Στρογγυλό τραπέζι με θέμα «Το Μέλλον της Δημοκρατίας σε έναν Κόσμο Αβεβαιότητας» (Τhe Future of Democracy in a World of Uncertainty) διοργάνωσε το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ στο πλαίσιο του 6ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, την Τετάρτη 12 Μαΐου.

 

«Τέλος της Δημοκρατίας όπως την ξέρουμε ή αναγέννησή της;»

O Επιστημονικός Διευθυντής του ΕΝΑ Νίκος Ερηνάκης, ο οποίος συντόνισε τη συζήτηση, στην εισαγωγή του έθεσε τα ερωτήματα που διαμορφώνουν τη συνθήκη αβεβαιότητας για τη Δημοκρατία. Επισήμανε ότι «ο βασικός προβληματισμός των ημερών μας έγκειται στον γνώμονα με τον οποίο προσεγγίζουμε αυτή την πολυδιάστατη κρίση που ζούμε τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε ευρωπαϊκό, αλλά και σε εθνικό και τοπικό επίπεδο», με τις απειλές για τη Δημοκρατία να αποτελούν από τις πλέον σημαντικές σύγχρονες προκλήσεις. «Στην εποχή της επονομαζόμενης 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης και της ψηφιοποίησης εξακολουθούν να υπάρχουν πολλαπλές ανισότητες. Η κλιματική κρίση, η πανδημία, ο αντιδραστικός  λαϊκισμός ενισχύουν ένα γενικότερο αίσθημα αβεβαιότητας που διαβρώνει τα κανονιστικά θεμέλια της ίδιας της Δημοκρατίας και το βαθμό εμπιστοσύνης των πολιτών στους δημοκρατικούς θεσμούς. Η ψηφιοποίηση της κοινωνίας και της οικονομίας είναι μεν μια διαρκής και ολοένα επιταχυνόμενη διαδικασία, αλλά από την άλλη πρέπει να την κατευθύνουμε προς όφελος των κοινωνικών, περιβαλλοντικών και ανθρωπιστικών αναγκών» τόνισε.

Βασικός στόχος της συζήτησης, υπογράμμισε, είναι να δοθούν απαντήσεις σε ερωτήματα όπως: Τι κινδύνους αντιμετωπίζει στις ημέρες μας η Δημοκρατία, στην αυγή του 21ου αιώνα; Πώς θα αντιμετωπίσουμε αυτούς τους κινδύνους; Ζούμε το τέλος της Δημοκρατίας με τη μορφή που την ξέραμε ή μήπως πρόκειται για μια συνθήκη που μπορεί και να απολήξει στην πολλά υποσχόμενη αναγέννησή της σε αυτή τη νέα εποχή;

«Ισχυρότερη Δημοκρατία, όχι μέσω του εκδημοκρατισμού του καπιταλισμού, αλλά με λιγότερο καπιταλισμό»

Η Δρ. Albena Azmanova, Συγγραφέας, Aναπληρώτρια Kαθηγήτρια Πολιτικής και Κοινωνικής Θεωρίας του University of Kent μίλησε για την «πλάνη» του εκδημοκρατισμού του καπιταλισμού, με έμφαση στο ζήτημα της επισφάλειας.

