H διαδικτυακή «Έρευνα Ανίχνευσης Στάσεων σε Ζητήματα Εξωτερικής Πολιτικής», που διεξήγαγε το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, καταγράφει το τι πιστεύουν οι Έλληνες πολίτες για όσα διαδραματίζονται στη γεωγραφική «γειτονιά» τους. Το 82% των ερωτώμενων συμφωνούν με την ιδέα της από κοινού ανάπτυξης των χωρών των Βαλκανίων με στόχο τη συνολική ευημερία στην περιοχή.

Η πλειοψηφία φαίνεται να τάσσεται υπέρ της ευρύτερης και πιο στενής συνεργασίας μεταξύ των χωρών της περιοχής, με τη διπλωματία να θεωρείται η κατεξοχήν μέθοδος επίλυσης διαφορών.

Παράλληλα, η ένταξη ή η προοπτική ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση μοιάζει να διαφαίνεται ως εγγύηση για τη βελτίωση των διμερών σχέσεων της Ελλάδας με τις γειτονικές της χώρες.

Το συμπέρασμα αυτό, παρότι ισχύει για την πλειονότητα των χωρών αυτών, δηλαδή τόσο για τη Βουλγαρία (72%), που ήδη είναι μέλος της ΕΕ, όσο και για την Αλβανία (56%) και την ΠΓΔΜ (57%), δεν επαληθεύεται στην περίπτωση της Τουρκίας (64%). Όπως μάλιστα προκύπτει ξεκάθαρα από την έρευνα, η Τουρκία και η στάση της απέναντι στην Ελλάδα προκαλούν στους πολίτες συναισθήματα «απειλής», «ανασφάλειας», «απογοήτευσης» και «οργής».

Η Βουλγαρία είναι η μόνη από τις γειτονικές χώρες που θεωρείται «φιλική» προς την Ελλάδα (77%). Εντούτοις, τόσο η Αλβανία όσο και η ΠΓΔΜ, παρότι θεωρούνται «μη φιλικές» σε ποσοστά 56% και 58% αντίστοιχα, δεν γίνονται αντιληπτές ως πηγές πραγματικού κινδύνου για τη χώρα, αφού σε ποσοστό 63% η Αλβανία και σε ποσοστό 69% η ΠΓΔΜ δεν αξιολογούνται ως «απειλή» για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας.

Ειδικά σε ό,τι αφορά το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ, οι ερωτώμενοι αφενός φαίνεται να αντιμετωπίζουν με «κατανόηση» το ενδεχόμενο σύνθετης ονομασίας, αφετέρου κατατάσσουν σε επίπεδο προτεραιοτήτων εξωτερικής πολιτικής το θέμα της ονομασίας της γείτονος χώρας σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο (5%) από ό,τι τα ζητήματα των σχέσεων με την Τουρκία και τις εξελίξεις στο προσφυγικό.

Για τις κρίσιμες αποφάσεις για τη ζωή των πολιτών το 54% θεωρεί ότι αυτές λαμβάνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, από τα όργανα και τους ηγέτες της ΕΕ, ενώ το 31% εκτιμά ότι λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο.

Οι κρίσιμες αποφάσεις της ζωής μας θα πρέπει να λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο θεωρεί το 49% των πολιτών, το 25% σε ευρωπαϊκό επίπεδο και το 15% από τα όργανα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Το 49% θεωρεί ότι η διάκριση Αριστερά και Δεξιά δεν έχει νόημα, ενώ το 35% ότι έχει.

Σε ερώτηση για το αν χρειαζόμαστε νέα πολιτικά κόμματα το 34% δηλώνει ότι συμφωνεί απόλυτα και το 25% μάλλον συμφωνεί. Το 40% θεωρεί ότι λείπουν σήμερα από την πολιτικοί οι μεγάλοι ηγέτες.

Πιο συγκεκριμένα:

Η Βουλγαρία θεωρείται από τους ερωτώμενους η πλέον «φιλική» προς την Ελλάδα συνορεύουσα χώρα. Σημαντικό ρόλο στην αποτίμηση αυτή φαίνεται να διαδραματίζει η ένταξή της στην ΕΕ και η συμμετοχή της στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.

