Ιδιαιτέρως κρίσιμη και γεμάτη προκλήσεις αλλά και ευκαιρίες, χαρακτηρίζει τη δεκαετία στην οποία μπήκαμε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και βουλευτής του κόμματος, Γιάννης Δραγασάκης.

Σε άρθρο του στο «Βήμα της Κυριακής», ο κ. Δραγασάκης μιλά για τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει η χώρα, αλλά και γενικότερα η Ευρώπη και ο Κόσμος, τα επόμενα 10 χρόνια. Παράλληλα, τονίζει την προσφορά της προηγούμενης κυβέρνησης ώστε η Ελλάδα να βρίσκεται σε καλύτερη θέση στην αφετηρία της νέας δεκαετίας.

Ο τέως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης καταλήγει στις επιλογές που θα χρειαστεί να κάνουν οι πολίτες, με μεγαλύτερη όλων αυτή ανάμεσα στο προοδευτικό σχέδιο και το συντηρητικό.

Αναλυτικά το άρθρο του Γιάννη Δραγασάκη:

Η επόμενη δεκαετία θα είναι μια δεκαετία μεγάλων προκλήσεων και κρίσιμων επιλογών για τον κόσμο, την Ευρώπη και για αυξημένους λόγους, φυσικά και για τη χώρα μας. Αυτό κατά κάποιο τρόπο είναι αναμενόμενο. Διότι, αν οι κρίσεις αποτελούν ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών του παρελθόντος, οι μετά την κρίση περίοδοι είναι αυτές στο πλαίσιο των οποίων καθορίζονται οι προοπτικές του μέλλοντος.

Βέβαια οι λογαριασμοί με το παρελθόν δεν έχουν κλείσει εντελώς αφού πολλές από τις βαθύτερες αιτίες της κρίσης μένουν ενεργές. Ακριβώς για αυτό η ίδια η «έξοδος από την κρίση», είναι σχετική και μερική, δεν καλύπτει όλες τις περιοχές ή τις εστίες της, οπότε και η εμφάνιση νέων κρίσεων  στη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας είναι πολύ πιθανή, αν όχι βέβαιη. Και μόνο το ενδεχόμενο αυτό αποτελεί μια κρίσιμη παράμετρο για το σχεδιασμό της στρατηγικής.

Στη περίπτωση της Ελλάδας υπάρχουν και πρόσθετοι παράγοντες που δίνουν ακόμη μεγαλύτερη ένταση στις προκλήσεις και κρισιμότητα στις επιλογές, που έχουν να κάνουν τόσο με τη βαριά κληρονομιά της χρεοκοπίας, όσο και με χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα σε όλους του τομείς, που η αντιμετώπιση τους δεν μπορεί να μετατεθεί στο μέλλον.

Για αυτό, το κεφάλαιο «προκλήσεις» περιλαμβάνει τόσο νέες, όπως η κλιματική αλλαγή και η 4η Βιομηχανική Επανάσταση, όσο και κληρονομιές του παρελθόντος, με κυρίαρχη τη διεύρυνση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων, την ταχεία γήρανση του πληθυσμού, την τύχη των δικαιωμάτων, ζητήματα συλλογικής ασφαλείας και ειρήνης.

Είναι βέβαια σημαντικό ότι μπαίνουμε στη νέα δεκαετία έχοντας από «κάπου» να πιαστούμε, χάρις στο ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, παρότι λοιδορήθηκε από πολλούς, είναι αυτή που έβαλε τέλος στα μνημόνια και απέτρεψε την επιβολή παραλλαγών τους, όπως οι προληπτικές πιστωτικές γραμμές που ορισμένοι πρότειναν. Έθεσε την οικονομία σε τροχιά ανάκαμψης και μάλιστα παρέδωσε την οικονομία με ρυθμό μεγέθυνσης 2,8% (2ο τρίμηνο 2019), όσος δηλαδή είναι ο στόχος της σημερινής κυβέρνησης για το 2020. Στήριξε, παρά τους δημοσιονομικούς και άλλους περιορισμούς, τα κοινωνικά στρώματα που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση και διαχειρίστηκε ταυτόχρονα μια πρωτοφανή προσφυγική κρίση αποτρέποντας τη μετεξέλιξη της σε ανθρωπιστική καταστροφή.  Έθεσε τις βάσεις για ένα νέο βιώσιμο υπόδειγμα ανάπτυξης βασισμένο στη γνώση και σε δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Είναι αξιοσημείωτο ότι για πρώτη, ίσως, φορά εδώ και δεκαετίες μια κυβέρνηση δεν παραδίδει στην επόμενη «καμένη γη». Αντίθετα παρέδωσε ισχυρά αποθέματα ασφαλείας.

