Ο βουλευτής και τομεάρχης Εξωτερικών της ΝΔ, Γιώργος Κουμουτσάκος, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Παραπολιτικά», επισημαίνει ότι «η Τουρκία αισθάνεται να απομονώνεται όλο και περισσότερο και γι' αυτό πιστεύω ότι το επόμενο διάστημα θα ακολουθήσει τακτική πίεσης και έντασης».

«Χρειάζεται εγρήγορση και ενίσχυση των στηριγμάτων μας στην περιοχή», τονίζει.

Ερωτηθείς πώς κρίνει τον Αλ. Τσίπρα στο πρώτο διάστημα της θητείας του ως υπουργού Εξωτερικών, απάντησε ότι «πρακτικά είναι πολύ δύσκολο ο πρωθυπουργός να μπορεί να ασκεί στη συγκεκριμένη συγκυρία πλήρως και επαρκώς τα καθήκοντα του υπουργού Εξωτερικών» ενώ πρόσθεσε ότι «μένει να δούμε πως θα φροντίσει ο πρωθυπουργός να αποκατασταθεί η τάξη και η υπηρεσιακή ηρεμία στο υπουργείο, έπειτα από μια περίοδο κακοδιοίκησης, εντάσεων, φαβοριτισμού ακόμα και διώξεων».

Αναφορικά με τις ελληνοαλβανικές σχέσεις, καταρχήν υπογραμμίζει ότι «η Ελλάδα πρέπει να επιμείνει να αποκαλυφθεί τι πραγματικά συνέβη (σς: με τον Κ. Κατσίφα)» και εγκαλεί την αλβανική πλευρά «που στην αρχή έριξε λάδι στη φωτιά και μετά επιδόθηκε σε τακτικές συσκότισης της τραγικής αυτής υπόθεσης», αλλά και όσους «με ευκολία υιοθετούν την αλβανική ανάγνωση στα γεγονότα, πριν ακόμα υπάρξει πλήρης διαλεύκανση».

«Η ηρεμία στις ελληνοαλβανικές σχέσεις δεν μπορεί να επικρατήσει με fake news, αλλά με αυτοσυγκράτηση και διάθεση ειλικρινούς συνεργασίας. Κάθε άλλος δρόμος είναι επικίνδυνα ολισθηρός» τονίζει ο κ. Κουμουτσάκος.

Σχετικά με το τι θα πράξει η ΝΔ για το ζήτημα των καταγγελιών για την διαχείριση των μυστικών κονδυλίων και περί χρηματοδότησης από τον Τζόρτζ Σόρος, ο κ. Κουμουτσάκος, αναφέρει ότι η ΝΔ «θα επιμείνει θεσμικά και υπεύθυνα για να έλθουν όλα στο φως. Τα σκοτεινά παιχνίδια εξουσίας ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν θα μείνουν χωρίς απάντηση».

Αναφορικά με την Συμφωνία των Πρεσπών, είπε ότι «η κυβέρνηση έχει εγκλωβίσει τη χώρα σε μια διαδικασία από την οποία πολύ δύσκολα μπορεί να απεμπλακεί, (ενώ) το απόλυτο σημείο χωρίς επιστροφή είναι η κύρωση από την ελληνική βουλή που θα σημαίνει αυτόματα και την κύρωση της συμμετοχής της γείτονος στο ΝΑΤΟ».