Στις 54,4 μονάδες έκλεισε τον Ιανουάριο ο εποχικά προσαρμοσμένος Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών της IHS Markit για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα, τιμή ελαφρώς υψηλότερη από τις 53,9 μονάδες του Δεκεμβρίου.

Σύμφωνα με έρευνα της IHS Markit, η πρόσφατη τιμή υπέδειξε την ταχύτερη συνολική βελτίωση της υγείας του ελληνικού τομέα μεταποίησης που έχει καταγραφεί από τον Αύγουστο του 2019 και ένα ισχυρό ξεκίνημα για το 2020. Βασικός παράγοντας που οδήγησε στη γενική αύξηση ήταν η ισχυρή και ταχύτερη άνοδος της παραγωγής. Ο ρυθμός αύξησης επιταχύνθηκε από τον αντίστοιχο που παρατηρήθηκε τον Δεκέμβριο και, σύμφωνα με αναφορές, συνδέθηκε με την υψηλότερη ζήτηση και την απόκτηση νέων πελατών.

Ταυτόχρονα, οι εταιρείες του μεταποιητικού τομέα κατέγραψαν δριμύτερη αύξηση των νέων εργασιών που εξασφάλισαν στο ξεκίνημα του 2020. Η έντονη αύξηση ήταν αποτέλεσμα του μεγαλύτερου ενδιαφέροντος που έδειξαν οι πελάτες του εξωτερικού και της αύξησης των πελατών.

Επίσης, η ζήτηση από το εξωτερικό αυξήθηκε, καθώς οι νέες παραγγελίες εξαγωγών ενισχύθηκαν με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από τον περασμένο Απρίλιο. 

Ως εκ τούτου, οι εταιρείες αύξησαν τον αριθμό προσωπικού τους με έντονο ρυθμό τον Ιανουάριο. Ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης επιταχύνθηκε και ήταν ο δριμύτερος που έχει καταγραφεί στην ιστορία της έρευνας (από τον Μάιο του 1999), λόγω των αυξημένων απαιτήσεων παραγωγής και των επενδύσεων. Ταυτόχρονα, η πίεση στο εργατικό δυναμικό εξακολούθησε να μειώνεται, καθώς ο όγκος αδιεκπεραίωτων εργασιών υποχώρησε για δωδέκατο συνεχή μήνα. Παρόλα αυτά, η μείωση των εργασιών σε εκκρεμότητα ήταν, σε γενικές γραμμές, οριακή.

Οι πιέσεις από πλευράς κόστους εντάθηκαν, καθώς ο ρυθμός αύξησης των τιμών εισροών επιταχύνθηκε. Το υψηλότερο κόστος επιβάρυνσης συνδέθηκε γενικότερα με τις υψηλές τιμές των προμηθευτών και τους αυξημένους ναύλους μεταφορών. Ο ρυθμός αύξησης συμβάδιζε, σε γενικές γραμμές, με την τάση που επί μακρόν έχει καταγραφεί στην ιστορία της έρευνας. Από την άλλη πλευρά, οι τιμές εργοστασίου παρέμειναν, σε γενικές γραμμές, αμετάβλητες, καθώς οι εταιρείες προσπάθησαν να παραμείνουν ανταγωνιστικές παρά τη μεγαλύτερη πίεση στα περιθώρια κέρδους.

Παρόλ’ αυτά, η αγοραστική δραστηριότητα αυξήθηκε, καθώς οι εταιρείες ενέτειναν τις προσπάθειές τους να αυξήσουν τον όγκο αποθεμάτων πρώτων υλών και ημικατεργασμένων προϊόντων.

Η εντονότερη αύξηση των νέων παραγγελιών και η ελπίδα για μεγαλύτερες επενδύσεις οδήγησαν, εν μέρει, στις υψηλότερες προσδοκίες που έχουν καταγραφεί από την αρχή συλλογής δεδομένων τον Ιούλιο του 2012 σχετικά με την παραγωγή μέσα στο επόμενο έτος.