Η ταχεία ανακατάληψη της πρωτεύουσας Καμπούλ από τους Ταλιμπάν, δύο δεκαετίες μετά την πανάκριβη και αιματηρή προσπάθεια των Δυτικών για την εγκατάσταση μιας κοσμικής κυβέρνησης με λειτουργικές ένοπλες δυνάμεις στο Αφγανιστάν είναι κατά βάση ένα τραγικό γεγονός.

Τραγικό, διότι το αμερικανικό όνειρο για τις ΗΠΑ που θα ήταν το «απαραίτητο έθνος» για τη διαμόρφωση ενός κόσμου με τις αξίες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ενίσχυσης της θέσης των γυναικών και τη θρησκευτική ανεκτικότητα, παρέμεινε αυτό που ήταν, ένα όνειρο.

Και είναι ακόμη πιο τραγικό καθώς είναι βέβαιο ότι πολλοί από τους Αφγανούς που εργάστηκαν με τις αμερικανικές δυνάμεις και πίστεψαν κι εκείνοι στο όνειρο – ιδιαιτέρως τα κορίτσια και οι γυναίκες που αγκάλιασαν την ως έναν βαθμό ισότητα των δύο φύλων – έχουν πλέον αφεθεί στις διαθέσεις ενός ανελέητου εχθρού.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε δίκαιο που έφερε τον πόλεμο αυτόν σε πέρας. Ωστόσο δεν υπήρχε κανένας λόγος να καταλήξει σε τέτοιο χάος, με τόσο λίγη πρόνοια για όλους όσοι θυσίασαν τόσο πολλά ελπίζοντας σε ένα καλύτερο Αφγανιστάν.

Αναρίθμητοι Αφγανοί που επί χρόνια συνεργάστηκαν με τους Αμερικανούς στρατιώτες, τους πολιτικούς οργανισμούς, τις οργανώσεις αρωγής και τους δημοσιογράφους, βρέθηκαν ξαφνικά την Κυριακή να κινδυνεύουν με θάνατο καθώς οι Ταλιμπάν εφορμούσαν στην Καμπούλ – την ώρα που μέλη της κυβέρνησης, και ανάμεσά τους ο πρόεδρος Ασράφ Γάνι έτρεχαν να διαφύγουν. Τραγική βεβαίως και η άμεση πολιτική εκμετάλλευση της τραγωδίας αυτής στο κομματικό παιχνίδι των ΗΠΑ.

Η αποτυχία ήρθε σε πολλά επίπεδα στο Αφγανιστάν, και παρότι η κατάρρευση της αφγανικής κυβέρνησης ήταν σοκαριστική, το αποτέλεσμα δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει. Το φταίξιμο δε θα πρέπει να πέφτει μόνο στον πρόεδρο Μπάιντεν, αλλά η ευθύνη διευθέτησης της κατάστασης είναι όλη της Ουάσιγκτον. Πρέπει να διορθώσει ό,τι πήγε στραβά στα σχέδια αποχώρησης.

Αν μη τι άλλο ο αμερικανικός στρατός αποτελεί μια οργανωτική υπερδύναμη και θα πρέπει να κινήσει τώρα Γη και ουρανό, και ό,τι βρίσκεται ενδιαμέσως, ώστε να διασώσει όλους αυτούς τους ανθρώπους που ρίσκαραν τα πάντα για ένα καλύτερο μέλλον. Η γραφειοκρατία δεν θα πρέπει να στέκεται ανάμεσα σε συμμάχους και τη σωτηρία τους.

Τα αρχεία για το Αφγανιστάν που δημοσίευσε η εφημερίδα Ουάσιγκτον Ποστ, περιλαμβανομένης μιας εμπιστευτικής αναφοράς με τίτλο «Τα μαθήματα που πήραμε», κατέδειξαν μια αποκαρδιωτική εικόνα διαφθοράς, ανικανότητας, έλλειψης κινήτρων και άλλων προβλημάτων μεταξύ των αφγανικών δυνάμεων τις οποίες οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους προσπαθούσαν να καταστήσουν σοβαρή στρατιωτική δύναμη.

Αξιωματούχος του αμερικανικού ναυτικού ανέφερε ότι οι Αφγανοί θεωρούν την αστυνομία τον «πλέον μισητό θεσμό» στο Αφγανιστάν. Άλλοι αξιωματούχοι περιέγραφαν τις συστηματικές λεηλασίες από στρατιώτες και αξιωματικούς, καθώς και τόσο μεγάλες στρατιωτικές απώλειες (60.000 από το 2001 σύμφωνα με μια εκτίμηση) που η κυβέρνηση στην Καμπούλ τηρούσε μυστικές. Η διαφθορά ήταν τόσο μεγάλη ώστε πολλοί Αφγανοί άρχισαν να διερωτώνται μήπως ήταν χειρότερη η κυβέρνησή τους από τους Ταλιμπάν.

Όταν ο κ. Μπάιντεν ανέλαβε την εξουσία, τον περασμένο Ιανουάριο ορισμένοι αξιωματούχοι στο Υπουργείο Αμύνης και αλλού τον συμβούλευσαν να διατηρήσει μια μικρή αντιτρομοκρατική ομάδα στο Αφγανιστάν για αρκετά χρόνια ακόμη. Ωστόσο ο κ. Μπάιντεν, αρκετά μεγάλος για να θυμάται το Βιετνάμ και βετεράνος των διεθνών σχέσεων από την εποχή που ήταν γερουσιαστής, πείστηκε ότι το να παραμείνουν μερικές χιλιάδες στρατιωτών για κάποια χρόνια στο Αφγανιστάν δε θα απέτρεπε την τελική νίκη των Ταλιμπάν.

Ήταν από καιρό σαφές ότι η αμερικανική απόσυρση με όποιον τρόπο κι αν γινόταν, θα άφηνε τους Ταλιμπάν έτοιμους να πάρουν ξανά τον έλεγχο του Αφγανιστάν. Ο πόλεμος έπρεπε να τελειώσει. Ωστόσο η κυβέρνηση Μπάιντεν μπορούσε και όφειλε να φροντίσει περισσότερο για την προστασία όσων ρίσκαραν τα πάντα επιζητώντας ένα καλύτερο μέλλον, όσο κι αν αυτό το όνειρο αποδείχθηκε μια ψευδαίσθηση.

Πηγή:kathimerini.gr