«Οι κοινωνίες μας βρίσκονται στα πρόθυρα της ριζικής αναθεώρησης του κοινωνικοοικονομικού μοντέλου τους» ανέφερε, προσθέτοντας ότι επίκειται μία κοινωνική αλλαγή. «Δύο τέτοιοι σπουδαίοι μετασχηματισμοί έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία 100 χρόνια. Ο πρώτος δημιούργησε το μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας, ο δεύτερος το νεοφιλελεύθερο μοντέλο του 20ου αιώνα. Και τα δύο διευκολύνθηκαν από μια ευρεία συναίνεση, παρά τις διαφορετικές ιδεολογίες τους, μεταξύ των βασικών πολιτικών δυνάμεων της εποχής, σχετικά με την κατεύθυνση στην οποία έπρεπε να κινηθούν» επισήμανε. Και συνέχισε λέγοντας ότι «μία τρίτη τεκτονική αλλαγή είναι τώρα σε εξέλιξη: Η κυρίαρχη ιδέα τώρα είναι ο εκδημοκρατισμός του καπιταλισμού. Αυτή η ιδέα έχει δύο συστατικά: Το ένα είναι πολιτικό, η συμμετοχική δημοκρατία, το ότι χρειαζόμαστε μεγαλύτερη συμμετοχή. Και η άλλη είναι η οικονομική συνιστώσα, η καταπολέμηση των ανισοτήτων και η αύξηση της συμμετοχής των εργαζομένων στα διοικητικά συμβούλια των εταιρειών». Δίνοντας έμφαση ανέφερε ότι «η ιδέα του εκδημοκρατισμού του καπιταλισμού σε αυτές τις δύο διαστάσεις είναι κάπως λανθασμένη είναι μία πλάνη γιατί είναι βασισμένη σε λάθος διάγνωση για το τι πάει στραβά με τον σύγχρονο καπιταλισμό»., αφού, όπως είπε, «τα σοβαρά κοινωνικά προβλήματα της εποχής μας -από την αυξανόμενη ανισότητα, την άνοδο του λαϊκισμού και την κλιματική κρίση- δεν αποτελούν αιτίες της παγκόσμιας αβεβαιότητας, αλλά συνέπειές της».

Η κυρία Azmanova τόνισε ότι «ένας συνδυασμός παραγόντων -από τον αυτοματισμό, την παγκοσμιοποίηση και τις περικοπές στις κοινωνικές παροχές- έχει δημιουργήσει τεράστια οικονομική αστάθεια για τους απλούς πολίτες, για άνδρες και γυναίκες, νέους και ηλικιωμένους, ειδικευμένους και ανειδίκευτους εργαζόμενους, τόσο για τις μεσαίες τάξεις όσο και για τους φτωχούς. Ο κύριος οδηγός αυτής της διαδικασίας είναι η πολιτική επιταγή της ανταγωνιστικότητας στις παγκόσμιες αγορές. Κάποια στιγμή στις αρχές του νέου αιώνα, αυτή η πολιτική επιταγή της ανταγωνιστικότητας αντικατέστησε εκείνη του ανταγωνισμού, που ήταν μια πολιτική δέσμευση στα τέλη του 20ου αιώνα. Αυτή είναι μια σημαντική αλλαγή».

Και πρόσθεσε ότι «στο βωμό διατήρησης της ανταγωνιστικότητας, τα κράτη μείωσαν την ασφάλεια των θέσεων εργασίας και μείωσαν τους προϋπολογισμούς για τις δημόσιες παροχές», κάνοντας λόγο για «κοινωνικά ανεύθυνες αποφάσεις» αφού δε λαμβάνουν υπόψη τις μεγαλύτερες και πιο μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην κοινωνία.

«Ως αποτέλεσμα, οι κοινωνίες μας έχουν πληγεί από “επιδημία επισφάλειας”, όχι μόνο για το πρεκαριάτο, όπως έχει αναφέρει ο Guy Standing (όσους έχουν επισφαλή εργασία με χαμηλούς μισθούς) αλλά και για όσους έχουν προνομιακή θέση στην αγορά εργασίας (κατέχουν θέσεις υψηλής εξειδίκευσης με καλούς μισθούς). Εργάζονται κι αυτοί πιο πολλές ώρες υπό το φόβο ότι μπορεί να χάσουν τη δουλειά τους ή παράλληλα βιώνουν και πλήθος άλλων μορφών οικονομικής και κοινωνικής ανασφάλειας» πρόσθεσε, συμπληρώνοντας ότι «η πανδημία Covid-19, με την οικονομική και κοινωνική κρίση που προκάλεσε έπληξε με μεγαλύτερη ευκολία τις κοινωνίες εξαιτίας αυτής της επιδημίας επισφάλειας. Γι’ αυτό βρισκόμαστε στην κατάσταση της διαρκούς διαχείρισης κρίσεων με τυχαίες, ασυνάρτητες και συχνά παράλογες επιλογές πολιτικής δράσης. Αυτό είναι το είδος του κοινωνικοοικονομικού και πολιτικού σύστημα συστήματος που πρέπει να αλλάξουμε».

Στη συνέχεια, η A. Azmanova έκανε μνεία στην πολιτική και στην οικονομική διάσταση της Δημοκρατίας. Για την πρώτη, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι «η δημοκρατική ψήφος μεταφράζει τις θεμιτές ανησυχίες του κόσμου για την άμεση επιβίωσή του σε δεσμευτικές πολιτικές επιλογές. Είναι το περίφημο πρόβλημα του πολιτικού παροντισμού, ο κόσμος επικεντρώνεται στο παρόν. Η επισφάλεια εντείνει ακόμη περισσότερο αυτή την τάση», εκφράζοντας το φόβο της ότι «με μία ενισχυμένη συμμετοχική Δημοκρατία υπάρχει περίπτωση να δούμε τις συντηρητικές αντιδραστικές τάσεις να επηρεάζουν την πολιτική γραμμή της (εκάστοτε) κυβέρνησης, ενώ εμείς αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια ριζική μεταρρύθμιση του κοινωνικοοικονομικού συστήματος» κι αυτό γιατί, όπως είπε, «όταν υπάρχει επισφάλεια ο κόσμος χάνει την επιθυμία για ριζικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις».

Για την οικονομική διάσταση της Δημοκρατίας τόνισε ότι «ακόμη κι αν επιτευχθεί η απόλυτη ισότητα μέσω μιας ριζικής ανακατανομής του πλούτου αυτό δεν σημαίνει ότι η κοινωνία μας θα είναι πια πολύ λιγότερο επισφαλής. Έτσι όπως έχουν τα πράγματα στις διεθνείς ενιαίες αγορές, ακόμη και οι κρατικές εταιρείες ή οι εταιρείες στις οποίες οι εργαζόμενοι έχουν συμμετοχή στο κεφάλαιο θα συμπεριφέρονται όπως οι κερδοσκοπικές επιχειρήσεις (πχ Κίνα)» συμπληρώνοντας ότι, ως εκ τούτου «ούτε η αναδιανομή του πλούτου ούτε η μεγαλύτερη συμμετοχή των εργαζομένων θα έδιναν τη λύση για την επισφάλεια».

Η κυρία Αzmanova υπογράμμισε συμπερασματικά ότι «εάν θέλουμε περισσότερη Δημοκρατία, θα πρέπει να σκεφτούμε τις απαραίτητες προϋποθέσεις μιας εποικοδομητικής, μετασχηματιστικής δημοκρατικής συμμετοχής – και εκείνων που βλέπω ως ζήτημα μια σοβαρής αναμόρφωσης της πολιτικής οικονομίας των ευρωπαϊκών κοινωνιών μακριά από τις πιέσεις του κινήτρου του κέρδους. Δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τον καπιταλισμό για τη διάβρωση της Δημοκρατίας και να προσπαθήσουμε να αναστρέψουμε τη διάβρωση με περισσότερη Δημοκρατία (σ.σ. εκδημοκρατισμό του καπιταλισμού), αυτό που χρειαζόμαστε είναι λιγότερος καπιταλισμός».

«Ανισότητα, η πιο σημαντική πρόκληση των ημερών μας για τη Δημοκρατία»

Η Nadia Urbinati, Καθηγήτρια Πολιτικής Θεωρίας στο Columbia University μίλησε για τις προκλήσεις που έχει μπροστά της η Δημοκρατία, με έμφαση σε αυτή του ζητήματος των ανισοτήτων.

Με αφορμή η συμπλήρωση 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση που οδήγησε στην ίδρυση του ελληνικού κράτους, αναφέρθηκε στις έννοιες «έθνος» και «δήμος», οι οποίες είναι «ένας τρόπος να αυτοπροσδιορίζονται οι άνθρωποι τόσο με βάση πολιτιστικά στοιχεία όσο και με ιστορικά στοιχεία, ταυτόχρονα με τον πολιτικό προσδιορισμό τους ως ισότιμων πολιτών». Αυτό το είδος Δημοκρατίας, τόνισε, «βρίσκεται στις μέρες μας σε μια διαδικασία αλλαγής», διευκρινίζοντας ότι αυτή η διαδικασία δεν ξεκίνησε σήμερα, αλλά με την ευρωπαϊκή ενοποίηση, σε ό,τι αφορά τη δική μας ήπειρο.

Υπογράμμισε ότι η Δημοκρατία έχει τρεις προκλήσεις μπροστά της: «Το μέγεθος, τη δυνατότητα αλλαγής των αποφάσεων και κάποιες άλλες διαδικασίες λήψης αποφάσεων που δεν αποδεικνύονται απαραίτητα χειρότερες ή λιγότερο αποτελεσματικές από τη Δημοκρατία», όπως ανέφερε.

Πιο συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά το ζήτημα των συνόρων, είπε ότι «η κατάσταση μιας κυρίαρχης κοινότητας αλλάζει με το άνοιγμα των συνόρων», αναφέροντας την πιθανότητα να υπάρχει μίξη πληθυσμών με διαφορές μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να προκύπτει η πολιτική στρατηγική από την πλευρά κομμάτων να στραφεί ο ένας πληθυσμός απέναντι στον άλλον, με «το ζήτημα του πλουραλισμού, του εθνοτικού πλουραλισμού ή του θρησκευτικού πλουραλισμού μέσα στις κοινότητες, να γίνεται αντικείμενο συζήτησης διαρκώς», συμπλήρωσε.

Σύμφωνα με την κυρία Urbinati το ζήτημα των συνόρων παραπέμπει και στο ζήτημα του μεγέθους της Δημοκρατίας. «Η εξάπλωση και η διεύρυνση των συνόρων προκειμένου να δημιουργηθούν συνθήκες που θα ευνοήσουν τη σταθερότητα στις σημερινές δημοκρατικές κοινωνίες ήταν ένας από τους λόγους που πολλοί Ευρωπαίοι πίστεψαν ότια η σταδιακή ενοποίηση των χωρών τους θα ήταν μία καλή ιδέα. Και είναι μια καλή ιδέα για την ελευθερία και την ειρήνη, αλλά προκύπτουν και προβλήματα για τις δημοκρατίες. Και σήμερα, η αστάθεια που υπάρχει σε πολλές δημοκρατίες έχει να κάνει με την ένταση που έχει προκληθεί από τη διεύρυνση της πολιτικής κοινότητας πέρα από τα όρια της εθνικής κοινότητας», τόνισε, διευκρινίζοντας ότι δεν εκφράζει ευρωσκεπτικιστική θέση. «Είναι πάντως μία πρόκληση που πρέπει να λάβει υπόψη της η Ευρωπαϊκή Ένωση προκειμένου να συνδυάσει καταλλήλως μέγεθος και νέες μορφές Δημοκρατίας, μέγεθος και νέες μορφές δημοκρατικής συμμετοχής και λήψης αποφάσεων» ανέφερε.

