Περισσότερο φθηνό χρήμα στις τράπεζες και πάγωμα των επιτοκίων έως το 2020, εξήγγειλε μεταξύ άλλων ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, προκειμένου να αναχαιτίσει την απροσδόκητη επιβράδυνση της οικονομίας στην Ευρωζώνη.

Η ΕΚΤ αναθεώρησε σημαντικά προς τα κάτω την πρόβλεψή της για τον ρυθμό ανάπτυξης φέτος στο 1,1% από 1,7%.

Σε «απάντηση» των νέων δεδομένων, η ΕΚΤ αποφάσισε, σήμερα, ομόφωνα, να προσφέρει πρόσθετη στήριξη σε τέσσερα μέτωπα.

  • Πρώτον, σ' αυτό των επιτοκίων, καθώς, όπως ανακοίνωσε ο Κεντρικός Τραπεζίτης, η ΕΚΤ θα επεκτείνει το χρόνο που θα κρατήσει παγωμένα τα επιτόκια ως την αρχή του 2020. Μέχρι χθες, η ΕΚΤ είχε δεσμευτεί να κρατήσει αμετάβλητα τα επιτόκια μέχρι το τέλος του καλοκαιριού του 2019.
  • Το δεύτερο μέτωπο αφορά τη συνέχιση της πολιτικής επανεπένδυσης των ομολόγων που λήγουν. Τούτο πρακτικά σημαίνει ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει να αγοράζει από την αγορά επιλέξιμα ομόλογα προκειμένου να αντικαθιστά με τα ομόλογα που κατέχει και λήγουν. Από την παράταση του μέτρου αυτού μπορεί να ωφεληθεί και η Ελλάδα, εφόσον τα εγχώρια ομόλογα καταστούν επιλέξιμα, λαμβάνοντας τη λεγόμενη επενδυτική βαθμίδα από τους οίκους αξιολόγησης.
  • Το τρίτο μέτρο αφορά τη συνέχιση της παροχής φθηνής ρευστότητας προς τις τράπεζες μέσω του προγράμματος TLTRO.
  • Tέλος, (τέταρτο μέτρο) η ΕΚΤ θα συνεχίσει να καλύπτει πλήρως τις ανάγκες ρευστότητας των τραπεζών με σταθερό επιτόκιο.

Η δέσμη αυτή των μέτρων, όπως παραδέχθηκε και ο ίδιος ο Μάριο Ντράγκι, συνιστά πρόσθετη χαλάρωση, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι εξωγενείς παράγοντες που ευθύνονται για την επιβράδυνση της οικονομίας. Ο ίδιος εκτίμησε ότι ο κίνδυνος περαιτέρω επιβράδυνσης είναι υπαρκτός. Η ΕΚΤ εκτιμά ότι το ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα αυξηθεί φέτος κατά 1,1% έναντι 1,7% που προέβλεπε το Δεκέμβριο.

Αντιστοίχως, το 2020, η πρόβλεψη για το ΑΕΠ διαμορφώνεται στο 1,6% από 1,7%, και το 2021 στο 1,5%. Δυσοίωνες είναι οι προβλέψεις και για τον πληθωρισμό, καθώς η πρόβλεψη για φέτος διαμορφώνεται στο 1,6% από 1,8% και το 2020 στο 1,5% από 1,7%.

Τα παραπάνω είχαν αρνητική επίπτωση στην ισοτιμία ευρώ, το οποίο υποχώρησε στα 1,1244 δολ. από το επίπεδο των 1,1307 που διαπραγματευόταν νωρίς το πρωί.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