Η πανδημία του Covid-19 ανέδειξε τους κινδύνους και τις αδυναμίες της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Παράλληλα, αποτέλεσε το έναυσμα για άμεση κινητοποίηση των οικονομικών δρώντων ώστε να βρεθούν νέες, ευέλικτες μορφές ικανοποίησης των αναγκών και διατήρησης της οικονομικής δραστηριότητας.

Η μετά την κρίση εποχή αποτελεί ευκαιρία για επανασχεδιασμό και απλοποίηση διαδικασιών, κυρίως μέσω της ολικής ψηφιοποίησης και της άυλης δικτυοκεντρικής πραγματοποίησης συναλλαγών. Η Κίνα, για παράδειγμα, ήδη διαμορφώνει Σχέδιο Δράσης για την Προώθηση Νέας Ψηφιακής Οικονομικής Ανάπτυξης στη Σαγκάη, μια μητροπολιτική περιοχή με τεράστια οικονομική και εμπορική δραστηριότητα.

Η πανδημία αναμένεται να επιφέρει τεράστιες αλλαγές στην οικονομική δραστηριότητα, επηρεάζοντας καταναλωτικά πρότυπα και συμπεριφορές, την οργάνωση της βιομηχανικής παραγωγής, την παροχή υπηρεσιών υγείας, την ψυχαγωγία, ακόμη και την ψυχολογία σε ατομικό επίπεδο. Η ανάγκη για «ανέπαφη παραγωγή» και «ανέπαφη ζωή» δημιουργεί νέα επιχειρηματικά μοντέλα και νέους επιχειρηματικούς κλάδους. Από την άλλη, αναδεικνύονται πιο έντονα οι χωρικές ανισότητες και ζητήματα όπως η αστεγία ή η αδυναμία καθολικής πρόσβασης στις ψηφιακές υπηρεσίες.

Μεγάλο στοίχημα αποτελεί η πλήρης αξιοποίηση της τεχνολογίας 5G σε τομείς και δραστηριότητες όπως η αυτοματοποιημένη βιομηχανική παραγωγή, η τηλεργασία, η τηλε-ιατρική, η βελτιστοποίηση διαδικτυακών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, η ενίσχυση της ψηφιακής ψυχαγωγίας, η δημιουργία ψηφιακών εκθέσεων τέχνης, η διαμόρφωση νέων μορφών λιανικού εμπορίου και δικτύων ανέπαφων διανομών, η ανάπτυξη εφαρμογών «έξυπνης» μετακίνησης, η διαδικτυακή εκπαίδευση κ.ά.

Φυσικά όλες αυτές οι εφαρμογές απαιτούν ένα μεγάλο κόστος που αφορά στην έρευνα και στην ανάπτυξη των πλατφορμών, το οποίο μέχρι στιγμής μπορούν να επωμιστούν μόνο μεγάλες μητροπόλεις όπως η Σαγκάη, όπου ο μεγάλος αριθμός των χρηστών-καταναλωτών μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του οριακού κόστους. Οι Ζώνες Ελεύθερου Εμπορίου και μια ισχυρή πολιτική αναφορικά με το ηλεκτρονικό εμπόριο μπορούν, κατά πολλούς, να αποτελέσουν ενισχυτικούς παράγοντες για την υιοθέτηση ανάλογων εφαρμογών.

Οι προκλήσεις ωστόσο που καλείται να αντιμετωπίσει το μεγαλεπήβολο και εν πολλοίς βερμπαλιστικό Σχέδιο Δράσης της Σαγκάης μπορούν να αποτελέσουν τα δυνατά σημεία για την εφαρμογή ανάλογων δράσεων σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πιο συγκεκριμένα, η καινοτομία στην Κίνα βασίζεται σε μεγάλο ποσοστό σε ξένο επιστημονικό και ερευνητικό προσωπικό, σε ξένους επενδυτές και στην προσέλκυση επιστημονικών ταλέντων από το εξωτερικό. Για μια σειρά λόγων, που δεν θα αναλυθούν εδώ, η Κίνα, χωρίς να εξαιρείται η Σαγκάη, καθίσταται όλο και λιγότερο ελκυστική. Το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας είναι δομημένο με τρόπο που προάγει την υπακοή στην εξουσία και την ομοιομορφία, αποθαρρύνοντας την αμφισβήτηση. Ως εκ τούτου, αδυνατεί να παράγει αντισυμβατικά σκεπτόμενους ανθρώπους που θα προάγουν την καινοτόμο σκέψη και δράση.