Ως αποτέλεσμα, ο Έλληνας επίτροπος κ. Σχοινάς υποστήριξε πρόσφατα ότι «τα επόμενα δέκα χρόνια η χώρα είναι σε συνθήκες θερμοκηπίου, δεν έχει πληρωμές, δεν έχει έγνοιες, μπορεί λοιπόν να αφοσιωθεί στη μεταρρυθμιστική προσπάθεια».

Προφανώς ο κ. Σχοινάς αναφέρεται εδώ, στη μείωση των αναγκαίων δαπανών εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους που επετεύχθη στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης που έφερε εις πέρας η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.

Όμως αυτή η κατάσταση «θερμοκηπίου» δεν προσφέρεται για εφησυχασμό, αλλά επιβάλει εγρήγορση. Και τούτο γιατί η ρύθμιση του χρέους που πετύχαμε ήταν μερική. Παρά την ισχυρή στήριξη της Γαλλίας και άλλων χωρών δεν έγινε τελικώς δεκτή, κυρίως από τη Γερμανία, η βασική μας πρόταση, να θεσμοθετηθεί δηλαδή «ρήτρα ανάπτυξης», ώστε οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους να προσαρμόζονται στους ρυθμούς μεγέθυνσης της οικονομίας και στις δυνατότητες της κοινωνίας.

Αυτό καθιστά την επόμενη δεκαετία εξαιρετικά κρίσιμη. Θα πρέπει δηλαδή, στη διάρκειά της, αξιοποιώντας το «διάδρομο ευκαιρίας» που δημιουργήσαμε, να διαμορφώσουμε τους όρους για την οριστική και ριζική απελευθέρωση από τη «θηλιά» του χρέους.

Δεν είναι ασφαλώς η πρώτη φορά που ως χώρα αντιμετωπίζουμε μεγάλες προκλήσεις. Δύο παράγοντες, όμως, ξεχωρίζουν στην παρούσα συγκυρία. Ο πρώτος έχει να κάνει με το χρόνο και συνίσταται στο ότι το μέλλον γίνεται παρόν με πολύ ταχύτερους ρυθμούς από ό,τι στο παρελθόν. Η αναβλητικότητα, λοιπόν, ως μέθοδος και ως στάση απέναντι στα προβλήματα έχει εξαντλήσει τα όρια της.

Ο δεύτερος παράγοντας είναι ότι καμία από τις επιμέρους προκλήσεις δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ερήμην των άλλων. Αυτό ισχύει πρωτίστως στην περίπτωση της κλιματικής αλλαγής που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ερήμην του κοινωνικού προβλήματος.

Η νέα δεκαετία λοιπόν θα είναι μια πρόκληση πρωτίστως για την πολιτική, καθώς τα προβλήματα είναι εξόχως και βαθύτατα πολιτικά.

Και αν μπορεί να υπάρχει σήμερα μια κινούσα ιδέα, αυτή δεν διαμορφώνεται με άξονα τους δήθεν αυτοματισμούς των αγορών αλλά μια νέα κοινωνική συμφωνία και ένα συνολικό πολιτικό σχέδιο που θα αντιμετωπίσει την κλιματική κρίση και τις αυξανόμενες ανισότητες από κοινού, με προτεραιότητα στις κοινωνικές ομάδες που επλήγησαν περισσότερο από την οικονομική κρίση και είναι πολύ πιθανό να πληγούν και από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Διότι, ένα πολιτικό σχέδιο δεν μπορεί να ικανοποιήσει όσους ανησυχούν για το «τέλος του κόσμου» αν δεν ικανοποιεί και εκείνους που ανησυχούν για το αν θα έχουν να περάσουν έως το «τέλος του μήνα».

Η νέα δεκαετία θα είναι, λοιπόν, μια δεκαετία όχι μόνο προκλήσεων αλλά και επιλογών, με κορυφαία την επιλογή ανάμεσα στο προοδευτικό σχέδιο και το συντηρητικό. Με το πρώτο να εκπροσωπεί δυνάμεις από τη ριζοσπαστική Αριστερά, την πολιτική οικολογία και την αντι-νεοφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία μέχρι εκείνες του προοδευτικού κέντρου. Και το δεύτερο να κυριαρχείται από την υβριδική σύμφυση νεοφιλελεύθερων και ακροδεξιών δυνάμεων με κύριο χαρακτηριστικό το φόβο για το μέλλον και την αναζήτησή «λύσεων» από το παρελθόν.