Σε λίγους μήνες η Ελλάδα γυρίζει σελίδα. Η ελληνική οικονομία απελευθερώνεται από τα δεσμευτικά πλαίσια των μνημονίων της σκληρής λιτότητας και της ασφυκτικής κηδεμονίας, τονίζει σε άρθρο του ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Οικονομικών Γιάννης Δραγασάκης, στο πλαίσιο του αφιερώματος των New York Times και του Euro2day.gr με θέμα «Turning Points». Ο κ. Δραγασάκης προτείνει ένα στρατηγικό σχέδιο για την Ελλάδα του 2030.

Θα χρειαστούν όχι απλώς μεταρρυθμίσεις αλλά ρήξεις και τομές για να ανατραπούν «συστήματα» που για δεκαετίες δρούσαν σε όλη την κλίμακα της κοινωνίας ως μηχανισμοί γιγάντωσης και διευρυμένης αναπαραγωγής φαινομένων διαφθοράς, διαπλοκής και σπατάλης», τονίζει ο κ. Δραγασάκης.

Ακολουθεί το άρθρο του Γ. Δραγασάκη

Σε λίγους μήνες, τον Αύγουστο του 2018, η Ελλάδα γυρίζει σελίδα, αλλάζει εποχή. Όμως, αν και έχουμε μπει στην τελική ευθεία, το νήμα δεν έχει ακόμη κοπεί.

Χρειάζεται, λοιπόν, αυξημένη εγρήγορση μέχρι την τελευταία στιγμή. Αλλά εξίσου αναγκαία είναι η έγκαιρη συνειδητοποίηση των νέων μεταμνημονιακών συνθηκών, των δυνατοτήτων, αλλά και των νέων απαιτήσεων.

Δεν πρόκειται για μια τυπική χωρίς σημασία αλλαγή, όπως αμήχανα υποστηρίζει η αντιπολίτευση. Ασφαλώς, το τέλος των μνημονίων δεν είναι το τέλος όλων των διαστάσεων της κρίσης. Είναι όμως μια δυνατότητα και μια ευκαιρία να αντιμετωπίσουμε τις πληγές της κρίσης, αλλά και τις παθογένειες του παρελθόντος από καλύτερες θέσεις.

Διότι η Ελλάδα παύει να αποτελεί εξαίρεση και ο στόχος είναι οι όποιες μεταμνημονιακές υποχρεώσεις να είναι αντίστοιχες με εκείνες των άλλων χωρών. Η ελληνική οικονομία απελευθερώνεται από τα δεσμευτικά πλαίσια των μνημονίων της σκληρής λιτότητας και της ασφυκτικής κηδεμονίας. Η Ελλάδα ανακτά τον έλεγχο επί της πολιτικής της. Ανακτά τη δυνατότητα, αλλά και την πλήρη ευθύνη, να σχεδιάζει το μέλλον της και να συμμετέχει ισότιμα στις ευρωπαϊκές εξελίξεις.

Για να συνειδητοποιήσουμε τα νέα δεδομένα, είναι αναγκαία η γενικευμένη στροφή της κοινωνίας προς το μέλλον. Να διαμορφώσουμε ένα νέο τρόπο σκέψης προσανατολισμένο στο «αύριο», μια νέα ιεράρχηση των στόχων με βάση τα καθήκοντα της επόμενης μέρας, καθώς και μια νέα ατζέντα αντιπαραθέσεων, αλλά και συναινέσεων, με βάση τα ερωτήματα και τα διλήμματα της μετάβασης στη νέα μεταμνημονιακή εποχή.

Η Ελλάδα της κρίσης και των μνημονίων είναι μια Ελλάδα με πληγές και τραύματα, που θα χρειαστεί χρόνος και προσπάθειες για να επουλωθούν. Είναι ακόμη μια Ελλάδα με παθογένειες και αρνητικές κληρονομιές, η έκταση και το βάθος των οποίων δεν έχει ακόμα πλήρως συνειδητοποιηθεί. Θα χρειαστούν όχι απλώς μεταρρυθμίσεις, αλλά ρήξεις και τομές για να ανατραπούν «συστήματα» που για δεκαετίες δρούσαν σε όλη την κλίμακα της κοινωνίας ως μηχανισμοί γιγάντωσης και διευρυμένης αναπαραγωγής φαινομένων διαφθοράς, διαπλοκής και σπατάλης.

Όμως, η Ελλάδα δεν είναι μόνο αυτά. Και σίγουρα δεν είναι ένας «σωρός ερειπίων», όπως εκπρόσωποι του παλαιού καθεστώτος επιδιώκουν να εμφανίσουν. Είμαστε και μια χώρα πολλαπλών δυνατοτήτων.

