Παίρνοντας τη σκυτάλη από τον Αλέξη Τσίπρα που το παρουσίασε, οι τομεάρχες Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, Οικονομίας, Νίκος Παππάς και Εργασίας, Έφη Αχτσιόγλου, του ΣΥΡΙΖΑ, ανέλυσαν το πρόγραμμα του κόμματος για την ανάσχεση των συνέπειών του κοροναϊού.

Ε. Αχτσιόγλου: 9,7 δισ. για τη στήριξη της αγοράς εργασίας

Ένα συνολικό πρόγραμμα ύψους 9,7 δισ. ευρώ προκειμένου να στηριχθεί το εισόδημα των εργαζομένων αλλά και τις επιχειρήσεις προκειμένου να επανεκκινήσουν τη λειτουργία τους παρουσίασε η τομεάρχης Εργασίας του ΣΥΡΙΖΑ, Έφη Αχτσιόγλου.

Κατά τη διάρκεια της σημερινής συνέντευξης Τύπου για το σχέδιο "Μένουμε Όρθιοι" του ΣΥΡΙΖΑ, η κ. Αχτσιόγλου κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι «βλέπει την παρούσα κρίση ως μια ευκαιρία αναδιάρθρωσης στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων, ώστε όταν θα βγούμε από αυτήν την υγειονομική κρίση το πεδίο της εργασίας να είναι πολύ διαφορετικό». «Με την αναστολή συμβάσεων εργασίας και την εκ περιτροπής απασχόληση προκαλεί κύμα αύξησης ανεργίας και αύξησης των εργαζόμενων φτωχών», είπε χαρακτηριστικά, σημειώνοντας ότι ταυτόχρονα μένουν ακάλυπτα μεγάλα τμήματα των εργαζόμενων, όπως μπλοκάκια, εργαζόμενοι με εργόσημο, εποχιακοί κ.α. που περνούν "κάτω από τα ραντάρ".

Η πρώην υπουργός Εργασίας αναφέρθηκε επίσης στο πρόγραμμα που ανακοίνωσε η ΕΕ πρόσφατα για τη στήριξη της εργασίας και των μισθών ύψους 100 δισ. ευρώ αλλά και σε αντίστοιχα μέτρα που παίρνουν άλλες χώρες, υπογραμμίζοντας ότι η Ελλάδα έχει ακόμα περισσότερους λόγους να πάρει γενναία μέτρα λόγω της υψηλής ανεργίας και της ήδη τεράστιας μισθολογικής πίεσης που έχουν υποστεί οι εργαζόμενοι κατά τη διάρκεια της κρίσης. 

Συγκεκριμένα, η Ε. Αχτσιόγλου τόνισε την ανάγκη «να επεισέλθει το κράτος στη θέση του εργοδότη ως προς όλες τις υποχρεώσεις του για τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης».

Μεταξύ των προτάσεων περιλαμβάνεται η πλήρης κάλυψη του μισθολογικού κόστους από το κράτος από την έναρξη της κρίσης μέχρι και το τέλος Μαΐου με δυνατότητα παράτασης, ειδικό επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης για τους επισφαλώς εργαζόμενους ύψους 1,5 δισ., η πλήρης καταβολή του δώρου Πάσχα στους εργαζόμενους από το κράτος, έκτακτο ειδικό επίδομα για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αυτοαπασχολούμενους και κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών όλων, απευθείας ενίσχυση των κτηνοτρόφων, ελαιοκαλλιεργητών και παραγωγών κηπευτικών προϊόντων (ύψους 300 εκατ. ευρώ), επέκταση τους επιδόματος ανεργίας σε όλους τους εποχικά εργαζόμενους, απόλυτη απαγόρευση απολύσεων και ακύρωση των απολύσεων που ήδη πραγματοποιήθηκαν τον τελευταίο μήνα, παράταση ισχύος για έξι μήνες των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, απαγόρευση δυσμενούς μετατροπής συμβάσεων (από πλήρους σε μερικής) και υποχρέωση διατήρησης των συμβάσεων εργασίας για έξι μήνες μετά το τέλος της υγειονομικής κρίσης, ρύθμιση για τον μη συμψηφισμό ημερών μη εργασίας με τις τακτικές άδειες των εργαζομένων και προστασία των εργαζομένων σε επιχειρήσεις που συνεχίζουν να λειτουργούν ή και εντείνουν τη δραστηριότητά τους, όπως τα σουπερμάρκετ και delivery. 
Όπως είπε η ίδια, οι διαθέσιμες πηγές χρηματοδότησης υπερεπαρκούν για την υλοποίηση τους, καθώς το συνολικό κόστος είναι 9,7 δισ. και το ζήτημα, λοιπόν, «είναι μόνο η πολιτική βούληση και η στρατηγική στόχευση για την κοινωνία». «Το ερώτημα είναι λοιπόν ένα: Θέλουμε μια οικονομία με επίκεντρο την εργασία ή μια οικονομία της απορρύθμισης και των εργαζόμενων φτωχών», κατέληξε. 
 