«Η Δημοκρατία παίρνει ως δεδομένο πως όλες οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι άνθρωποι μπορούν να τις αλλάξουν. Αυτό είναι μια προϋπόθεση για τη Δημοκρατία, ώστε να είναι Δημοκρατία. Όμως υπάρχουν ζητήματα με τα οποία οι αποφάσεις είναι αμετάκλητες, δεν μπορούν να αλλάξουν ή δεν αφήνουν περιθώρια ανάκλησης» τόνισε, φέρνοντας ως παράδειγμα την κλιματική αλλαγή και το ζήτημα καταστροφής του πλανήτη, εκφράζοντας την εκτίμηση ότι η Δημοκρατία ίσως να μην είναι ο καλύτερος οδηγός για να ληφθούν κάποιες αποφάσεις «γιατί απαιτούν ταχύτητα και συγκεκριμένες ικανότητες, χωρίς σκέψη ότι στο μέλλον μπορεί να υπάρξει καλύτερη λύση».

Στη συνέχεια έκανε μνεία και στον απολυταρχισμό, εξηγώντας ότι  «η ενοποίηση με άλλες χώρες, η αλληλεπίδραση μεταξύ δημοκρατικών και μη δημοκρατικών χωρών έχει αναδείξει τη σημασία της αποτελεσματικότητας». Με αφορμή τη διαχείριση της πανδημίας παγκοσμίως κατέκρινε και αποδόμησε απόψεις που υποστηρίζουν ότι «τα απολυταρχικά καθεστώτα είναι πιο ικανά από τα δημοκρατικά να επιλύσουν τυχόν διαφωνίες αποφεύγοντας τις διενέξεις και την αστάθεια που επιφέρουν οι εκλογικές διαδικασίες».

Σύμφωνα με την κυρία Urbinati «το ζήτημα είναι πόση ανισότητα αντέχει η Δημοκρατία. Τις διαδικασίες που γεννούν ανισότητα, λιγοστεύουν τις ευκαιρίες των πολιτών να ακουστούν και να μπορέσουν να αντιληφθούν ότι έχουν τη δύναμη να ακουστούν και να επηρεάσουν τη λήψη αποφάσεων στις χώρες τους». Και συνέχισε λέγοντας ότι «ο διαχωρισμός της Δημοκρατίας ως λαϊκής Δημοκρατίας σε δύο μέρη ίσως είναι η τέταρτη και η πιο σημαντική πρόκληση των ημερών μας» η οποία πρέπει να αντιμετωπιστεί. Δηλαδή να υπάρχει ένας «δήμος» και όχι οι δύο που υφίστανται σήμερα: «Των “λίγων” με τους δικούς τους θεσμούς, διεθνείς οργανισμούς, ακόμη και επιτροπές που ενίοτε δίνουν λύσεις σύμφωνα με το συμφέρον τους. Και από την άλλη, των “πολλών”, του λαού». Και πρόσθεσε ενισχύοντας την παραπάνω θέση ότι «αυτός, λοιπόν, ο διαχωρισμός μέσα σε ένα κυρίαρχο κράτος, ο οποίος δεν είναι επίσημος αλλά βασίζεται στα γεγονότα, οδηγούν τους πολίτες στο σημείο να συνειδητοποιούν πως δεν έχουν τη δύναμη να παρέμβουν να επηρεάσουν τη λήψη αποφάσεων στις χώρες τους, αλλά ούτε και στην Ευρώπη, ενώ κάποιοι άλλοι έχουν αυτή τη δύναμη».

«Γεωπολιτική της παγκόσμιας ηγεμονίας και κλιματική αλλαγή επιφυλάσσουν κρίσιμες αποφάσεις τις επόμενες δύο δεκαετίες»

Ο Göran Therborn, Ομότιμος Καθηγητής Κοινωνιολογίας, στο Wolfson College University of Cambridge μίλησε για την κρίση και το μέλλον της Δημοκρατίας.