Η Ελλάδα είναι σήμερα ένας πόλος πολιτικής και γεωπολιτικής σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή. Στη θέση της δημοσιονομικής ασωτίας έχει μπει η -σκληρά κατακτημένη, με θυσίες του ελληνικού λαού- δημοσιονομική βιωσιμότητα. Το χρέος θα παραμείνει υψηλό ως ποσοστό του ΑΕΠ, όμως οι δαπάνες εξυπηρέτησής του θα είναι υπό έλεγχο και οι συζητήσεις για την περαιτέρω ελάφρυνσή του βρίσκονται σε εξέλιξη.

Η δημιουργία ταμειακών αποθεμάτων και η θεσμοθέτηση της ρήτρας ανάπτυξης στην εξυπηρέτηση του χρέους θα αποτελούν μηχανισμούς θωράκισης για το μέλλον.

Η χώρα διαθέτει σημαντικές παραγωγικές δυνατότητες που καλύπτουν οριζόντια όλο το φάσμα της οικονομίας, τον τουρισμό, την ενέργεια, τη διαμετακόμιση, τη ναυτιλία, τη μεταποίηση, την αγροτική παραγωγή.

Όμως στην εποχή μας οι παραγωγικές δυνατότητες μιας χώρας βρίσκονται πρωτίστως στο ανθρώπινο δυναμικό της και στο πεδίο αυτό έχουμε σημαντικές αναξιοποίητες δυνατότητες.

Παρότι, λοιπόν, η κληρονομιά του παρελθόντος είναι βαριά, οι αρνητικές τάσεις όχι μόνο είναι αναστρέψιμες, αλλά η αντίστροφη κίνηση έχει ήδη αρχίσει. Η πολιτική των τελευταίων τριών ετών δημιούργησε συνθήκες σταθεροποίησης και ανάκαμψης, που αρχίζει να γενικεύεται. Η απασχόληση, οι επενδύσεις, η βιομηχανική παραγωγή, ο τουρισμός και οι εξαγωγές έχουν μπει σε ανοδική τροχιά. Η ανεργία, αν και είναι ακόμη σε υψηλά επίπεδα, σημειώνει σημαντική μείωση.

Ορισμένοι χαρακτηρίζουν την ανάκαμψη αυτή «αναιμική». Πρόκειται για επιφανειακή θεώρηση. Το σημαντικό είναι ότι ο κύκλος της ύφεσης έκλεισε και τη θέση του έδωσε σ’ έναν κύκλο ανάκαμψης, που όλοι οι διεθνείς οργανισμοί προβλέπουν ότι θα επιταχυνθεί, θα διαμορφωθεί σε επίπεδα μεγαλύτερα του 2% και θα έχει διάρκεια.

Άλλο είναι το πραγματικό διακύβευμα. Και αυτό συνίσταται στο γεγονός ότι αυτή η ανάκαμψη γίνεται σε μεγάλο βαθμό ακόμη στις παλιές βάσεις. Είναι αποσπασματική και άνιση. Και οι πολίτες δεν συμμετέχουν ισότιμα στα οφέλη. Το τρένο της οικονομίας κινείται ακόμη στις παλιές γραμμές. Κι αυτό επιχειρούμε ν’ αλλάξουμε.

Η νέα μεταμνημονιακή φάση χαρακτηρίζεται, λοιπόν, από μια εγγενή αντίφαση. Από τη μια πλευρά, η οικονομία θα ανακάμπτει και, αν το διεθνές περιβάλλον είναι ευνοϊκό, η ανάκαμψη θα αποκτά ισχύ και διάρκεια. Από την άλλη, όμως, τα συσσωρευμένα προβλήματα, οι παθογένειες του παρελθόντος και οι προκλήσεις του μέλλοντος θα εξαντλούν τον δυναμισμό αυτής της ανάκαμψης, αν δεν αντιμετωπίζονται.

Διότι οι λεγόμενες «παθογένειες του παρελθόντος» δεν αφορούν κάποια σποραδικά λάθη πολιτικής, αλλά βαθιά ταυτοτικά χαρακτηριστικά του κρατικοδίαιτου ελληνικού καπιταλισμού και του πελατειακού και γραφειοκρατικού κράτους. Αποτελούν, δηλαδή, από κοινού το «βαθύ σύστημα», τον πυρήνα των αιτιών της κρίσης και της χρεοκοπίας.

Από την άλλη, είναι η τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, η ψηφιακή και ρομποτική πρόκληση για την εργασία και τα δικαιώματα, η κλιματική αλλαγή, η δημογραφική επιδείνωση, το μεταναστευτικό, οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις, δυνατότητες και κίνδυνοι μαζί, που στο έδαφός τους κρίνονται σήμερα οι εθνικοί και οι ταξικοί ανταγωνισμοί.

