Προβλέψεις για μέση αύξηση ύψους 2% σε μισθούς για το 2018, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας αποδοχών και παροχών για το 2017 της KPMG.

H ετήσια αυτή έρευνα διεξάγεται από την KPMG σε συνεργασία με ελληνικές και πολυεθνικές επιχειρήσεις από όλους τους κλάδους της ελληνικής αγοράς. Γενικοί διευθυντές, οικονομικοί διευθυντές, ανθρώπινου δυναμικού και άλλα στελέχη που εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα με τη διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού, αξιοποιούν την έρευνα για τη διαμόρφωση πολιτικής αποδοχών και παροχών για τους εργαζομένους τους, για την αντικειμενική αξιολόγηση του υφιστάμενου συστήματος αποδοχών και παροχών, καθώς και για τον καθορισμό των ετήσιων αυξήσεων.

Παρουσία 200 και πλέον συμμετεχόντων, τον εναρκτήριο λόγο είχε η κ. Βερώνη Παπατζήμου, γενική διευθύντρια του τμήματος Υπηρεσιών Ανθρώπινου Δυναμικού της KPMG, η οποία καλωσόρισε τους προσκεκλημένους στην παρουσίαση της έρευνας και επισήμανε πως διανύει πια την τρίτη δεκαετία διεξαγωγής της.

Την σκυτάλη πήρε η κ. Τόνια Παρίση, διευθύντρια του τμήματος Υπηρεσιών Ανθρώπινου Δυναμικού της KPMG και υπεύθυνη για τη διεξαγωγή της συγκεκριμένης έρευνας, η οποία παρουσίασε αναλυτικά τα αποτελέσματα.

Μεταξύ άλλων, τα σημαντικότερα στοιχεία της ετήσιας έρευνας αποδοχών και παροχών για το 2017 της KPMG έδειξαν τα εξής:

  • 10% υψηλότερος σε σχέση με πέρυσι ο μέσος ρυθμός οικειοθελών αποχωρήσεων (turnover), ο οποίος διαμορφώθηκε στο 5.5% για το σύνολο της ελληνικής αγοράς. Υψηλότερα ποσοστά εμφανίζονται στον κλάδο υψηλής τεχνολογίας (7.3%) και στο λιανεμπόριο (6.7%).
  • 18% των εταιρειών προχώρησε σε μείωση θέσεων την προηγούμενη χρονιά. Η μείωση αυτή επηρέασε, κυρίως, εργαζόμενους 36-45 ετών.
  • 50% των εταιρειών που προχώρησε σε μειώσεις θέσεων την προηγούμενη χρονιά, προσέφερε υπηρεσίες επαγγελματικής αποκατάστασης στους εργαζόμενους που αποχώρησαν. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται σταδιακά τα τελευταία τρία χρόνια.
  • 23% των εταιρειών έδωσε αυξήσεις το 2017 σε όλους τους εργαζόμενους και 52% μόνο σε ένα μέρος των εργαζομένων. Η μέση αύξηση το 2017 κινήθηκε στο 1.4% και οι προβλέψεις για το 2018 προσδιορίζουν τη μέση αύξηση στο 2%.
  • Υψηλότερες εμφανίζονται οι μέσες ετήσιες αποδοχές που παρέχονται από τις πολυεθνικές εταιρείες σε όλα τα επίπεδα εργαζομένων σε σχέση με τις ελληνικές. Η διαφορά οφείλεται, κυρίως, στις υψηλότερες μεταβλητές αποδοχές που φαίνεται να παρέχουν οι πολυεθνικές εταιρείες έναντι των ελληνικών.

Παράλληλα, η Αλεξάνδρα Φασιά, ανώτερη επιβλέπουσα σύμβουλος του τμήματος υπηρεσιών ανθρώπινου δυναμικού της KPMG, παρουσιάζει, μεταξύ άλλων, τα εξής στοιχεία:

  • 62% των εταιρειών παρέχει ιδιωτικό πρόγραμμα συνταξιοδότησης σε τουλάχιστον μία κατηγορία εργαζομένων. Το ποσοστό αυτό είναι 15% υψηλότερο σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά.
  • 22% των εταιρειών καλύπτει μέρος ή τα σύνολο της προσωπικής φορολόγησης των στελεχών, η οποία προέρχεται, κυρίως, από την παροχή εταιρικού αυτοκινήτου.

Η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με την κ. Πένη Βυθούλκα, δικηγόρο, συνεργάτη της ανεξάρτητης Δικηγορικής Εταιρείας «Κ. Παπακωστόπουλος και Συνεργάτες (CPA Law)», μέλος του διεθνούς νομικού και φορολογικού δικτύου της KPMG, η οποία από το βήμα της εκδήλωσης μίλησε για τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (GDPR). Τόνισε ότι ο νέος Κανονισμός, λόγω της αυστηρότητας των διαδικασιών και των προστίμων που εισάγει, έχει αφυπνίσει τους οργανισμούς κάθε κλάδου της ελληνικής αγοράς. Ανέφερε ακόμη ότι οι οργανισμοί θα πρέπει να διαμορφώσουν μια νέα κουλτούρα με γνώμονα την προστασία των δεδομένων και να καλύπτουν την υποχρέωση λογοδοσίας που εισάγει ο Κανονισμός. Επίσης, σημείωσε ότι στο πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων, ο νέος Κανονισμός θα ωθήσει στην εξεύρεση νέας ισορροπίας μεταξύ των εννόμων συμφερόντων των εργοδοτών και της εύλογης προσδοκίας ιδιωτικότητας των εργαζομένων. Έκλεισε την παρουσίασή της λέγοντας πως τα προσωπικά δεδομένα αποτελούν έννομα αγαθά της εποχής μας τα οποία χρίζουν αποτελεσματικής προστασίας. Παρ’ όλα αυτά, οι εταιρείες δεν θα σταματήσουν να λειτουργούν στις 25 Μαΐου 2018 λόγω του νέου Κανονισμού. Θα πρέπει απλά να ακολουθήσουν ένα πρόγραμμα προσαρμογής, εφαρμόζοντας τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές.