Κενά στην παρακολούθηση των προγραμμάτων στήριξης των προσφύγων της Τουρκίας, με μετρητά (cash-assisance projects), εντόπισε η έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΕΕΣ), λόγω άρνησης των τουρκικών αρχών να επιτρέψουν πρόσβαση στα δεδομένα των δικαιούχων.

«H Διευκόλυνση για τους Πρόσφυγες στην Τουρκία κινητοποίησε γρήγορα 3 δισεκατομμύρια ευρώ με στόχο την ταχεία ανταπόκριση στην προσφυγική κρίση, ωστόσο, δεν πέτυχε πλήρως να συντονίσει αποτελεσματικά τη βοήθεια», είναι το γενικό συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η έκθεση του ΕΕΣ, έπειτα από έλεγχο που διενήργησε σε ένα δείγμα 10 ανθρωπιστικών προγραμμάτων, ύψους 460 εκατ. ευρώ.

Το ΕΕΣ υπενθυμίζει ότι λόγω της θέσης της, η Τουρκία είναι χώρα υποδοχής και διέλευσης για πολλούς πρόσφυγες, που προέρχονται από περιοχές συγκρούσεων σε γειτονικές χώρες και από την αρχή της κρίσης προσέφερε σημαντική και συνεχή στήριξη. Λόγω των αυξημένων μεταναστευτικών ροών, κυρίως λόγω της συριακής σύγκρουσης, η Τουρκία φιλοξενεί τον μεγαλύτερο προσφυγικό πληθυσμό στον κόσμο, σχεδόν 4 εκατομμύρια άνθρωποι, εκ των οποίων τα 3,5 εκατομμύρια είναι Σύροι. Το 94% αυτών ζουν έξω από στρατόπεδα προσφύγων. H «Διευκόλυνση για τους Πρόσφυγες στην Τουρκία» που δημιουργήθηκε τον Ιανουάριο του 2016, έχει προϋπολογισμό 3 δισ. ευρώ για το 2016 και το 2017, που αποτελεί τη λεγόμενη «πρώτη δόση». Από το ποσό αυτό, 1 δισ. ευρώ χρηματοδοτείται από τον προϋπολογισμό της ΕΕ και 2 δισ. ευρώ από τα κράτη μέλη της ΕΕ.

Ο έλεγχός του ΕΕΣ εξέτασε κατά πόσον η Διευκόλυνση υποστήριξε αποτελεσματικά τους πρόσφυγες στην Τουρκία, επικεντρώνοντας στη διαχείριση της πρώτης δόσης των 3 δισ. ευρώ.

Ειδικότερα, σύμφωνα με το ΕΕΣ, τα έργα που ελέγχθηκαν παρείχαν χρήσιμη υποστήριξη στους πρόσφυγες, πράγμα που σημαίνει ότι τα περισσότερα είχαν επιτύχει τα αποτελέσματά τους, όπως για παράδειγμα το σχέδιο «Επείγουσας Κοινωνικής Ασφάλειας» το οποίο παρείχε βοήθεια σε μετρητά για 1,3 εκατομμύρια πρόσφυγες. Από την άλλη πλευρά, το ΕΕΣ, τονίζει ότι τα μισά από τα έργα δεν είχαν ακόμη επιτύχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, δεν είχαν επιτύχει, δηλαδή ένα «μόνιμο, ευεργετικό αποτέλεσμα, το οποίο να μπορεί να διατηρηθεί χωρίς περαιτέρω οικονομική στήριξη». Σύμφωνα με το ΕΕΣ, το «δύσκολο επιχειρησιακό περιβάλλον» ήταν ο κύριος παράγοντας που παρεμπόδισε την έγκαιρη υλοποίηση έργων που διαχειρίζονται οι ΜΚΟ.

Επιπλέον, το ΕΕΣ παρατηρεί ότι υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης στην αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων υποστήριξης με μετρητά (cash-assistance projects). Σύμφωνα με το ΕΕΣ, η Επιτροπή θέσπισε κατάλληλα μέτρα για την παρακολούθηση των ανθρωπιστικών προγραμμάτων, ωστόσο, ο κύριος περιορισμός ήταν η άρνηση των τουρκικών αρχών να επιτρέψουν την πρόσβαση στα δεδομένα των δικαιούχων για τα δύο προγράμματα υποστήριξης με μετρητά (cash-assistance projects). Στην πραγματικότητα, ούτε η Επιτροπή ούτε το Ελεγκτικό Συνέδριο μπόρεσαν να παρακολουθήσουν τους δικαιούχους του σχεδίου από την εγγραφή τους στην πληρωμή. «Για έναν ελεγκτή, αυτό είναι σοβαρό», δήλωσε η Μπετίνα Γιάκομπσεν, μέλος του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου και αρμόδια για την έκθεση.

Επίσης, οι διαφωνίες μεταξύ της Τουρκίας και της ΕΕ σχετικά με το ποιές είναι οι προτεραιότητες αναγκών στις δημοτικές υποδομές και την κοινωνικοοικονομική στήριξη, είχαν ως αποτέλεσμα να μην καλύπτονται επαρκώς οι περιοχές αυτές.

Επιπλέον, η «Διευκόλυνση» στήριξε δραστηριότητες στον τομέα της υγείας και της εκπαίδευσης, μέσω διαφόρων μέσων. Αυτό κατέστησε τον συντονισμό πιο περίπλοκο και οδήγησε στην παράλληλη χρήση διαφόρων δομών διαχείρισης για τη χρηματοδότηση παρόμοιων έργων. Παρόλο που εντοπίστηκαν ορισμένα «καλά παραδείγματα» στον τομέα της υγείας, «όπου η Επιτροπή υποστήριξε τη μετάβαση από την ανθρωπιστική βοήθεια σε μια πιο σταθερή αναπτυξιακή βοήθεια», δεν υπήρξαν συστηματικά αποτελέσματα, τονίζει το ΕΕΣ.

Στις 28 Ιουνίου 2018, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε να ξεκινήσει η απορρόφηση του δεύτερου πακέτου βοήθειας για τους πρόσφυγες από την Τουρκία, ύψους 3 δισ. ευρώ, το οποίο θα εκταμιευθεί εντός του 2018 και 2019. Η έκθεση του ΕΕΣ δίνει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να επιλύσει τα ζητήματα που εντοπίστηκαν, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι ανάγκες των προσφύγων ικανοποιούνται πιο αποτελεσματικά.