Γι’ αυτό και η ανάκαμψη, ακόμη κι αν γίνει ισχυρή, από μόνη της δεν αρκεί, αν δεν μειώνει τις περιφερειακές και κοινωνικές ανισότητες, αν δεν απαντά στις σύγχρονες ανάγκες, αν δεν υπηρετεί τελικά ένα ευρύτερο στρατηγικό σχέδιο που θα επανακαθορίζει το κοινωνικό και παραγωγικό υπόδειγμα, τον διεθνή ρόλο της χώρας και την αναβαθμισμένη θέση της στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση της μεταμνημονιακής περιόδου. Διότι, αν δεν αποκτήσουμε συνείδηση των βαθύτερων αιτιών της χρεοκοπίας, οικονομικών, πολιτικών, ακόμη και πολιτισμικών, καθώς και των αιτιακών σχέσεων, δεν θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε μέχρι τέλους και χωρίς πισωγυρίσματα στη ρήξη με τις παθογένειες που την προκάλεσαν.

Χρειαζόμαστε, λοιπόν, ένα στρατηγικό σχέδιο ευρύτερο και όχι στενά οικονομικό, σε χρονικό ορίζοντα αντίστοιχο μ’ εκείνο των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης του ΟΗΕ, με συμβολικό ενδιάμεσο σταθμό τα 200 χρόνια από την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Το σχέδιο αυτό, για την Ελλάδα του 2030, πρέπει και μπορεί να αποτελέσει βάση κοινωνικού και πολιτικού διαλόγου, πεδίο διαμόρφωσης των νέων μεταμνημονιακών διαχωριστικών γραμμών, αλλά και προοδευτικών αναδιατάξεων και ανασυνθέσεων του πολιτικού συστήματος.

Στην κατεύθυνση αυτή η κυβέρνηση, έπειτα από έναν ευρύ κύκλο διαλόγου στο πλαίσιο των Περιφερειακών Αναπτυξιακών Συνεδρίων, προχωρεί στη σύνταξη της νέας Αναπτυξιακής Στρατηγικής με τη μορφή ενός προγράμματος «ειδικού σκοπού», το οποίο θέτει τις κατευθύνσεις της ανάπτυξης, απαντά στη βάση αυτών στα προβλήματα της κοινωνίας και ταυτόχρονα αποτελεί τη βάση επί της οποίας θα συμφωνηθεί η έξοδος από τα μνημόνια.

Η νέα Αναπτυξιακή Στρατηγική δεν περιορίζεται, όμως, στο πεδίο των κατευθύνσεων, αλλά προσδιορίζει βασικές δράσεις και μηχανισμούς ελέγχου υλοποίησής τους. Όμως, οι μεταρρυθμίσεις της μεταμνημονιακής εποχής, όπως άλλωστε και η συνταγματική αναθεώρηση και άλλες θεσμικές αλλαγές, πρέπει να υπηρετούν τον μετασχηματισμό του κράτους και της οικονομίας στην κατεύθυνση της βιώσιμης, δίκαιης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης, την απελευθέρωση της κοινωνίας από τα δεσμά και τις παθογένειες του παρελθόντος, την προετοιμασία της ώστε να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις.

Η έξοδος από τα μνημόνια γίνεται σε μια περίοδο γεωπολιτικών εντάσεων και συγκρούσεων στην περιοχή μας. Τα ζητήματα, λοιπόν, της ειρήνης, της ασφάλειας και της περιφερειακής συνεργασίας αποκτούν νέα επικαιρότητα και σημασία. Η ανασυγκρότηση της οικονομίας, η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης, η αποκατάσταση της αξιοπιστίας των δημοκρατικών θεσμών και η ενίσχυση της δημοκρατίας γενικότερα αποτελούν ένα μέρος της απάντησης σε αυτά τα προβλήματα. Ένα άλλο μέρος της απάντησης, όμως, βρίσκεται στην ενίσχυση και στον επαναπροσδιορισμό του διεθνούς ρόλου της χώρας.

Ο ρόλος μιας περίκλειστης Ελλάδας, που διαιωνίζει τις εκκρεμότητες και γίνεται μέρος των προβλημάτων της περιοχής, δεν είναι μόνο αντιπαραγωγικός, αλλά και επικίνδυνος για τα ευρύτερα εθνικά μας συμφέροντα. Αντίθετα, η ενεργή στρατηγική πολυδιάστατων συμμαχιών, ειρήνης, συνεργασίας και συνανάπτυξης στην περιοχή, με δραστήρια συμμετοχή στην επίλυση των προβλημάτων της, μπορεί να συμβάλει τόσο στην εδραίωση της ειρήνης και της ασφάλειας όσο και στην αναβάθμιση του διεθνούς ρόλου της χώρας.