Η Τουρκία κρίνεται ως η λιγότερο «φιλική» προς την Ελλάδα χώρα, με τις απαντήσεις που τη θεωρούν «μη φιλική» να συγκεντρώνουν το υψηλό 84%, ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από τις αντίστοιχες απαντήσεις για την Αλβανία και την ΠΓΔΜ.

Η Τουρκία πάλι, εκτός από «μη φιλική» χώρα, γίνεται αντιληπτή και ως «απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας» σε ποσοστό 78%, κάτι που δεν συμβαίνει με την Αλβανία και την ΠΓΔΜ, οι οποίες, παρότι θεωρούνται κι αυτές «μη φιλικές» (αν και με σαφώς μικρότερα ποσοστά), δεν αξιολογούνται ως πραγματική «απειλή για την εδαφική ακεραιότητα».

Η Τουρκία είναι και η μόνη από τις τέσσερις χώρες ενδεχόμενη ένταξη της οποίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρείται, σε ποσοστό 64%, ότι δεν θα βελτίωνε τις σχέσεις της με την Ελλάδα.

Παρά τα παραπάνω ευρήματα, οι ερωτώμενοι φαίνεται να είναι συντριπτικά σύμφωνοι (82%) με την ιδέα της από κοινού ανάπτυξης των χωρών των Βαλκανίων με στόχο τη συνολική ευημερία στην περιοχή. Θα μπορούσαμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι η θεώρηση των τριών βαλκανικών γειτονικών χωρών ως «μη φιλικών» (πλην Βουλγαρίας) αντιμετωπίζεται ως μια συνθήκη που θα μπορούσε να αλλάξει προς το καλύτερο.

Σε συνάφεια με τη στάση υπέρ της ευρύτερης συνεργασίας των χωρών της Βαλκανικής βρίσκεται και η –με μεγάλη διαφορά (71%)– υπεροχή της διπλωματίας ως βασικού εργαλείου άσκησης εξωτερικής πολιτικής.

Παρότι και τα τρία ζητήματα για τα οποία ερωτήθηκαν οι συμμετέχοντες στην έρευνα, δηλαδή οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, η ονομασία της ΠΓΔΜ και οι προσφυγικές ροές, βρίσκονται «ψηλά» στην επικαιρότητα, «η διαχείριση της τουρκικής στάσης» (46%) από τη μία και «η διαχείριση των προσφυγικών ροών» (34%) από την άλλη, φαίνεται να μονοπωλούν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης ως τα «σημαντικότερα προβλήματα της εξωτερικής πολιτικής» σήμερα.

Σε ό,τι αφορά το «βασικό πρόβλημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής», η ένταση του τελευταίου χρονικού διαστήματος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μοιάζει να πυροδοτεί μια σειρά από συναισθήματα στους ερωτώμενους, με κυρίαρχα το «φόβο για θερμά επεισόδια» (67%) και την «οργή για τη στάση της Τουρκίας» (61%). Παράλληλα όμως, με ποσοστιαία ομοιόμορφη κατανομή, η κοινή γνώμη εμφανίζεται «απογοητευμένη για την αδυναμία της Ελλάδας να αντιμετωπίσει την ένταση» (61%) και «όχι σίγουρη για τη δύναμη της Ελλάδας να αντιμετωπίσει την ένταση» (64%).

Τέλος, σε ό,τι αφορά την ονομασία της ΠΓΔΜ, σημειώνεται αφενός ότι το ζήτημα δεν αξιολογείται, όπως είδαμε, ως μείζον «πρόβλημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής», και αφετέρου ότι η πλειονότητα των ερωτώμενων (45%) φαίνεται να «κατανοεί» το ενδεχόμενο μιας σύνθετης ονομασίας που θα περιλαμβάνει τον όρο «Μακεδονία». Την ίδια στιγμή, ένα 13% μοιάζει «αδιάφορο» ως προς το ενδεχόμενο αυτό, ενώ μια αθροιστικά αξιοσημείωτη μειοψηφία (37%), αισθάνεται «ντροπή ως Έλληνας/ίδα» (14%) και «οργή για όσους αποδέχονται» (23%) τη σύνθετη ονομασία με τη χρήση του όρου «Μακεδονία».

Πιο συγκεκριμένα:

  • Η Βουλγαρία θεωρείται από τους ερωτώμενους η πλέον «φιλική» προς την Ελλάδα συνορεύουσα χώρα. Σημαντικό ρόλο στην αποτίμηση αυτή φαίνεται να διαδραματίζει η ένταξή της στην ΕΕ και η συμμετοχή της στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι.