Επιπλέον, η ανάπτυξη της ψηφιακής οικονομίας και νέων επιχειρηματικών μοντέλων απαιτεί την ύπαρξη ενός στιβαρού και σταθερού, αλλά ευέλικτου ρυθμιστικού πλαισίου. Σε ένα κράτος που αξιώνει να έχει τον κεντρικό έλεγχο και που διαμορφώνει εκ των προτέρων τους όρους του παιχνιδιού, η ευελιξία είναι περιορισμένη, ενώ είναι αμφισβητούμενη η δυνατότητα επίλυση διαφορών που μπορεί να προκύψουν από τη διαχείριση ζητημάτων πνευματικής ιδιοκτησίας π.χ. στη διαδικτυακή εκπαίδευση. Τέλος, η μαζική αποεπένδυση της Δύσης στην Κίνα μετά τη λήξη της πανδημίας δεν πρέπει να αποκλειστεί ως ενδεχόμενο.

Η πρόταση Κανονισμού της ΕΕ για τη δημιουργία ενός Προγράμματος για την Ψηφιακή Ευρώπη για τα έτη 2021-2027 περιλαμβάνει προτάσεις και ρυθμίσεις που θα μπορούσαν, υπό προϋποθέσεις, να οδηγήσουν σε μια βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ψηφιακή οικονομία [1]. Αποσκοπεί στο να ενισχύσει την ανταγωνιστική θέση της βιομηχανίας και των επιχειρήσεων στην Ευρώπη μέσω του αναβαθμισμένου ρόλου της ψηφιοποιημένης οικονομίας στη γεφύρωση του χάσματος δεξιοτήτων σε ολόκληρη την ΕΕ, έτσι ώστε οι Ευρωπαίοι πολίτες να έχουν τις απαραίτητες δεξιότητες και γνώσεις για την αντιμετώπιση του ψηφιακού μετασχηματισμού. Παράλληλα, διακηρυγμένος στόχος είναι να στηριχτεί ο ψηφιακός μετασχηματισμός των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, που αποτελούν τη ραχοκοκκαλιά της οικονομικής δραστηριότητας.

Το Πρόγραμμα έχει ως γενικό στόχο να υποστηρίξει και να επιταχύνει τον ψηφιακό μετασχηματισμό της ευρωπαϊκής οικονομίας, βιομηχανίας και κοινωνίας και να πολλαπλασιάσει τα οφέλη της για τους Ευρωπαίους πολίτες, τη δημόσια διοίκηση και τις επιχειρήσεις σε ολόκληρη την ΕΕ, καθώς και να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης στην παγκόσμια ψηφιακή οικονομία, γεφυρώνοντας το ψηφιακό χάσμα και ενισχύοντας τη στρατηγική αυτονομία της. Αυτό απαιτεί μια ολιστική, διατομεακή και διασυνοριακή υποστήριξη και ισχυρότερη συνεισφορά αλλά και χρήση όλων των χρηματοδοτικών εργαλείων της ΕΕ.

Η ευκαιρία για τη Δύση –και ειδικότερα για την ΕΕ– είναι η δημιουργία ενός ανθρωποκεντρικού «Ψηφιακού Μανιφέστου». Αυτό προϋποθέτει ότι η καινοτομία και η ψηφιακή τεχνολογία θα τεθούν στην υπηρεσία του ανθρώπου∙ η πνευματική ιδιοκτησία θα προστατευθεί και τα παραγόμενα ψηφιακά αγαθά θα αναγνωριστούν ως δημόσια αγαθά. Μόνον έτσι ο ψηφιακός μετασχηματισμός θα τεθεί στην υπηρεσία του δημόσιου συμφέροντος και όχι της αγοράς.

* Της Δέσποινας Τζόβα, MSc Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων, αποφοίτου της ΕΣΔΔΑ