Ν. Παππάς: «Ενδεχομένως η οικονομία μας να χρειάζεται και άλλα μέτρα εάν επικρατήσει η λογική της αδράνειας»

Την άποψη ότι ο τομέας των επιχειρήσεων δεν βλέπει τις "γενναίες" παρεμβάσεις που βλέπει σε άλλες χώρες εξέφρασε κατά τη διάρκεια της σημερινής συνέντευξης Τύπου ο τομεάρχης Οικονομίας του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκος Παππάς. Όπως είπε, οι άλλες χώρες έχουν προχωρήσει σε πολύ μεγαλύτερα προγράμματα εγγυήσεων και κεφάλαια κίνησης για να επιβιώσουν σε αυτήν τη δύσκολη κατάσταση. 

Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ν. Παππάς, τόνισε την ανάγκη να προκριθεί ένα πρόγραμμα άμεσων ενισχύσεων προς τις ελληνικές επιχειρήσεις ύψους 3 δισ. εξηγώντας ότι αυτή τη στιγμή οι μηχανισμοί εγγυοδότησης για τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις και κυρίως αυτές που θα κινδυνέψουν γιατί δεν έχουν πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα, δεν μπορούν να ανταποκριθούν. Η ενίσχυση αυτή, σημείωσε, θα πρέπει να γίνει με κριτήριο τον τζίρο και τις θέσεις απασχόλησης. 

Από τα 3 δισ., επισήμανε πως τα 200 εκατ. ευρώ πρέπει να διοχετευθούν στον κλάδο του Τουρισμού, μέσω ενός μεγάλου προγράμματος ενίσχυσης του κοινωνικού τουρισμού. «Δυστυχώς ή ευτυχώς η Ελλάδα έχει μεγάλο κομμάτι του ΑΕΠ της να εξαρτάται από την πορεία αυτού του κλάδου», είπε, προσθέτοντας πως για να μην είναι τεράστιες οι επιπτώσεις, θα πρέπει να γίνουν οι παρεμβάσεις γρήγορα. 

Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τον ίδιο, πρέπει να προχωρήσει η επιτάχυνση των εκταμιεύσεων των υποχρεώσεων του κράτους προς τον κατασκευαστικό κλάδο αλλά και η επανεκκίνηση των έργων υποδομής, όπως ο Βόρειος οδικός άξονας Κρήτης, το μετρό Θεσσαλονίκης και η γραμμή 4 της Αθήνας. 

Σε ό,τι αφορά άλλα μέτρα, παρέπεμψε στην αξιοποίηση της δυνατότητας που έδωσε η ΕΚΤ για έκτακτη ρευστότητα, προκειμένου να συνεχίσουν να δανειοδοτούν την επιχειρηματικότητα οι τράπεζες. Επιπλέον, σημείωσε πως η Τράπεζα Ανάπτυξης, τη συγκρότηση της οποίας είχε ψηφίσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι σε θέση να μπορέσει να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της οικονομίας άμεσα, αλλά μπορεί να γίνει η τράπεζα της ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας, ενώ πρότεινε και την δημιουργία εντός αυτής ενός Ταμείου Αλληλεγγύης για τις μικρές επιχειρήσεις, το οποίο θα κληθεί να διαχειριστεί «στο αμέσως επόμενο διάστημα ένα μεγάλο πακέτο εγγυήσεων» ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν.

Επισήμανε, δε, ότι στις προτάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης περιλαμβάνονται μέτρα αποτροπής της χρεοκοπίας, δηλαδή μετακύληση πληρωμών αλλά και μέτρα διευκόλυνσης αποπληρωμής των τραπεζικών επιταγών. 

