«Βλέπουμε ως προς τις πρόσφατες ενέργειες της Τουρκίας, η καταδίκη να είναι γενική, να είναι καθολική» ώστε «σε καμία περίπτωση δεν δημιουργούν τετελεσμένα που να μπορούν να δημιουργήσουν στο μέλλον βάση για νομικές διεκδικήσεις της Τουρκίας», τόνισε ο Γιώργος Κατρούγκαλος.

 

Ο υπουργός Εξωτερικών, σε συνέντευξή του στο ρ/σ «ΕΡΑ 1» σχετικά με τις προκλητικές ενέργειες της γείτονος στην κυπριακή ΑΟΖ σήμερα το πρωί, προσέθεσε ότι «αντίθετα, υπογραμμίζουν ακόμα περισσότερο την απομόνωσή της. Απομόνωση που εμείς δεν θέλουμε. Εμείς θα θέλαμε να συζητήσουμε με την Τουρκία, αλλά όταν δεν υπάρχουν αυτές οι παράνομες ενέργειες και στη βάση του Δικαίου της Θάλασσας και του Διεθνούς Δικαίου» και αποσαφήνισε ότι αν συνεχιστούν οι κινήσεις αυτές της Τουρκίας «το θέμα των κυρώσεων έχει ήδη τεθεί στην ΕΕ» και «θα πρέπει να ληφθούν μέτρα».

Ως μια «προπαγανδιστική δήλωση, απευθυνόμενη προς το εξωτερικό, που δεν έχει να κάνει με το αντικείμενο της συζήτησης μεταξύ των τεχνικών κλιμακίων που συζητούν αυτή τη στιγμή στην Αθήνα», χαρακτήρισε, ερωτηθείς, ο υπουργός Εξωτερικών τη χθεσινή δήλωση του Τούρκου υπουργού Άμυνας Χουλουσί Ακάρ, ότι έχουν εντολή οι εμπειρογνώμονες στρατιωτικοί να συζητήσουν εφ' όλης της ύλης για το Αιγαίο, την Κύπρο και τη Μεσόγειο. Επισήμανε μάλιστα ότι ο κ. Ακάρ «θέλησε να εμφανιστεί ανοιχτός και να δώσει την εντύπωση, ακριβώς για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις από τις μονομερείς, προκλητικές και παράνομες ενέργειες της Τουρκίας στην Κύπρο ότι τάχα επιδιώκουν το διάλογο εφ' όλης της ύλης». Υπογράμμισε, δε, ότι «οι συζητήσεις θα γίνουν όταν υπάρξουν οι συνθήκες προς τούτο, ανάμεσα σε πολιτικούς, όχι ανάμεσα σε στρατιωτικούς. Οι στρατιωτικοί αυτή τη στιγμή αυτό που κάνουν είναι να εξετάζουν τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης που είχαν συμφωνηθεί στο παρελθόν».

Ερωτηθείς για ενδεχόμενη αποκλιμάκωση της έντασης στο Αιγαίο, ενόψει και της τουριστικής περιόδου, που αφορά αμφότερες τις πλευρές, ο υπουργός Εξωτερικών εξέφρασε την άποψη ότι «η γείτονάς μας έχει εμπλακεί σε μια προσπάθεια -ακριβώς επειδή αισθάνεται απομονωμένη στην Κύπρο, εξαιτίας των δικών της ενεργειών, όχι άλλου- να δημιουργήσει στο πλαίσιο της γνωστής αναθεωρητικής της πολιτικής, τις γνωστές αυτές μονομερείς προκλήσεις».

«Προφανώς κανείς δεν θέλει πόλεμο. Άρα κι ένα θερμό επεισόδιο», είπε ο κ. Κατρούγκαλος, επισήμανε ότι «όσο συσσωρεύεται η ένταση, δεν μπορεί κανείς ν' αποκλείσει ότι θα συμβούν» και εξέφρασε την άποψη ότι «τουλάχιστον σ' αυτό το επίπεδο, μπορούμε να συζητήσουμε και μάλιστα όχι επί νέων μέτρων, αυτό που ουσιαστικά χρειάζεται είναι να εφαρμοστούν μέτρα που ήδη έχουν συμφωνηθεί στο παρελθόν».

Ο υπουργός Εξωτερικών, απαντώντας σχετικά με τις δηλώσεις του κ. Ντάνκαν και την αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου στην ΑΟΖ από μία εγγυήτρια δύναμη, όπως η Βρετανία, χαρακτήρισε τις δηλώσεις αυτές ως «ιδιαίτερα ατυχείς», επισήμανε ότι «καταδικάστηκαν έντονα και από την Κυπριακή Δημοκρατία και από μας», και χαρακτήρισε ως «μη επαρκείς» τις διορθωτικές δηλώσεις από το Ηνωμένο Βασίλειο, «δεδομένου ότι το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν παρόν όταν συζητήθηκε το ζήτημα στην ΕΕ». 

«Θέλω να πιστεύω», πρόσθεσε, «ότι δεν αποτελεί διαφοροποίηση στην ουσία, αλλά μια ατυχή, επαναλαμβάνω και απαράδεκτη δήλωση που ουσιαστικά το Ηνωμένο Βασίλειο θα ήθελε να την εγκαταλείψει αλλά για λόγους ενδεχομένως δικούς τους πολιτικούς, σε μια ιδιαίτερα περίεργη περίοδο για τους ίδιους, όταν το Brexit δεν το έκαναν με τον τρόπο το σαφή και τον καθαρό που θα έπρεπε».

