Στην εξάρθρωση σπείρας λαθρεμπόρων χρυσού που δρούσε στην Ελλάδα αναφέρεται σε ανταπόκρισή της από την Αθήνα η Frankfurter Rundschau. Η εφημερίδα της Φρανκφούρτης κάνει λόγο για «πλήγμα κατά της ελληνικής μαφίας του χρυσού», χαρακτηρισμός που, όπως γράφει, χρησιμοποίησαν στα σχετικά ρεπορτάζ τους ελληνικά μέσα ενημέρωσης.

«Εγκληματίες ενεχυροδανειστές πλουτίζουν εκμεταλλευόμενοι την ανέχεια των ανθρώπων», σχολιάζει η FR και προσθέτει: «Για πολλούς απελπισμένους ανθρώπους είναι η ύστατη ελπίδα: οι ενεχυροδανειστές, οι οποίοι στο διάστημα της κρίσης ξεφύτρωναν παντού σαν μανιτάρια. Εκεί παραδίδουν ως ενέχυρο πολλοί Έλληνες κοσμήματα και χρυσά νομίσματα προκειμένου να αντεπεξέλθουν οικονομικά. Στις περισσότερες των περιπτώσεων τους δίνονται πολύ λιγότερα μετρητά από ό,τι θα αντιστοιχούσε στην πραγματική αξία των πολύτιμων μετάλλων».

Μεγάλη ζημιά για το Δημόσιο

Το δημοσίευμα εστιάζει στο κεντρικό πρόσωπο της σπείρας, τον 51χρονο Ριχάρδο Μυλωνά, χωρίς πάντως να τον κατονομάζει, αναφέροντας ότι τα μέλη του κυκλώματος βαραίνουν κατηγορίες για «λαθρεμπορία χρυσού, κλεπταποδοχή και φοροδιαφυγή». Η εφημερίδα παραθέτει το σλόγκαν της σκανδαλώδους αλυσίδας ενεχυροδανειστηρίων «η λύση στην κρίση» και αναφέρει ότι η ελληνική δικαιοσύνη «πραγματοποιεί έρευνες κατά του ιδιοκτήτη και τουλάχιστον 62 ακόμη φερόμενων συνεργών». Ο γερμανός ανταποκριτής γράφει μεταξύ άλλων ότι «η σπείρα φέρεται να μετέφερε στην Τουρκία και στη Γερμανία συστηματικά λαθραία ενέχυρα αλλά και κλοπιμαία από διαρρήξεις κατοικιών».

Το δημοσίευμα κάνει αναφορά ακόμη σε σχετικές δηλώσεις του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στη Βουλή την περασμένη εβδομάδα, όπου είχε τονίσει ότι το εν λόγω κύκλωμα «είχε ξεζουμίσει τα προηγούμενα χρόνια δεκάδες χιλιάδες συμπολίτες». Όπως επισημαίνει τέλος η FR, «οι ερευνητικές αρχές εκτιμούν ότι οι ύποπτοι μετέφεραν λαθραία στην Τουρκία μόνο στο διάστημα των τελευταίων πέντε μηνών χρυσό αξίας 11 εκατομμυρίων ευρώ. Η ζημιά για τα δημόσια ταμεία: 2,5 εκατομμύρια ευρώ», γράφει η εφημερίδα.

Ο Μακρόν απέναντι στα «κίτρινα γιλέκα»

Ο γερμανικός Τύπος σχολιάζει την κλιμάκωση της λαϊκής διαμαρτυρίας με το λεγόμενο κίνημα των κίτρινων γιλέκων στη Γαλλία. Σύμφωνα με την Tagesspiegel, «οι τωρινές διαδηλώσεις θυμίζουν τη διαμαρτυρία των 'κοκκινοσκούφηδων' στη Βρετάνη το 2013. […] Σήμερα, όπως και τότε, πρόκειται για άτομα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην κοινωνία, μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα, άτομα που παραμελούνται από την πολιτική ελίτ του Παρισιού. Λέει πάρα πολλά για το κλίμα δυσαρέσκειας στη Γαλλία το γεγονός ότι για τον διάλογο με τα 'κίτρινα γιλέκα' […] έπρεπε να υπάρξει σχετικό διάταγμα από τον ίδιο τον Μακρόν. Δεδομένης της πλατιάς στήριξης που έχει το νέο κίνημα διαμαρτυρίας στους πολίτες, ο γάλλος πρόεδρος πρέπει να κινηθεί σε πρωτόγνωρο έδαφος: Πρέπει να ακούσει και να αναθεωρήσει την πολιτική του», επισημαίνει η εφημερίδα του Βερολίνου.

Σχολιάζοντας την έξαρση των διαδηλώσεων στη Γαλλία, η Handelsblatt παρατηρεί ότι «η ριζοσπαστικοποίηση των κίτρινων γιλέκων συνταράζει την κυβέρνηση. Αυτή θέλει να κατευνάσει την κατάσταση, αλλά όχι να συνθηκολογήσει, έτσι ώστε να σώσει το μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα».

Η οικονομική εφημερίδα του Ντύσελντορφ εκτιμά ότι «οι επόμενες εβδομάδες θα είναι καθοριστικές για τον Μακρόν. Αυτός κινείται σε ένα εξαιρετικά στενό μονοπάτι μεταξύ πεισματικά αταλάντευτης στάσης και υποχώρησης. Εάν καταφέρει να ηρεμήσει την κατάσταση χωρίς γονυκλισίες, τότε θα μπορέσει να συνεχίσει το 2019 τις μεταρρυθμίσεις του, όπως αυτή που αφορά στις συντάξεις. Εάν όμως τα κίτρινα γιλέκα γίνουν ακόμη ισχυρότερα, ενδέχεται αυτό να αποδυναμώσει σημαντικά την ελευθερία δράσης του».

Η Tageszeitung του Βερολίνου σημειώνει ότι «οι διαδηλωτές είναι αποφασισμένοι να συνεχίσουν τις διαμαρτυρίες τους και τις επόμενες ημέρες». Όπως σχολιάζει, «τα σημάδια των σοβαρών επεισοδίων του Σαββάτου λειτουργούν ως σύμβολα των πολιτικών συντριμμιών μπροστά στα οποία στέκει ο πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν. Την ευθύνη για την κλιμάκωση φέρει σε μεγάλο βαθμό ο ίδιος. Γι' αυτόν όμως αυτό το γεγονός δεν φαίνεται σε καμία περίπτωση να συνιστά λόγο για να αλλάξει πολιτική ή να ασκήσει αυτοκριτική».

Πηγή: Deutsche Welle