«Η τρέχουσα κρίση της φιλελεύθερης Δημοκρατίας πρέπει να εξεταστεί από το ιστορικό της υπόβαθρο, από το σύγχρονο κοινωνικό της πλαίσιο, αλλά και σε σχέση με το πολιτικό της μέλλον» ανέφερε και παρέθεσε τρεις μεγάλες τάσεις που υπονομεύουν και διαβρώνουν τη Δημοκρατία:

  • Πρώτον, η Δημοκρατία απογυμνώνεται από το πολιτικό της περιεχόμενο, δηλαδή το «μία κυβέρνηση του λαού, για τον λαό, από τον λαό» μετατρέπεται σε ένα παίγνιο για επαγγελματίες παίκτες, οι οποίοι επιδίδονται στο διαδικαστικό παιχνίδι των εκλογών, ένα παιχνίδι που καθοδηγείται από ένα ολοένα και περισσότερο διεθνές σύνολο συμβούλων για τη διαχείριση των εκλογών,
  • Δεύτερον, η Δημοκρατία υπονομεύεται, από μια ελιτίστικη, βασισμένη στο χρηματοοικονομικό κεφάλαιο ανισότητα, η οποία αυξάνεται με την αποβιομηχάνιση του Παγκόσμιου Βορρά, εγκαταλείποντας οικονομικά τις μεσαίες καθώς και τις λαϊκές τάξεις, κοινωνικά περιφρονητική απέναντι στο λαό.
  • Τρίτον, η δημόσια σφαίρα δηλητηριάζεται από την από την εξάπλωση ψευδών στοιχείων μέσα από τους ενισχυτές της ανώνυμης συνδεσιμότητας των μέσων κοινωνικών δικτύωσης, καθοδηγούμενους από αδίστακτους πολιτικούς και επιχειρηματίες των ΜΜΕ.

«Μετά τις “δίδυμες” κρίσεις, αυτή της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και της πανδημίας του 2020-21, με τρομερή κακοδιαχείριση και των δύο, η νεοφιλελεύθερη/νεοσυντηρητική συνταγή ελαχιστοποίησης της δημοκρατικής κυβέρνησης (σ.σ. του μικρότερου κράτους) υποχωρεί» εκτίμησε ο κ. Therborn, «Παρ’ όλα αυτά, η πανδημία ενίσχυσε τις ανισότητες, τόσο σε οικονομικό όσο και σε επιβιωτικό (σ.σ. που σχετίζονται με την υγεία και το προσδόκιμο ζωής) επίπεδο. Όταν σταματήσει η ανακούφιση με μέτρα στήριξης λόγω πανδημίας οι θέσεις των μεσαίων τάξεων, των απλών εργαζομένων και των φτωχών θα είναι πιο αδύναμες από πριν και οι πλούσιοι λίγο πλουσιότεροι από ποτέ» τόνισε.

«Σε ό,τι αφορά το μέλλον της Δημοκρατίας και του 21ου αιώνα, σημειώστε δύο μεγάλους άξονες, της γεωπολιτικής της παγκόσμιας ηγεμονίας και της κλιματικής αλλαγής και με τους δύο να επιφυλάσσουν κρίσιμες επιλογές τις επόμενες δύο δεκαετίες» υπογράμμισε.

Και κατέληξε λέγοντας ότι «ο 20ος αιώνας σηματοδότησε τις νίκες της σύγχρονης Δημοκρατίας. Στον 21ο μπορεί να χάνουν το περιεχόμενό τους, αλλά δεν έχουν ακόμα αντιστραφεί. Βιώνουμε ακόμα τη φθίνουσα κληρονομιά μας. Η οικονομική και η πανδημική κρίση που άνοιξαν τον αιώνα μας και τα γεωπολιτικά και κλιματικά σύννεφα που “σκουραίνουν” τις επόμενες δεκαετίες μας δεν υπόσχονται αναζωογόνηση της Δημοκρατίας. Ωστόσο, οι υποσχέσεις της πολιτικής είναι σπάνια αξιόπιστες. Στους δρώντες και από τους δρώντες αυτού του αιώνα όλα μπορούν να προκύψουν».