Η ασυμβίβαστη ασυμφωνία μεταξύ της οικονομίας και της πολιτικής είναι μια από τις αιτίες της κρίσης στις φιλελεύθερες δημοκρατίες, αναφέρει σε δημοσίευμά της η ιταλική εφημερίδα Il Sole-24 Ore με αφορμή τη διαμάχη της κυβέρνησης της Ρώμης με τους Ευρωπαίους αξιωματούχους για τον νέο προϋπολογισμό.

Όπως σημειώνει μοιάζει να βρισκόμαστε στην αρχή ενός πολέμου, ο οποίος όμως διεξάγεται με άλλα μέσα. Το μήλο της έριδος σε τούτον τον ανορθόδοξο πόλεμο είναι τώρα το ποσοστό του ελλείμματος /ΑΕΠ που προβλέπεται στο προσχέδιο για τον ιταλικό προϋπολογισμό του 2019. Η κυβέρνηση συνεργασίας της Λέγκας του Βορρά και του Κινήματος των Πέντε Αστέρων δείχνει αποφασισμένη να ψηφίσει έναν «προϋπολογισμό για τους ανθρώπους», θέτοντας το όριο για το έλλειμμα στο 2,4% (κατά πολύ υψηλότερο από το 1,6% που είχε συμφωνηθεί προηγουμένως με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή).

Μια απόφαση που οι αρμόδιοι υπουργοί του Κινήματος των Πέντε Αστέρων γιόρτασαν εν χορδαίς και οργάνοις από το μπαλκόνι του Μεγάρου Κίτζι, έδρα της κυβέρνησης, θριαμβολογώντας πως νικήσαν τον υπουργό Οικονομικών της ίδιας τους της κυβέρνησης (ο οποίος ήθελε να τηρηθεί η συμφωνία με τις Βρυξέλλες). Μετά την απόφαση τούτη, το Χρηματιστήριο του Μιλάνου κατέγραψε πτώση, το spread αυξήθηκε σε 280 μονάδες, και ο εκνευρισμός των ευρωπαίων εταίρων της Ιταλίας εκφράζεται πλέον διαρρήδην. Και όπως συμβαίνει σε όλους τους πολέμους, ακόμη και σε τούτον συγκρούονται δύο βασικά επιχειρήματα.

Από τη μία πλευρά βρίσκεται το πολιτικό επιχείρημα που σθεναρά υποστηρίζουν αμφότεροι οι αντιπρόεδροι της κυβέρνησής, Λουΐτζι Ντι Μάιο και Ματέο Σαλβίνι: ένας τέτοιος προϋπολογισμός είναι πέρα για πέρα αναγκαίος, προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της πλειοψηφίας των ψηφοφόρων, εκείνων δηλ. των ανθρώπων που ψήφισαν τα κόμματά τους στις 4 Μαρτίου ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο.

Από την άλλη πλευρά, υπάρχει το αμιγώς οικονομικό επιχείρημα, που βρίσκει έρεισμα στους επικριτές της κυβέρνησης: ο προϋπολογισμός τούτος πέπρωται να διακυβεύσει την οικονομική ισορροπία της χώρας, πυροδοτώντας την αναπόφευκτη αρνητική αντίδραση των αγορών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αμφότερα τα επιχειρήματα είναι λογικά, όμως οι επιπτώσεις που μπορούν να δρομολογήσουν είναι τελείως διαφορετικές. Ας δούμε το γιατί.

Η σύγκρουση μεταξύ των δύο αυτών επιχειρημάτων αποσαφηνίζει την θεμελιώδη αντίφαση ανάμεσα στην πολιτική και την οικονομία, μία αντίφαση που έχει γίνει πλέον δομική. Τούτο οφείλεται στον τρόπο διακυβέρνησης της Eυρωζώνης, έτσι όπως έχει θεσμοθετηθεί από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) κι εντεύθεν. Σε τούτη τη Συνθήκη αποφασίσθηκε μεν να εισαχθεί ένα κοινό νόμισμα, χωρίς ωστόσο το μέτρο τούτο να συνοδευθεί και από μία κοινή ευρωπαϊκή κυβέρνηση.

