Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024

Ο κ. Μητσοτάκης είναι ένας τύπος γεμάτος εσωτερικές αντιφάσεις. Είναι ανασφαλής και ταυτόχρονα αλαζονικός, επισημαίνει ο Νίκος Καραχάλιος που διετέλεσε Σύμβουλος Στρατηγικής των Κώστα Καραμανλή, Αντώνη Σαμάρα και Βαγγέλη Μεϊμαράκη

Στην έρευνα του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ «Ιδεολογικές Στάσεις & Πολιτικές Τάσεις στην Ελλάδα Σήμερα», μεταξύ άλλων, τίθεται το ερώτημα «Οι βασικές υποδομές θα πρέπει να ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα;». Το σχετικό ερώτημα απαντήθηκε με 15% «συμφωνώ», 73% «διαφωνώ «και 12% ΔΞ/ΔΑ.

----------------------------------------------------------------------------------------------------------

* Άρθρο στο Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ του Νίκου Χατζηαργυρίου, Ομότιμου Καθηγητή ΕΜΠ, πρώην Προέδρου και ΔΝΣ ΔΕΔΔΗΕ, μέλους Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ΕΝΑ

---------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Αν και στο πλαίσιο της έρευνας δεν αναφέρεται ρητά ποιες θεωρούνται ως βασικές υποδομές της χώρας, υποθέτουμε ότι οι τομείς της υγείας, της άμυνας, της εκπαίδευσης και της ενέργειας περιλαμβάνουν βασικές υποδομές. Σε αυτό το σημείωμα σχολιάζεται αυτό το ερώτημα από την πλευρά του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας και ιδιαίτερα των δικτύων διανομής ηλεκτρισμού. Ιδιαίτερα, εξηγείται γιατί τα δίκτυα διανομής αποτελούν βασικές, στρατηγικές υποδομές οι οποίες δεν μπορούν να ικανοποιήσουν την αποστολή τους εάν ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα, όπως υποστηρίζεται άλλωστε από την πλειοψηφία (3/4) των ερωτηθέντων.

Η λειτουργία των συστημάτων ηλεκτρικής ενέργειας διακρίνεται σε ανταγωνιστικές και σε μονοπωλιακές δραστηριότητες. Η παραγωγή και η εμπορία ενέργειας αποτελούν τον ανταγωνιστικό τομέα, που έχει απελευθερωθεί πλήρως και στον οποίο δραστηριοποιούνται σήμερα δημόσιες και κυρίως ιδιωτικές επιχειρήσεις εντός του προκαθορισμένου θεσμικού πλαισίου αγοράς ενέργειας. Από την άλλη, οι δραστηριότητες της μεταφοράς και διανομής είναι εκ φύσεως μονοπωλιακές, αφού είναι μη ορθολογικό και αντιοικονομικό να υπάρχουν εναλλακτικές, ανταγωνιστικές υποδομές παράλληλων δικτύων για την ικανοποίηση της ίδιας κατανάλωσης. Για τα δίκτυα λοιπόν δεν υπάρχει θέμα ανταγωνισμού, μέσω του οποίου μπορεί να μειωθούν οι τιμές. Ο πολύ διαφορετικός χαρακτήρας αυτών των δραστηριοτήτων καθορίζει και τον ρόλο τους στις σημερινές συνθήκες λειτουργίας της αγοράς ενέργειας καθώς και τον τρόπο που ασκούν τη λειτουργία τους.

Ο ρόλος των δικτύων διανομής είναι η αδιάλειπτη παροχή ρεύματος στους πολίτες με την μεγαλύτερη αξιοπιστία, το χαμηλότερο δυνατό κόστος και τη μικρότερη δυνατή επιβάρυνση του περιβάλλοντος. Όσον αφορά την οικονομική τους δραστηριότητα, η επιδίωξη των δραστηριοτήτων των δικτύων διανομής, σε αντίθεση με τις δραστηριότητες της παραγωγής και της εμπορίας, δεν πρέπει να αποβλέπει στο κέρδος, αλλά στην αποδοτικότητα κόστους. Η έννοια του κόστους δεν αφορά μόνο τη λειτουργία, αλλά και τη συντήρηση και την ανάπτυξη των δικτύων μαζί με τις αναγκαίες σχετικές επενδύσεις. Η αποδοτική διαχείριση των δικτύων εξασφαλίζει ότι το κόστος που επιβαρύνει τους καταναλωτές εξασφαλίζει ένα εύλογο έσοδο, το οποίο είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού τους, χωρίς να παράγεται κέρδος, ούτε βέβαια να συνεπάγεται ζημιές. Συμπερασματικά, τα δίκτυα διανομής είναι φυσικά μονοπώλια με κύριο σκοπό την καλλίτερη εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου και επιπλέον, όπως θα δούμε στη συνέχεια, παίζουν στρατηγικό ρόλο, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες της ενεργειακής μετάβασης.

Η ενεργειακή μετάβαση σε ένα μοντέλο εξυπηρέτησης της οικονομίας χαμηλού άνθρακα αποτελεί τα τελευταία χρόνια, στις περισσότερες χώρες, τη βασική επιλογή ενεργειακής πολιτικής. Κινητήρια δύναμη αυτής της μετάβασης είναι η καταπολέμηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, με βασικά εργαλεία την ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), των διεσπαρμένων ενεργειακών πόρων και την ενεργειακή αποδοτικότητα, μέσω και της ενδυνάμωσης του ρόλου του πολίτη ως ενεργού καταναλωτή και παραγωγού. Τα δίκτυα διανομής αποτελούν βασικό συντελεστή στην ενεργειακή μετάβαση, αφού οι περισσότερες μονάδες ΑΠΕ (>75%) συνδέονται σε αυτά. Εκτός των μεγάλων εγκαταστάσεων ΑΠΕ που συνδέονται στα δίκτυα μεταφοράς Υψηλής Τάσης, στα δίκτυα διανομής συνδέονται πλήθος διεσπαρμένων μονάδων μικρού και μεσαίου μεγέθους, ενεργοί καταναλωτές που παράγουν τη δική τους ηλεκτρική ενέργεια (π.χ. net-metering) και συμμετέχουν στην ενεργειακή αποδοτικότητα και εξοικονόμηση ενέργειας, ανεξάρτητα ή οργανωμένα σε ενεργειακές κοινότητες. Στο μέλλον θα συνδεθούν μονάδες αποθήκευσης και φορτιστές ηλεκτροκίνησης, για τους οποίους θα πρέπει να εφαρμοσθούν πολιτικές «έξυπνης φόρτισης», κλπ. Η αποτελεσματική διαχείριση ενός τέτοιου, εξαιρετικά πολύπλοκου συστήματος απαιτεί τη μετατροπή των δικτύων σε «έξυπνα δίκτυα», με ευρεία χρήση ψηφιακών τεχνολογιών και εκμετάλλευση ενός τεράστιου όγκου δεδομένων που θα συλλέγονται μέσω έξυπνων μετρητών και πλήθους αισθητήρων  εγκατεστημένων στο δίκτυο. Η ανάπτυξη και εφαρμογή καινοτόμων τεχνολογιών μπορεί να συμβάλλει σημαντικά στη μείωση του κόστους λειτουργίας των δικτύων και στη βελτίωσης της εκμετάλλευσης τους με σκοπό τον εξορθολογισμό και αναβολή ή και μείωση των επενδύσεων στις υποδομές τους. Επιπλέον, ο εκσυγχρονισμός των δικτύων προσφέρει δυνατότητες ανάπτυξης εγχώριας τεχνολογίας και επιχειρηματικότητας, δημιουργεί ευκαιρίες για νέες θέσεις εργασίας για υψηλού επιπέδου υπηρεσίες και μπορεί να αποτελέσει σημαντικό μοχλό για την ανάπτυξη της χώρας. Τα δίκτυα διανομής ηλεκτρισμού, ως βασική παράμετρος ενεργειακής πολιτικής, αλλά και βασικός παράγοντας εκσυγχρονισμού ανήκουν όχι μόνο στις βασικές, αλλά και στις στρατηγικές υποδομές τις χώρας.

http://www.bigbusiness.gr/roundcube/?_task=mail&_framed=1&_action=get&_mbox=INBOX&_uid=19249&_part=3&_extwin=1&_mimewarning=1&_embed=1&_nocheck=1

Η ιδιωτική εκμετάλλευση των δικτύων διανομής με σκοπό το κέρδος εμπεριέχει μια εγγενή αντίφαση όσον αφορά τον εκσυγχρονισμό τους. Τα έσοδα των επιχειρήσεων διανομής ανακτώνται από τα τιμολόγια ενέργειας των καταναλωτών μέσω των τελών χρήσης του δικτύου. Τα έσοδα αυτά είναι αναγκαία για να καλυφθούν: α) τα λειτουργικά έξοδα που αντανακλούν το κόστος λειτουργίας και εξαρτώνται από την ηλεκτρική ενέργεια που διακινείται και β) το κόστος απόσβεσης των κεφαλαίων που επενδύονται σήμερα στο μεγαλύτερο ποσοστό για επεκτάσεις και ενισχύσεις (νέες γραμμές, υποσταθμοί, κλπ), και λιγότερο σε έργα τεχνολογικού εκσυγχρονισμού. Αν και το σύνολο των έργων αυτών εγκρίνονται από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και αποζημιώνονται με μία ρυθμιστικά οριζόμενη τιμή ανάκτησης των επενδεδυμένων κεφαλαίων, το στενά οικονομικό συμφέρον των επιχειρήσεων διανομής συνεπάγεται τη διακίνηση της μέγιστης δυνατής ποσότητας ενέργειας και την πραγματοποίηση των περισσότερων δυνατών επενδύσεων σε υποδομές (δημιουργία copper plate). Το στενά οικονομικό συμφέρον δηλαδή βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την εφαρμογή τεχνολογιών εκσυγχρονισμού των δικτύων και πολιτικών εξοικονόμησης ενέργειας, οι οποίες πρέπει να αποβλέπουν στη βελτίωση της ποιότητας εξυπηρέτησης των πολιτών, χωρίς να τους επιβαρύνουν υπέρμετρα, ενώ θα  πρέπει να οδηγούν σε εξορθολογισμό των επενδύσεων σε υποδομές και σταδιακή μείωση του λειτουργικού κόστους.

Συμπερασματικά, τα δίκτυα διανομής είναι φυσικά μονοπώλια, αποτελούν βασικές, στρατηγικές υποδομές και προσφέρουν σημαντικές δυνατότητες εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης της χώρας. Ο σκοπός λειτουργίας των δικτύων είναι η εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου με το μικρότερο δυνατό κόστος και την μεγαλύτερη προστασία του περιβάλλοντος και αυτό δεν συμβαδίζει με τους σκοπούς μιας ιδιωτικής επιχείρησης που έχει ως κύρια επιδίωξη την μεγιστοποίηση της κερδοφορίας της. Αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο σήμερα, που είναι επιτακτική η ανάγκη εκσυγχρονισμού των δικτύων μέσω βέλτιστων επενδύσεων.

* Κείμενο εργασίας του Ολιβιέ Βαρδακούλια, Οικονομολόγου, CAN Europe, για το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, για την κλιματική αλλαγή και τον κλιματικό νόμο σε Ε.Ε. και Ελλάδα

Παρότι τα Κράτη-Μέλη της ΕΕ δεσμεύονται τόσο από τους στόχους του Ευρωπαϊκού Κλιματικού νόμου όσο και από τους αντίστοιχους ενδιάμεσους στόχους μείωσης εκπομπών Αερίων του Θερμοκηπίου, η θέσπιση εθνικών κλιματικών νόμων εξυπηρετεί μια σειρά σκοπών όπως ενδεικτικά[i] [ii]:

  • Την υιοθέτηση πιο γενναίων δεσμευτικών στόχων για κλιματική ουδετερότητα σε σχέση με τους στόχους του Ευρωπαϊκού Κλιματικού Νομού, καθώς ο τελευταίος δεν ευθυγραμμίζεται με τον στόχο συγκράτησης της ανόδου της παγκόσμιας θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό όπως επιτάσσει η Συμφωνία των Παρισίων για το κλίμα.
  • Τη συμπληρωματική εθνική, περιφερειακή και τοπική εξειδίκευση των (σαφώς πιο γενικών) προβλέψεων του Ευρωπαϊκού Κλιματικού Νόμου, συμπεριλαμβάνοντας για παράδειγμα εθνικές δομές διακυβέρνησης και παρακολούθησης, τομεακούς στόχους, μέτρα για την επίτευξη των στόχων, τη χρηματοδότηση των «πράσινων επενδύσεων» κοκ.

Καθώς η Ελλάδα απέκτησε για πρώτη φορά εθνικό κλιματικό νόμο, μια κριτική επισκόπηση του τελευταίου κρίνεται απαραίτητη, λαμβάνοντας υπόψη την εμπειρία και τις πρακτικές άλλων εθνικών κλιματικών νόμων ανά την ΕΕ.

Η παρούσα ανάλυση εξετάζει μία από τις πτυχές του νομοσχεδίου για τον Κλιματικό Νόμο, αυτή των διατάξεων που αφορούν τις οικονομικές και κοινωνικές διαστάσεις της απανθρακοποίησης, αξιολογώντας τόσο τα θετικά σημεία όσο και τις ανεπάρκειες του. 

