Ανοικτός σε διάλογο για συνεργασία, ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και το Κίνημα Αλλαγής, δηλώνει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο καθηγητής Δημήτρης Κρεμαστινός.

Απαντώντας στην ερώτηση «με τη ΝΔ ή με τον ΣΥΡΙΖΑ» ο Ε΄ αντιπρόεδρος της Βουλής σημειώνει: «Έχω επανειλημμένα τονίσει ότι το συντριπτικό ποσοστό των ψηφοφόρων του 34% του ΣΥΡΙΖΑ των τελευταίων εκλογών ήταν άνθρωποι που στο παρελθόν στήριξαν επανειλημμένα εκλογικά το ΠΑΣΟΚ. Είναι κατά συνέπεια λογικό το Κίνημα Αλλαγής να απευθύνεται πρωτίστως σε αυτόν τον χώρο. Όμως, μετά την αναγνώριση από τον ίδιο τον πρωθυπουργό στη Βουλή ότι αυταπατήθηκε κατά το πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησής του, δηλαδή ότι πίστευε πως υπάρχει κι άλλος δρόμος εκτός από αυτούς των μνημονίων, χιλιάδες από αυτούς τους ψηφοφόρους δηλώνουν σήμερα δημοσκοπικά ότι έχουν απογοητευτεί και δεν ξέρουν τι να πράξουν στις προσεχείς εκλογές.

Κατά συνέπεια, είναι λογικό οι ηγεσίες των δύο κομμάτων να αναζητήσουν ένα πλαίσιο συμφωνίας αξιόπιστο απευθυνόμενο προς τους ψηφοφόρους τους. Για το λόγο αυτό πρότεινα ο αρχηγός του κοινοβουλευτικά μεγαλύτερου κόμματος να αναζητήσει ένα διάλογο με την πρόεδρο του Κινήματος Αλλαγής στον οποίο να τεθούν οι βάσεις κοινής συμφωνίας. Εάν όμως δεν υπάρξει συμφωνία δεν σημαίνει ότι πρέπει να χαθεί η χώρα. Είδατε ότι το SPD στη Γερμανία συγκυβερνά με τους Χριστιανοδημοκράτες ύστερα όμως από προγραμματικές συμφωνίες, η συζήτηση των οποίων διήρκεσε μήνες και στην οποία συμμετείχε όχι μόνο η κορυφή αλλά και η βάση του κόμματος.»

Ο κ. Κρεμαστινός θεωρεί λογικό η Φώφη Γεννηματά να ζητάει εκλογές προκειμένου «η σταθεροποίηση του πολιτικού κλίματος να διασφαλιστεί τουλάχιστον μετά τις εκλογές», καθώς -όπως σημειώνει- «χωρίς αξιόπιστο σταθερό πολιτικό σχήμα δεν υπάρχει καμία ελπίδα για ανάταξη της οικονομίας».

Τάσσεται υπέρ της απλής αναλογικής υπό την προϋπόθεση να δεσμευθούν, και μάλιστα προεκλογικά, τα κόμματα για συνεννοήσεις και συγκλίσεις  «για να πιστέψουν όλοι και ιδίως οι επενδυτές ότι θα προκύψει σταθερή κυβέρνηση μετά τις εκλογές».

Ο βουλευτής Δωδεκανήσων, αναφερόμενος στην τουρκική επιθετικότητα, δεν απέκλεισε ένα επεισόδιο τύπου Ιμίων με στόχο να οδηγηθεί η Ελλάδα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.

Επίσης σχετικά με την έξαρση του προσφυγικού στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, ο Δ. Κρεμαστινός προτείνει να επανεξεταστεί το θέμα των hotspots σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Ο κ. Κρεμαστινός υποστηρίζει «δεν πρέπει να υπάρχουν ψευδαισθήσεις. Εάν δεν υπάρξουν επενδύσεις και ανάπτυξη, η λιτότητα θα συνεχίζεται ανεξαρτήτως του ποιος θα είναι ο πρωθυπουργός. Κατά συνέπεια, αλλού πρέπει να στοχεύσει η κυβέρνηση για να επιτευχθεί πολική σταθερότητα και να βελτιωθούν το ταχύτερο δυνατόν οι μισθοί και οι συντάξεις».

Απαντώντας σε ερώτηση για τις ευθύνες για τα μέτρα λιτότητας, ο κ. Κρεμαστινός σημειώνει ότι το πρωτεύον θέμα είναι η ανάταξη της οικονομίας της χώρας και η ταχύτερη δυνατή επαναφορά των μισθών και συντάξεων σε επίπεδα Ευρώπης και όχι Βαλκανίων. Τώρα, οι ευθύνες ως προς τη λιτότητα είναι προφανείς. Η κυβέρνηση της ΝΔ το 2009 παρέδωσε τη χώρα σε κατάσταση χρεοκοπίας. Το ΠΑΣΟΚ παρότι έβλεπε ότι κανένα κόμμα ουσιαστικά δεν συμφωνούσε για το πρώτο μνημόνιο, αντί να προκηρύξει εκλογές ή δημοψήφισμα για να υποχρεώσει τα άλλα κόμματα να συμμετέχουν, προχώρησε μόνο του στο πρώτο μνημόνιο».

Και συνεχίζει «η ΝΔ αντί να στηρίξει το πρώτο μνημόνιο προχώρησε σε λαϊκιστικές εξαγγελίες (Ζάππειο 1, Ζάππειο 2, Ζάππειο 3) με αποτέλεσμα να οδηγήσει τη χώρα στο δεύτερο μνημόνιο. Ο σημερινός πρωθυπουργός είπε στη Βουλή ότι αυταπατήθηκε. Δηλαδή δεν μπόρεσε να εφαρμόσει αυτά που πίστευε. Έτσι αναγκάστηκε μέσα σε ένα δραματικό βράδυ του καλοκαιριού να εξαγγείλει μια άλλη πολιτική, η οποία όμως ήταν αντίθετη με αυτά που πίστευε. Κατά συνέπεια, το πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησής του δεν ωφέλησε, αλλά έβλαψε οικονομικά τη χώρα. Έτσι υποχρεώθηκε να φέρει με το τρίτο μνημόνιο μέτρα λιτότητας, τα οποία δυστυχώς θα συνεχιστούν και στο 2019, μετά το θεωρητικό τέλος του μνημονίου. Οι ευθύνες λοιπόν που με ρωτάτε είναι προφανείς, αλλά δυστυχώς έχουν μόνο ιστορικό ενδιαφέρον. Διότι στην πράξη δεν ωφελεί πια η συζήτηση για τις ευθύνες, ωφελεί η συζήτηση για το πόσο γρήγορα και πόσο ουσιαστική θα είναι η ανάπτυξη της χώρας.