Ναι μεν, θεσπίσθηκε μία κεντρική νομισματική πολιτική (μέσω της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας), αλλά παράλληλα εγκαθιδρύθηκε μία αποκεντρωμένη οικονομική πολιτική (δημοσιονομική και προϋπολογισμός), αφήνοντας τον έλεγχό της σε καθένα από τα μέλη της Ευρωζώνης. Ωστόσο, για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο ενός «ηθικού κινδύνου» (moral hazard) στο εσωτερικό της Ευρωζώνης (δηλαδή το ενδεχόμενο ένα κράτος-μέλος να δαπανά περισσότερο από όσα διαθέτει, υποθέτοντας ότι τα άλλα κράτη θα σπεύσουν να εξοφλήσουν τα χρέη του), αποφασίστηκε να περιοριστεί η οικονομική αυτονομία των κρατών μέσω ενός Συμφώνου Σταθερότητας, το οποίο θα καθόριζε επακριβείς μακρο-οικονομικούς κανόνες (για το έλλειμμα και το χρέος εν σχέσει προς το ΑΕΠ) και στους οποίους το κάθε κράτος όφειλε να συμμορφώνεται.

Οι συνθήκες της κρίσης, που ακολούθησε την κατάρρευση του 2008, που υπερτόνισε την απόκλιση των συμφερόντων μεταξύ των κρατών, ήλθαν επίσης να υπογραμμίσουν και την αμοιβαία δυσπιστία τους. Δυσπιστία που οδήγησε σε μια σειρά νέων συνθηκών και νομοθετικών μέτρων, με στόχο να γίνει πιο άκαμπτος και κεντρικός ο έλεγχος της δημοσιονομικής πολιτικής των επιμέρους κρατών της ευρωζώνης. Κι αυτή είναι η μορφή διακυβέρνησης που ευθύνεται για την δημιουργία μίας ασυμφωνίας ανάμεσα στην οικονομία και την πολιτική. Οι αποφάσεις για την οικονομική πολιτική (επι)καθορίζονται από υπερεθνικούς κανόνες, ενώ οι πολιτικές επιλογές της κάθε κυβέρνησης καθορίζονται από τα εθνικά τους εκλογικά σώματα. Για να θυμηθούμε τη Vivien Schmidt, «η άσκηση της πολιτικής (policy) έχει μεταναστεύσει στις Βρυξέλλες, ενώ η πολιτική (politics) έχει παραμείνει (στην περίπτωση της Ιταλίας) στη Ρώμη.

Συνεπώς είναι κατανοητό πως το πολιτικό επιχείρημα των δύο Ιταλών αντιπροέδρων είναι θεμιτό. Παρά το γεγονός ότι οι προηγούμενες κυβερνήσεις (του Σίλβιο Μπερλουσκόνι και του Ματέο Ρέντσι) επέκριναν «την τυραννία του μηδέν κόμμα κάτι». Στο κάτω κάτω, σε μία δημοκρατία, η πολιτική χρησιμεύει για να ικανοποιεί και υπηρετεί τα συμφέροντα των ψηφοφόρων, που αναδεικνύουν την εκάστοτε κυβέρνηση.

Ωστόσο στην ευρωζώνη τα πράγματα δεν λειτουργούν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Εάν κάποιος θέλει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των ψηφοφόρων του, αυξάνοντας το έλλειμμα μίας χώρας, μάλιστα μίας από τις πλέον υπερχρεωμένες (όπως είναι η Ιταλία) αυτό αποτελεί έναν ηθικό κίνδυνο που τα υπόλοιπα κράτη (τα οποία μοιράζονται το κοινό νόμισμα) δεν μπορούν να δεχθούν. Για τον λόγο τούτο, αναμένεται αυτά να πιέσουν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να παρέμβει (όπως προβλέπουν οι συνθήκες και τα νομοθετικά μέτρα που ψηφίσθηκαν κατά τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης) και να επιβάλει κυρώσεις στην Ιταλία.