Οι κλιματικοί στόχοι και τα μέσα επίτευξής τους

Ο πρωταρχικός σκοπός των εθνικών κλιματικών νόμων είναι σαφέστατα η θέσπιση τελικών και ενδιάμεσων δεσμευτικών στόχων απανθρακοποίησης, τομεακών προϋπολογισμών άνθρακα, καθώς και μέτρων διακυβέρνησης και παρακολούθησης. Εντούτοις, οι πλέον προοδευτικοί εθνικοί κλιματικοί νόμοι συμπεριλαμβάνουν συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις που αφορούν όχι μόνο τους στόχους αλλά και τα οικονομικά μέσα επίτευξής τους, προτάσσοντας ταυτόχρονα έναν δίκαιο μετασχηματισμό μέσω μέτρων που δρουν αναδιανεμητικά και προωθούν την ισότιμη συμμετοχή των πολιτών στη μετάβαση προς μια οικονομία μηδενικού αποτυπώματος άνθρακα. 

Σύμφωνα με όλες τις διαθέσιμες εκτιμήσεις, υφίσταται ένα σημαντικό «επενδυτικό κενό» για την επίτευξη φιλόδοξων κλιματικών στόχων[iii], καθώς είναι σαφές πως οι υφιστάμενοι ευρωπαϊκοί πόροι δεν επαρκούν για τη χρηματοδότηση των αναγκαίων επενδύσεων για την απανθρακοποίηση των κλάδων της ενέργειας, των μεταφορών, της γεωργίας και της βιομηχανίας[iv]. Στην περίπτωση της Ελλάδας, εκτιμάται πως ακόμα και σε ένα σενάριο υποδειγματικής απορρόφησης, το σύνολο των ευρωπαϊκών πόρων της περιόδου 2021-27 που προορίζονται για την επίτευξη των νέων κλιματικών στόχων, αντιστοιχεί κατά μέσο όρο σε 1,5% του ΑΕΠ ετησίως, ενώ οι ετήσιες επενδυτικές ανάγκες αντιστοιχούν στο 3% του ΑΕΠ[v]

Ως εκ τούτου, η προώθηση μεταρρυθμίσεων για την κινητοποίηση πρόσθετων δημόσιων και ιδιωτικών πόρων σε εθνικό επίπεδο δεν κρίνεται μόνο θεμιτή αλλά και αναγκαία στο πλαίσιο ενός εθνικού κλιματικού νόμου.

Παρότι αυτές οι διαστάσεις αναγνωρίζονται στον Εθνικό Κλιματικό Νόμο, τα μέτρα που προτείνονται είναι σημειακά και ανεπαρκή σε σχέση με σειρά αντίστοιχων κλιματικών νόμων, παρουσιάζοντας επίσης περιορισμένη προσθετικότητα σε σχέση με τις υφιστάμενες ευρωπαϊκές προβλέψεις χρηματοδότησης.

Ταυτόχρονα, πέραν της «δίκαιης μετάβασης» των λιγνιτικών περιφερειών, απουσιάζει πλήρως η διάσταση του δίκαιου μετασχηματισμού της οικονομίας προς την απανθρακοποίηση ώστε αφενός η απανθρακοποίηση να μην αποτελέσει πηγή νέων ανισοτήτων αφετέρου να επιτευχθεί ο στόχος της μέγιστης κοινωνικής συμμετοχής στη διαδικασία μετάβασης.      

Μεταρρυθμίσεις για την κινητοποίηση δημοσίων πόρων

Με τον ίδιο τρόπο που ο Ευρωπαϊκός Κλιματικός Νόμος εμπεριέχει την ενσωμάτωση της κλιματικής διάστασης (climate mainstreaming) στο σύνολο των χρηματοδοτικών εργαλείων της ΕΕ, κάθε εθνικός κλιματικός νόμος οφείλει να διασφαλίσει μια αντίστοιχη ενσωμάτωση σε κομβικά εθνικά εργαλεία δημοσιονομικής πολιτικής, με βάση τις εκτιμώμενες επενδυτικές ανάγκες για την επίτευξη των στόχων του 2030 και του 2050.

Ο ισπανικός κλιματικός νόμος, για παράδειγμα, εισάγει ένα νομικά δεσμευτικό ελάχιστο ποσοστό δημόσιων δαπανών που οφείλουν να προορίζονται ετησίως για επενδύσεις απανθρακοποίησης της οικονομίας[vi]. Αντίστοιχα, ο κλιματικός νόμος της Γαλλίας προβλέπει, στο πλαίσιο του ετήσιου κρατικού προϋπολογισμού, την καταγραφή του κλιματικού αντίκτυπου του συνόλου των μέτρων του τελευταίου (green budgeting) καθώς και την εκτίμηση ενδεχομένου επενδυτικού κενού για την επίτευξη των κλιματικών στόχων[vii]

Σε αντίθεση με τα παραπάνω παραδείγματα οριζόντιων μέτρων που διαπερνούν το σύνολο των δημοσίων πόρων και πολιτικών, ο Ελληνικός Κλιματικός Νόμος εστιάζει σημειακά σε μεμονωμένα εργαλεία χωρίς μια ολιστική εκτίμηση κλιματικής και επενδυτικής σημαντικότητας (materiality).