Η Τουρκία κρίνεται ως η λιγότερο «φιλική» προς την Ελλάδα χώρα, με τις απαντήσεις που τη θεωρούν «μη φιλική» να συγκεντρώνουν το υψηλό 84%, ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από τις αντίστοιχες απαντήσεις για την Αλβανία και την ΠΓΔΜ.

  • Η Τουρκία πάλι, εκτός από «μη φιλική» χώρα, γίνεται αντιληπτή και ως «απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας» σε ποσοστό 78%, κάτι που δεν συμβαίνει με την Αλβανία και την ΠΓΔΜ, οι οποίες, παρότι θεωρούνται κι αυτές «μη φιλικές» (αν και με σαφώς μικρότερα ποσοστά), δεν αξιολογούνται ως πραγματική «απειλή για την εδαφική ακεραιότητα».

  • Η Τουρκία είναι και η μόνη από τις τέσσερις χώρες ενδεχόμενη ένταξη της οποίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρείται, σε ποσοστό 64%, ότι δεν θα βελτίωνε τις σχέσεις της με την Ελλάδα.

  • Παρά τα παραπάνω ευρήματα, οι ερωτώμενοι φαίνεται να είναι συντριπτικά σύμφωνοι (82%) με την ιδέα της από κοινού ανάπτυξης των χωρών των Βαλκανίων με στόχο τη συνολική ευημερία στην περιοχή. Θα μπορούσαμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι η θεώρηση των τριών βαλκανικών γειτονικών χωρών ως «μη φιλικών» (πλην Βουλγαρίας) αντιμετωπίζεται ως μια συνθήκη που θα μπορούσε να αλλάξει προς το καλύτερο.

  • Σε συνάφεια με τη στάση υπέρ της ευρύτερης συνεργασίας των χωρών της Βαλκανικής βρίσκεται και η –με μεγάλη διαφορά (71%)– υπεροχή της διπλωματίας ως βασικού εργαλείου άσκησης εξωτερικής πολιτικής.

  • Παρότι και τα τρία ζητήματα για τα οποία ερωτήθηκαν οι συμμετέχοντες στην έρευνα, δηλαδή οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, η ονομασία της ΠΓΔΜ και οι προσφυγικές ροές, βρίσκονται «ψηλά» στην επικαιρότητα, «η διαχείριση της τουρκικής στάσης» (46%) από τη μία και «η διαχείριση των προσφυγικών ροών» (34%) από την άλλη, φαίνεται να μονοπωλούν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης ως τα «σημαντικότερα προβλήματα της εξωτερικής πολιτικής» σήμερα.

  • Σε ό,τι αφορά το «βασικό πρόβλημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής», η ένταση του τελευταίου χρονικού διαστήματος στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μοιάζει να πυροδοτεί μια σειρά από συναισθήματα στους ερωτώμενους, με κυρίαρχα το «φόβο για θερμά επεισόδια» (67%) και την «οργή για τη στάση της Τουρκίας» (61%). Παράλληλα όμως, με ποσοστιαία ομοιόμορφη κατανομή, η κοινή γνώμη εμφανίζεται «απογοητευμένη για την αδυναμία της Ελλάδας να αντιμετωπίσει την ένταση» (61%) και «όχι σίγουρη για τη δύναμη της Ελλάδας να αντιμετωπίσει την ένταση» (64%).


  • Τέλος, σε ό,τι αφορά την ονομασία της ΠΓΔΜ, σημειώνεται αφενός ότι το ζήτημα δεν αξιολογείται, όπως είδαμε, ως μείζον «πρόβλημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής», και αφετέρου ότι η πλειονότητα των ερωτώμενων (45%) φαίνεται να «κατανοεί» το ενδεχόμενο μιας σύνθετης ονομασίας που θα περιλαμβάνει τον όρο «Μακεδονία». Την ίδια στιγμή, ένα 13% μοιάζει «αδιάφορο» ως προς το ενδεχόμενο αυτό, ενώ μια αθροιστικά αξιοσημείωτη μειοψηφία (37%), αισθάνεται «ντροπή ως Έλληνας/ίδα» (14%) και «οργή για όσους αποδέχονται» (23%) τη σύνθετη ονομασία με τη χρήση του όρου «Μακεδονία».