Αλλά, ακόμη αυστηρότερες κυρώσεις θα προέλθουν από τις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, με την αύξηση των επιτοκίων για την αγορά δημόσιου χρέους, που –όπως το ιταλικό—θεωρείται όλο και λιγότερο βιώσιμο. Έτσι λοιπόν, καίτοι το πολιτικό επιχείρημα είναι ολωσδιόλου θεμιτό ως τέτοιο, είναι όμως εντελώς αδικαιολόγητο από οικονομική άποψη. Εδώ είναι που πρέπει να παραδεχθούμε την ριζική ασυμφωνία μεταξύ των πολιτικών επιλογών και των οικονομικών αποφάσεων. Αμφότερες μορφοποιούνται σε διαφορετικά πλαίσια (οι μεν πολιτικές επιλογές στις κατά τόπους εθνικές εκλογές, οι δε οικονομικές αποφάσεις σε ένα υπερεθνικό επίπεδο) και αντικατοπτρίζουν διακριτές ανάγκες (οι πολιτικές επιλογές των ψηφοφόρων, οι οικονομικές αποφάσεις τις αλληλεξαρτήσεις μεταξύ των κρατών). Ένα μπερδεμένο κουβάρι δηλαδή, που πώς μπορεί κανείς να το ξεμπλέξει;

Εξ ου και οι διαφορετικές πολιτικές συνέπειες που συνοδεύουν τα δύο επιχειρήματα. Μπορεί κάλλιστα κανείς να υποθέσει πως οι δύο Ιταλοί αντιπρόεδροι της κυβέρνησης βλέπουν θετικά τη σύγκρουση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (όπως και με τις χρηματοπιστωτικές αγορές), διότι αυτό θα βοηθήσει την κομματική εκστρατεία τους ενόψει των επικείμενων εκλογών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τον Μάιο του 2019. Η σύγκρουση τούτη θα αποδείκνυε την ανάγκη για την Ιταλία να απομακρυνθεί από «την κακοπροαίρετη Ευρώπη, που νοιάζεται περισσότερο για τους αριθμούς και όχι για τους πολίτες», όπως αμφότεροι υποστηρίζουν.

Είτε θέλουμε να το παραδεχθούμε, είτε όχι, η ριζοσπαστικοποίηση του πολιτικού επιχειρήματος πέπρωται να θέσει εν αμφιβόλω την ίδια τη θέση της Ιταλίας στην Ευρωζώνη. Μια συνέπεια που οι πρόμαχοι του οικονομικού επιχειρήματος καλά κάνουν να αντικρούουν. Ένας προϋπολογισμός που αυξάνει το έλλειμμα (αυξάνοντας μόνον τις δαπάνες για την κοινωνική πρόνοια και όχι για τις επενδύσεις) αποτελεί μία οικονομικά ανεύθυνη επιλογή (τόσο για την Ιταλία, όσο και για την Ευρωζώνη).

Συνεπώς, είναι απαραίτητο να υπενθυμίζουμε την ανάγκη για πιστή τήρηση των κανόνων που έχει θέσει η Ευρωζώνη (ας μη λησμονούμε πως αυτοί θεσπίσθηκαν και με τη δική μας συναίνεση), αλλά τούτο μόνον δεν αρκεί. Γιατί οι κανόνες αυτοί δεν αρκεί να γίνονται απλώς σεβαστοί, αλλά συνάμα και οι ίδιοι θα πρέπει επίσης να μεταρρυθμίζονται. Η ασυμβίβαστη ασυμφωνία μεταξύ της οικονομίας και της πολιτικής ( όπως υποστήριξε το 1977 ο Charles Lindblom) είναι μια από τις αιτίες της κρίσης στις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Εν ολίγοις, εαν βραχυπρόθεσμα κρίνεται απαραίτητο να πρέπει να υπερασπισθούμε το οικονομικό επιχείρημα, μεσοπρόθεσμα όμως θα ήταν καλό να μην λησμονούμε τη μεγάλη σημασία που έχει και το πολιτικό.

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