Τις προτάσεις της για την εισαγωγή πολιτικών που θα διευκολύνουν τις επενδύσεις και θα μειώσουν το σημαντικό χρηματοδοτικό κενό, ύψους 110 δισ. ευρώ, που υπολογίζεται να υπάρχει στην χώρα την επόμενη πενταετία, παρουσίασε η PwC Ελλάδας, στο πλαίσιο της μελέτης «Από την ύφεση στην ανάκαμψη – Πολιτικές διευκόλυνσης επενδύσεων».

Η PwC υπερτονίζει τον ρόλο των επενδύσεων στην μεγέθυνση μίας οικονομίας και την ανταγωνιστικότητά της. Σύμφωνα με τη μελέτη, η ανάκαμψη της χώρας σχετίζεται άμεσα με το επίπεδο επενδύσεων, οι οποίες μετά το 2009 κατέρρευσαν κατά 67% προκαλώντας τεχνολογική υστέρηση και την κατακρήμνιση της ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας. Οι μειωμένες εταιρικές επενδύσεις, οι δημοσιονομικές δυσκολίες οι οποίες περιόρισαν το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων σε συνδυασμό με την, πλέον αδύναμη, αγορά κατοικίας γεννούν ένα επενδυτικό κενό της τάξης των 10%-12% του ΑΕΠ ετησίως, και υπονομεύουν την μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Το χρηματοδοτικό κενό σε ορίζοντα πενταετίας υπολογίζεται σε 110 δισ. ευρώ.

Η Ελληνική οικονομία παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά μιας μη χρηματοδοτούμενης ανάκαμψης: συστηματική αρνητική καθαρή αποταμίευση, περιορισμένη δυνατότητα χρηματοδότησης από τις Ελληνικές τράπεζες και διόγκωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Οι επενδυτικές ανάγκες της χώρας, για να στηριχθεί πραγματική οικονομική μεγέθυνση 3%-4% ετησίως, εκτιμώνται σε περίπου €210 δισ. για την πενταετία 2018-2022. Οι προβλεπόμενες ροές χρηματοδότησης για την ίδια περίοδο περιορίζονται στα περίπου €100 δισ., δημιουργώντας ένα αθροιστικό χρηματοδοτικό κενό της τάξης των €110 δισ.

Οι ειδικοί της PwC σχολιάζουν πως η ελληνική οικονομία διαχρονικά δεν προσελκύει κεφάλαια από το εξωτερικό και βασίζεται κατά 90% σε εγχώριες πηγές χρηματοδότησης των επενδύσεων. Οι αστοχίες των χρηματοδοτικών μηχανισμών που διαθέτει η χώρα έχουν άμεση επίπτωση στην δυνατότητα κινητοποίησης των αναγκαίων κεφαλαίων. Η αρνητική αποταμίευση δεν επιτρέπει την πιστωτική επέκταση. «Οι Ελληνικές εταιρείες δυσκολεύονται να αποκτήσουν πρόσβαση σε ιδία κεφάλαια, τα οποία συνήθως αποτελούν προϋπόθεση για «μαλακή» χρηματοδότηση και δανεισμό. Η απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων εξελίσσεται με αργούς ρυθμούς. Τέλος, το κεντρικό έλλειμμα εμπιστοσύνης σε συνδυασμό με τον εγγενή κίνδυνο της κάθε επένδυσης και το συναλλακτικό κόστος, ξεπερνά γενικά την αναμενόμενη απόδοση της επένδυσης μετά από φόρους και εμποδίζει την εισροή κεφαλαίων για φυσικές επενδύσεις» αναφέρουν χαρακτηριστικά.

Η PwC Ελλάδας προτείνει ένα πλέγμα οκτώ πολιτικών που διευκολύνουν τις επενδύσεις οι οποίες περιλαμβάνουν κατ’ ελάχιστον:

1) Ενίσχυση της εμπιστοσύνης στην πολιτική διαδικασία και στους θεσμούς.

2) Σταθεροποίηση του φορολογικού συστήματος

3) Χάραξη και εφαρμογή σταθερής Βιομηχανικής, Τουριστικής και Ενεργειακής Πολιτικής

4) Αλλαγή της αρχιτεκτονικής του τραπεζικού συστήματος και ενεργή διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων

5) Υλοποίηση επενδύσεων σε μεγάλες υποδομές με ιδιωτική χρηματοδότηση

6) Αναβίωση της αγοράς κατοικίας με μείωση του αποθέματος των κατοικιών και διευκόλυνση των συναλλαγών

7) Κινητοποίηση θεσμικών ιδίων κεφαλαίων για τις ΜμΕ

8) Αύξηση της αποτελεσματικότητας «μαλακής» χρηματοδότησης.

Ο Κώστας Μητρόπουλος, Εντεταλμένος Σύμβουλος της PwC Ελλάδας, σημείωσε: «Η Ελληνική οικονομία κινδυνεύει να παγιδευτεί σε μία περίοδο χαμηλού οικονομικού βεληνεκούς αν δεν χρηματοδοτηθούν οι επενδυτικές της ανάγκες. Η σταθερή αύξηση της κατανάλωσης μέσα από επενδύσεις με υψηλούς πολλαπλασιαστές αποτελούν μονόδρομο για την αποκατάσταση και τη διατήρηση της ανάπτυξης. Η χώρα υποφέρει τόσο από αστοχίες στους μηχανισμούς χρηματοδότησης, όσο και από την ανυπαρξία ξεκάθαρων και μακρόπνοων πολιτικών που στηρίζουν τις επενδυτικές ροές».

Ο Μάριος Ψάλτης, Διευθύνων Σύμβουλος της PwC Ελλάδας δήλωσε σχετικά: «Η χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα μιας μη χρηματοδοτούμενης ανάκαμψης, εκτός αν κινητοποιηθούν κεφάλαια ύψους €110 δισ. μέσα στην ερχόμενη πενταετία. Ένα σταθερό πλαίσιο πολιτικών για την διευκόλυνση επενδύσεων αποτελεί προϋπόθεση για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης των επενδυτών. Για να αποτελέσουν κινητήριο δύναμη μιας υγιούς και διατηρήσιμης ανάπτυξης οι πολιτικές αυτές, απαιτείται σωστός σχεδιασμός και συνέπεια στην εφαρμογή τους».