«Το πρόγραμμά μας έχει στοιχεία καθολικότητας, είναι απολύτως κοστολογημένο και βεβαίως είναι ένα πρόγραμμα το οποίο το καταθέτουμε αυτήν τη στιγμή. Ενδεχομένως η οικονομία μας να χρειάζεται και άλλα μέτρα εάν επικρατήσει η λογική της αδράνειας», είπε, τονίζοντας πως η ελληνική οικονομία έχει πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και πρέπει να ληφθεί δράση "άμεσα".
 
Ε. Τσακαλώτος : «Χρειάζεται να κρατήσουμε την οικονομία, την κοινωνία, τον κόσμο της εργασίας όρθιο σε αυτήν την κρίση»

«Τολμηρό και ρεαλιστικό» χαρακτήρισε το πρόγραμμα "Μένουμε Όρθιοι" του ΣΥΡΙΖΑ ο τομεάρχης Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ, Ευκλείδης Τσακαλώτος, επισημαίνοντας ότι είναι αναγκαίο από τώρα να στρέψουμε την προσοχή στην "επόμενη μέρα". Όπως είπε, το πρόγραμμα αυτό δεν βασίζεται σε περαιτέρω μέτρα που θα έπρεπε να ληφθούν σε επίπεδο ΕΕ, όπως το ευρωομόλογο, τονίζοντας ότι η έλλειψη αμοιοβαιοποίησης και αλληλεγγύης από την ΕΕ, αποτελεί «υπαρξιακό κίνδυνο» για την ευρωζώνη. 

Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι υπάρχουν πάνω από 40 δισ. ευρώ διαθέσιμα και ότι αυτό το πρόγραμμα προτείνει την χρήση 26 δισ. εξ αυτών, 12 σε εγγυήσεις και 14,3 σε δημοσιονομικές παρεμβάσεις. Ο τέως υπουργός Οικονομικών τόνισε επίσης, ότι η "δημοσιονομική ένεση" αυτή πρέπει να γίνει άμεσα, καθώς, όπως προειδοποίησε, είναι πολύ δύσκολο να ξαναπάρει μπρος κάτι που έχει σταματήσει. καλώντας την κυβέρνηση ακόμα και αν διαφωνεί σε κάποια μέτρα να λάβει δράση «τώρα και όχι μετά». 

«Στο δικό μας πρόγραμμα έχουμε πολλά ποιοτικά στοιχεία, ειδικά για τον κόσμο της εργασίας. Έχει τεράστια σημασία για μας να βγει ο κόσμος της εργασίας μετά από αυτήν την κρίση, όχι διαλυμένος, όχι με καινούργιες εργασιακές σχέσεις, αλλά με αγοραστική δύναμη και να μπορέσει να συνεχίσει τη ζωή του κανονικά», υπογράμμισε ο Ε. Τσακαλώτος, συμπληρώνοντας ότι το ίδιο πρέπει να γίνει και για τις επιχειρήσεις, έτσι ώστε να μπορούν να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους. 

«Ξοδεύουμε τώρα 26 δισ. για να κρατήσουμε την οικονομία και την κοινωνία όρθια και όταν τελειώσει η υγειονομική κρίση να μπορούμε να έχουμε μια γρήγορη ανάπτυξη», υποστήριξε, προειδοποιώντας ότι εάν γίνει σταδιακά η λήψη μέτρων, υπάρχει "μεγάλος κίνδυνος" μετά να «είμαστε σε στασιμότητα πολλά χρόνια».

Υπογράμμισε, επίσης, ότι το «μαξιλάρι μας βοηθάει» ώστε να μη προστεθεί το δημοσιονομικό κόστος των μέτρων στο δημόσιο χρέος, τονίζοντας ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε ευνοϊκότερη θέση από την Ιταλία και την Ισπανία. 

«Δεν είναι η στιγμή να ανταλλάξουμε επιθέσεις, ποιος είναι λαϊκιστής, ποιος είναι σκληρός, ποιος συντηρητικός. Είναι η στιγμή να κάνουμε μια σοβαρή συζήτηση, γιατί χρειάζεται να κρατήσουμε την οικονομία, την κοινωνία, τον κόσμο της εργασίας όρθιο σε αυτήν την κρίση για να την ξεπεράσουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται», κατέληξε ο Ε. Τσακαλώτος.