Η πανδημία μεταβάλλει τη νοηματοδότηση και την παραγωγή της επιστήμης καθώς και τους τρόπους διοίκησης και διδασκαλίας στα πανεπιστήμια. Ταυτόχρονα, η επιστήμη και το πανεπιστήμιο συμβάλλουν σε μεταβολές που προκαλούνται στη συγκυρία της πανδημίας.

Η ανάλυση του Γιώργου Αγγελόπουλου, Επίκουρου Καθηγητή Κοινωνικής & Πολιτικής Ανθρωπολογίας ΑΠΘ, τέως Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας & Θρησκευμάτων, τέως Προϊσταμένου του Γραφείου Πρωθυπουργού Θεσ/νίκης,  για το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ εστιάζει στο πανεπιστήμιο στους «χρόνους» της πανδημίας, διακρίνοντας τις προκλήσεις που εμφανίζονται στην τρέχουσα ακαδημαϊκή χρονιά και σε αυτές που αναμένεται να εμφανιστούν στα προσεχή χρόνια.

Ορισμένες από τις μεταβολές που σήμερα προκύπτουν στην επιστήμη και στο πανεπιστήμιο συνδέονται με προτεραιότητες που έχουν προκύψει εδώ και χρόνια και επανατοποθετούνται στη συγκυρία. Κάποιες από αυτές τις μεταβολές θα ατονήσουν στο μέλλον, αλλά κάποιες θα εμπεδωθούν ως κανονικότητες.

Προς το παρόν, οι «χρόνοι» της πανδημίας για το πανεπιστήμιο διαιρούνται σε δύο στιγμές: η στιγμή του κλεισίματος των πανεπιστημιουπόλεων και η επόμενη στιγμή. Οι προκλήσεις των δύο στιγμών εν μέρει ταυτίζονται.

Οι προκλήσεις της πρώτης στιγμής είναι κοινές για όλα τα πανεπιστήμια, αλλά πλήττουν άνισα τα εκπαιδευτικά συστήματα ανάλογα με την ακαδημαϊκή παράδοση κάθε χώρας και το βαθμό διεθνοποίησης κάθε πανεπιστημίου. Τα στοιχεία μιας έρευνας με τη συμμετοχή 300 καθηγητών μεγάλων πανεπιστημίων από διαφορετικές χώρες έδειξαν ότι τα μισά πανεπιστήμια είχαν αναπτύξει στις αρχές Απριλίου συστήματα εξ αποστάσεως εκπαίδευσης που κάλυπταν το 100% των αναγκών τους. Οι αναφορές του διεθνούς Τύπου υποστηρίζουν ότι τα μεγάλα σε μέγεθος πανεπιστήμια προσαρμόστηκαν πιο γρήγορα στην αναδιαμόρφωση υπαρχόντων συστημάτων εξ αποστάσεως. Η προσαρμογή όμως αυτή ανέδειξε και τα σημαντικά προβλήματα της καθολικής εφαρμογής της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης σε διεθνή κλίμακα. Τα προβλήματα που προέκυψαν αφορούν καταρχάς την ανεπάρκεια τοπικών υποδομών, που εμποδίζει την απρόσκοπτη πρόσβαση στα δίκτυα των διεθνών πανεπιστημίων. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει τις κοινωνικές ανισότητες που εμφιλοχωρούν στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση.

Τα πανεπιστήμια με μεγάλο αριθμό αλλοδαπών φοιτητών και διεθνώς διευρυμένες δραστηριότητες παρουσιάζουν τις μεγαλύτερες απώλειες στους προϋπολογισμούς τους, λόγω της μείωσης μετακινήσεων φοιτητών, ερευνητών και πανεπιστημιακών. Τα πιο διεθνοποιημένα μαζικά πανεπιστήμια αντιμετωπίζουν ένα περισσότερο αβέβαιο μέλλον ως προς την προσέλκυση αλλοδαπών φοιτητών και ως προς τα οικονομικά τους.

Το γεγονός εξηγείται αν σκεφτούμε ότι η μείωση των εισοδημάτων –και κατ’ επέκταση τα διαθέσιμα για δίδακτρα ποσά– έχουν ταξικό πρόσημο. Τα εισοδήματα των οικογενειών που στέλνουν τους γόνους τους σε «πανεπιστήμια ελίτ» αναμένεται να επηρεαστούν λιγότερο από τα εισοδήματα των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων.

Επιπλέον, ελλοχεύει ο κίνδυνος να γίνει η πανδημία το γενικό ισοδύναμο μέσω του οποίου θα αξιολογείται και θα ενισχύεται η έρευνα και το πανεπιστήμιο. Είναι σαφές ότι πρέπει να ενισχύσουμε την έρευνα σχετικά με την πανδημία. Αυτό όμως δεν πρέπει να αποστερήσει πόρους από την έρευνα σε θέματα άσχετα με την πανδημία. Αν συμβεί, θα υπάρξουν πολλαπλές και δύσκολα αναστρέψιμες αρνητικές συνέπειες στην κριτική γνώση, στη σχετική αυτονομία της επιστήμης από τη συγκυρία και στους θεσμούς που υπηρετούν την έρευνα και την επιστήμη.

Το ελληνικό πανεπιστήμιο

Οι εξελίξεις αυτές βρίσκουν το ελληνικό πανεπιστήμιο με νωπές τις πληγές από τα εγχειρήματα νεοφιλελεύθερης θεσμικής απορρύθμισης και την τιμωρητική λιτότητα της περιόδου 2009 – 2015. Οι 1.690 νέες θέσεις ΔΕΠ που δόθηκαν στα πανεπιστήμια το 2016 – 2019 κάλυψαν μέρος μόνο του κενού που δημιούργησε η πολιτική των μηδενικών διορισμών της περιόδου 2010 – 2015. Τα εισοδήματα των διδασκόντων έχουν υποστεί μείωση που σε πραγματικό μέγεθος πλησιάζει το 40%. Η αύξηση της χρηματοδότησης στα έτη 2017, 2018 και 2019 δεν κατόρθωσε να καλύψει την τρομακτική μείωση των προϋπολογισμών των ΑΕΙ που ξεκίνησε το 2010.

Υπάρχουν βέβαια και οι θετικές όψεις της συγκυρίας: Τα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν το πλεονέκτημα της καθυστέρησης εμπέδωσης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και τις ενισχύσεις με προσωπικό και χρηματοδότηση που έλαβαν την περίοδο 2016 – 2019. Κατάφεραν, κυρίως λόγω της συνέπειας των διδασκόντων, να διατηρήσουν τη λειτουργία τους κατά το εαρινό εξάμηνο του 2019 – 2020 και να οδηγηθούν –μέσω πολλών ατραπών και με μια δόση «ευελιξίας»– στην ολοκλήρωση του ακαδημαϊκού έτους.

Οφείλουμε σήμερα να συζητήσουμε το βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο μέλλον των ελληνικών πανεπιστημίων λαμβάνοντας υπόψη όλα τα νέα δεδομένα. Η πανδημία αναδεικνύει δυναμικές που προϋπάρχουν στο κοινωνικό, το πολιτισμικό και το πολιτικό συγκείμενο. H προσπάθειά μας θα πρέπει να εστιάσει σε εκείνες τις δυναμικές που θα επιτρέψουν στο πανεπιστήμιο να λειτουργήσει ως προωθητικός μηχανισμός ενίσχυσης της έρευνας προς όφελος των κοινωνιών μας και όχι του κέρδους, ως πεδίο ανάπτυξης παραγωγικών δυνάμεων που σέβονται τη φύση και τα όρια που μας θέτει, ως θεσμός εμπέδωσης της κριτικής σκέψης, της κοινωνικής συνοχής και της δημοκρατίας.

Πέρα από τα επείγοντα του άμεσου «χρόνου», οφείλουμε να δούμε την επόμενη μέρα ως προς την υποστήριξη της κριτικής σκέψης, την ενίσχυση της χρηματοδότησης, της θεσμικής αυτοτέλειας των πανεπιστημίων και της έρευνας, καθώς και ως προς την εξασφάλιση του δικαιώματος στη γνώση για όσους φοιτητές και φοιτήτριες προέρχονται από κοινωνικά στρώματα που πλήττονται από τις όποιες οικονομικές μεταβολές. Σε αυτό τον δεύτερο «χρόνο», στο εθνικό επίπεδο οφείλουμε να θέσουμε δικλείδες ασφαλείας, ώστε τα ελληνικά πανεπιστήμια να μην επιστρέψουν, με αφορμή την πανδημία, στη θεσμική, χρηματοδοτική και ερευνητική ασφυξία της περιόδου 2010 – 2015.

Στο ευρωπαϊκό επίπεδο, ας θυμηθούμε τα συμπεράσματα που βγάλαμε από την κρίση του 2008 και τις επιπτώσεις της στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Σύμφωνα με τις αναλύσεις της Ευρωπαϊκής Οργάνωσης Πανεπιστημίων, όσες χώρες διατήρησαν την κρατική χρηματοδότηση της έρευνας και της ανώτατης εκπαίδευσης, την περίοδο της κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας, προχώρησαν δυναμικά και διεύρυναν την απόστασή τους από τις χώρες που έκαναν περικοπές στη δημόσια χρηματοδότηση και έρευνα. Ας απαιτήσουμε την ενίσχυση της χρηματοδότησης και των εργαλείων της έρευνας στην ΕΕ, καθώς και της κινητικότητας ερευνητών, πανεπιστημιακών και φοιτητών. Μιας κινητικότητας που δεν θα αντιμετωπίζει τους φοιτητές ως «μεταφορείς» διεθνούς οικονομικού κεφαλαίου διδάκτρων αλλά ως ενεργούς πολίτες και μελλοντικούς επιστήμονες. Ας πολλαπλασιάσουμε τα ευρωπαϊκά πανεπιστημιακά δίκτυα, ώστε να συμπεριλάβουν όλα τα πανεπιστήμια που επιθυμούν να ενταχθούν σε αυτά. Η εκπαίδευση είναι ένα από τα ελάχιστα πεδία στα οποία επιβιώνει το κοινό ευρωπαϊκό όραμα. Ένα όραμα συνώνυμο με τις υποσχέσεις του Διαφωτισμού, που διαμόρφωσαν πολιτισμικά την επιστήμη. Σήμερα, περισσότερο απ’ ό,τι δύο μήνες πριν, γνωρίζουμε καλύτερα τη «σκοτεινή πλευρά» του Διαφωτισμού και της επιστήμης. Άρα, μπορούμε να αναμετρηθούμε με την απελευθερωτική συνθήκη της κριτικής γνώσης.

Όλη η μελέτη εδώ → https://bit.ly/3cHtH2R