το 2016 (διαθέσιμο εισόδημα 2015).

Καθοριστικός παράγοντας για τη συγκράτηση του ποσοστού φτώχειας στην Ελλάδα συνιστούν οι μεταβιβαστικές πληρωμές, και ειδικά εκείνη των συντάξεων, καθώς κατά την κρίση διευρύνεται σταθερά η σημασία που έχουν για την αντιμετώπιση της φτώχειας. Από την άλλη πλευρά, ανησυχητικό κρίνεται το γεγονός ότι οι κοινωνικές ομάδες που επαγγελματικά βρίσκονται στο περιθώριο, όπως οι άνεργοι και ο μη ενεργός πληθυσμός, εμφανίζουν ισχυρή αύξηση του ποσοστού φτώχειας την περίοδο 2015-2016. Επίσης, δυσχερέστερη γίνεται η θέση των μη μισθωτών εργαζόμενων (αυτοαπασχολούμενοι) σε αντίθεση με τους μισθωτούς, όπου το ποσοστό φτώχειας παρουσιάζει μικρή υποχώρηση.

Μη διατηρήσιμο καθεστώς ανάπτυξης

Η έκθεση εκτιμά ότι η χώρα εξακολουθεί να βρίσκεται σε καθεστώς μη διατηρήσιμης δημοσιονομικής προσαρμογής, δεδομένης της αβέβαιης δυναμικής της μεγέθυνσης και της πτώσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.

Η πρόοδος που έχει συντελεστεί όσον αφορά την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της Γενικής Κυβέρνησης είναι ανεπαρκής σε σχέση με το μέγεθος της κρίσης ρευστότητας του ιδιωτικού τομέα, γεγονός που φαίνεται από την εξέλιξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο.

Στο πλαίσιο αυτό, οι δημοσιονομικές δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η χώρα για την περίοδο 2018-2022, σε συνδυασμό με την εκκρεμότητα για το μελλοντικό χρηματοδοτικό σχήμα της ελληνικής οικονομίας (ειδικά εάν αυτό συνοδευτεί με πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα) είναι πολύ πιθανό να συντηρήσουν το κλίμα αβεβαιότητας όσον αφορά τη μεσομακροπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική της χώρας, τη βιωσιμότητα των πρωτογενών πλεονασμάτων, καθώς και τη φερεγγυότητα και την πιστοληπτική αξιοπιστία του Δημοσίου.

Στο 27,5% το ποσοστό της πραγματικής ανεργίας

Με βάση τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι άνεργοι κατά το γ΄ τρίμηνο του 2017 ανήλθαν σε 970 χιλιάδες άτομα (20,2% του εργατικού δυναμικού), έναντι 1.092.589 ανέργων (22,6% του εργατικού δυναμικού) το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν μια τάση αποκλιμάκωσης της ανεργίας, αναφέρει η έκθεση.

Χρησιμοποιώντας εναλλακτικούς δείκτες για την ανεργία, οι οποίοι λαμβάνουν υπόψη τους την ύπαρξη της υποαπασχόλησης, των αποθαρρημένων ανέργων και του εν δυνάμει πρόσθετου εργατικού δυναμικού, το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται υψηλότερο κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες (27,5%) από το επίσημο ποσοστό ανεργίας. Το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται σημαντικά υψηλότερο στις γυναίκες και στους νέους -ακόμα και σ’ αυτούς με υψηλή ειδίκευση, καθώς και στις Περιφέρειες της Βόρειας και της Δυτικής Ελλάδας, ενώ οι μακροχρόνια άνεργοι ξεπερνούν το 70% του συνόλου των ανέργων.

Δείτε ΕΔΩ την ετήσια έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