«Κάτι κινείται», στην Αθήνα σχολιάζει ο ανταποκριτής του πρώτου γερμανικού δημόσιου ραδιοτηλεπτικού δικτύου ARD. Αναγνωρίζει μεν ότι «η 20ή Αυγούστου δεν μπορεί να γίνει ημέρα μεγάλων εορτασμών», δεδομένου ότι ακόμη και μετά την έξοδο από το πρόγραμμα «σκληροί και λιτοί καιροί» περιμένουν την πλειοψηφία των Ελλήνων.

Ο ανταποκριτής παραπέμπει στους «αισιόδοξους», οι οποίοι «δικαίως λένε ότι έχουν γίνει πολλά στη χώρα. Πληρώνονται πολύ περισσότεροι φόροι και αυτοί συλλέγονται με αυστηρότερους ελέγχους. Υπάρχει ελαφρά οικονομική ανάπτυξη. Και ο πληθυσμός έχει αποδείξει επί χρόνια ότι, παρά τις σκληρές περικοπές και τις διαρκείς αυξήσεις φόρων, είναι πρόθυμος να σφίξει τα δόντια. [...] Ακόμη και επενδυτές πήγαν στη χώρα. Και δεν διαμαρτύρονται όλοι για βασανιστική γραφειοκρατία και δυσχέρειες. Αντιθέτως, χαίρονται που το επιχειρηματικό τους ρίσκο επιβραβεύεται».

Η Sueddeutsche Zeitung

Η γερμανική εφημερίδα «Sueddeutsche Zeitung» (SZ) επισημαίνει ότι πίσω από την ελληνική κρίση χρέους κρύβεται «ένας μεγαλύτερος κίνδυνος: Το νόμισμα που επρόκειτο να συνδέσει στενότερα τα κράτη της Ευρώπης, εξελίχθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους σε παράγοντα διχασμού της ηπείρου. Μεγάλα τμήματα της νότιας Ευρώπης ακόμη δεν έχουν συνέλθει από τις αναταράξεις του ευρώ τη δεκαετία του 2000. Μια γενιά νέων, άνεργων Ευρωπαίων φοβάται ότι θα μείνει ξεκρέμαστη. Επειδή η ΕΕ δεν μπορεί να τηρήσει την υπόσχεσή της για ευημερία, πολλοί ψάχνουν φταίχτες και καθιστούν υπεύθυνη τη γερμανική πολιτική λιτότητας για την κατάστασή τους. [...] Στη Γερμανία από την άλλη έχει διαδοθεί ένα επικίνδυνο αφήγημα: Οι άλλοι θέλουν μόνο τα λεφτά μας. Υπάρχει το άσχημο αίσθημα ότι πάντα οι "φιλόπονοι Γερμανοί" χρηματοδοτούν τα χρέη των "τεμπέληδων Νοτιοευρωπαίων"».

Ο σχολιαστής της εφημερίδα του Μονάχου σημειώνει επίσης ότι οι πολιτικοί γνωρίζουν τις ανησυχίες των πολιτών, ωστόσο δεν φροντίζουν να τις κατευνάσουν.

Όπως τονίζει, «η Γερμανίδα καγκελάριος θα πρέπει να ανταποκριθεί στις ανησυχίες και τις ανάγκες των Νοτιοευρωπαίων εάν δεν θέλει να ασχολείται μονίμως με τη Λεπέν, τον Σαλβίνι και άλλους αντι-ευρωπαίους. Για να το πούμε ξεκάθαρα: Η Γερμανία πρέπει να είναι πρόθυμη να δώσει περισσότερα. Αυτή η αντίληψη δεν είναι μόνο μια αναγκαιότητα που απορρέει από το πολιτικό βάρος (σ.σ. της Γερμανίας), αλλά έχει νόημα και από οικονομική σκοπιά. Η Γερμανία έχει επωφεληθεί από το ευρώ όσο καμία άλλη χώρα. Είναι λοιπόν προς το συμφέρον της να ενισχύσει τη νομισματική ένωση και να την προφυλάξει από την επόμενη κρίση».