Κανείς δεν μιλάει πια για στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές

Ερωτηθείς σχετικά με τις επικείμενες εκλογές, ο υπουργός Εξωτερικών εξέφρασε την άποψη ότι «το πολιτικό κλίμα, όπως διαμορφώνεται και από το ύφος των δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων και των αρχηγών τους και από τη συμμετοχή στις εκδηλώσεις, αλλά και γενικότερα, αυτή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, έχει διαψεύσει τα σενάρια που ήθελαν οι εκλογές αυτές να καταλήξουν σε στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ» .

«Κανείς δεν μιλάει πια για στρατηγική ήττα γιατί είναι προφανές ότι δεν υπάρχει παρόμοιο ενδεχόμενο», τόνισε ο κ. Κατρούγκαλος. Τόνισε ότι «ο ελληνικός λαός θ' αντιληφθεί το ξεκάθαρο των διλημμάτων του», που είναι «αν θα γυρίσουμε πίσω, στο παρελθόν ή όχι». Σχολιάζοντας, δε, το γεγονός ότι «η Νέα Δημοκρατία θέλει να εμφανιστεί σαν εντελώς νέα δύναμη, σαν να μην έχει κυβερνήσει ποτέ», ανέφερε ότι δεν υπάρχει «πολιτική παρθενία», όπως λουζόταν η Ήρα στην πηγή της Κανάθου. «Γνωρίζουμε την πολιτική της Νέας Δημοκρατίας στο παρελθόν και ακόμα χειρότερα για την ίδια, οι νέες εξαγγελίες του κ. Μητσοτάκη υπερβαίνουν κατά πολύ και το νεοφιλελευθερισμό και τον ακραίο συντηρητισμό του κόμματος αυτού στο παρελθόν. Κι όχι μόνο σε θέματα νόμου και τάξης», συμπλήρωσε.

Ως προς τα θέματα «νόμου και τάξης», ο κ. Κατρούγκαλος αναφέρθηκε στη σύγκρουση που γίνεται αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη, διευκρινίζοντας ότι «η ΝΔ έχει μια light εκδοχή της ατζέντας του κ. Σαλβίνι», «συντηρητισμό στην καθημερινότητα», αντιπαραβάλλοντας την καθιέρωση του Συμφώνου Συμβίωσης από την κυβέρνηση με τη θέση του κ. Μητσοτάκη ότι στις δουλειές του σπιτιού είναι λογικό οι γυναίκες, οι νοικοκυρές να έχουν το βασικό ρόλο, απόψεις που, όπως είπε, «δεν υπάρχουν πια στην ελληνική κοινωνία ως κυρίαρχες». Και πρόσθεσε: «Αυτή τη στιγμή, η Νέα Δημοκρατία εμφανίζεται, όπως και γενικά η Δεξιά στην Ευρώπη, να εκφράζει ένα περίεργο μίγμα ακραίου νεοφιλελευθερισμού στην οικονομία, που σημαίνει κανένα δικαίωμα για τους εργαζομένους, ούτε 8ωρο, ούτε 5νθήμερη εργασία και ταυτόχρονα, αυτό τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό να το συνδυάζει μ' ένα ακραίο παραδοσιακό συντηρητισμό που αμφισβητεί πια ατομικά δικαιώματα, την ισότητα ανδρών και γυναικών, τη δυνατότητα όλων να συμμετέχουν με ίσους όρους, κοινωνικά πράγματα της χώρας».

Απαντώντας σχετικά με τις κατηγορίες της αντιπολίτευσης ότι πρόκειται για προεκλογικό επίδομα (η 13η σύνταξη), ο υπουργός Εξωτερικών αναφέρθηκε σε τοποθέτησή του από το βήμα της Βουλής «ότι, όταν βελτιωθεί η κατάσταση της οικονομίας, θα μπορέσουμε χωρίς να παρεκκλίνουμε από τη λογική του νόμου που είναι οι ίδιοι κανόνες για όλους και από τον κοινωνικό προσανατολισμό, επίσης, να ευνοούνται περισσότερο τα χαμηλότερα στρώματα και η μεσαία τάξη».

Πρόσθεσε, δε, ότι «τώρα γίνεται ακριβώς αυτό, επανέρχεται η 13η σύνταξη, επειδή όμως η οικονομική κατάσταση της χώρας είναι καλύτερη, αλλά δεν είναι ακόμα αυτή που θα μας επέτρεπε να τη δώσουμε σε όλους, δίνεται μ' έναν τέτοιο τρόπο, ώστε να την πάρει στο σύνολό του ο χαμηλοσυνταξιούχος και να πάρουν ένα σημαντικό ποσοστό αυτής, αυτοί που έχουν κάπως καλύτερη σύνταξη. Προοπτικά, προφανώς θα εξασφαλίσουμε ώστε να μην είναι σε ποσοστό και για τους συνταξιούχους που έχουν πάνω από ένα συγκεκριμένο ποσό, αλλά για όλους».