Πιο συγκεκριμένα, όσο θεμιτές κι αν είναι οι προβλέψεις για την αξιοποίηση των εσόδων εμπορίας ρύπων (πάγιο αίτημα των περιβαλλοντικών οργανώσεων), τα έσοδα αυτά είναι εξαιρετικά περιορισμένα σε σχέση με το σύνολο των δημόσιων δαπανών, και με άλλα εργαλεία οικονομικής πολιτικής. Εντούτοις, το μισό άρθρο για την κινητοποίηση δημόσιων πόρων εστιάζει σε αυτό το μεμονωμένο εργαλείο. Ταυτόχρονα, οι προβλέψεις για την αξιοποίηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων είναι εξαιρετικά ανεπαρκείς καθώς αφενός ο Κλιματικός Νόμος δεν θεσπίζει έναν ελάχιστο στόχο κινητοποίησης του ΠΔΕ για την απανθρακοποίηση αφετέρου χρησιμοποιεί εξαιρετικά αδύναμες έννοιες από νομική άποψη[viii].   

Απουσιάζουν επίσης μέτρα για την ενσωμάτωση της κλιματικής διάστασης σε σημαντικά εργαλεία, όπως για παράδειγμα ο Επενδυτικός Νόμος και οι Στρατηγικές Επενδύσεις, καθώς και οποιαδήποτε αναφορά στην ανάγκη σταδιακής εξάλειψης των κρατικών επιδοτήσεων σε υποδομές που σχετίζονται με ορυκτά καύσιμα και ανακατεύθυνσής τους τους προς δραστηριότητες που συμβάλλουν στην απανθρακοποίηση[ix].  

Τέλος, η αναφορά σε ευρωπαϊκούς πόρους (Ταμείο Ανάκαμψης και Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο της ΕΕ) δεν παρουσιάζει καμία προσθετικότητα σε σχέση με τις υφιστάμενες ευρωπαϊκές προβλέψεις: απλώς επαναλαμβάνει τις δεσμεύσεις των τελευταίων σχετικά με το ελάχιστο ποσοστό δαπανών για τους κλιματικούς στόχους και την τήρηση της αρχής «μη πρόκλησης σημαντικής περιβαλλοντικής βλάβης».

Εν κατακλείδι, είναι εξαιρετικά αμφίβολο το κατά πόσο τα «μέσα» που προτείνονται είναι επαρκή για την επίτευξη φιλόδοξων στόχων, και ο Κλιματικός Νόμος αποτυγχάνει να προωθήσει γενναίες δομικές μεταρρυθμίσεις για την περαιτέρω κινητοποίηση δημόσιων πόρων, είτε σε οριζόντιο επίπεδο είτε μέσω συγκεκριμένων σημαντικών εργαλείων δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής.

Μεταρρυθμίσεις για την κινητοποίηση ιδιωτικών επενδύσεων 

Οι πιο φιλόδοξοι εθνικοί κλιματικοί νομοί εμπεριέχουν μέτρα για την παροχή κινήτρων και αντικινήτρων για την ευθυγράμμιση των ιδιωτικών επενδύσεων (ιδίως των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων) με τον στόχο απανθρακοποίησης. Τα μέτρα αυτά αφορούν σε δύο επίπεδα:

(α) Απαιτήσεις δημοσιοποίησης εκπομπών, εταιρικών σχεδίων μείωσης εκπομπών, ευρύτερων μη χρηματοοικονομικών πληροφοριών (πέραν υφιστάμενων ευρωπαϊκών απαιτήσεων) καθώς και χρηματοοικονομικών κινδύνων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή (πχ έκθεση χαρτοφυλακίου σε κεφάλαια υψηλής έντασης άνθρακα, και έκθεση χαρτοφυλακίου σε φυσικούς κινδύνους).

(β) Απαιτήσεις εποπτικής πολιτικής των αρμόδιων εποπτικών αρχών (στην Ελλάδα: Τράπεζα της Ελλάδος, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς) ιδιαίτερα για τα ιδρύματα που παραμένουν υπό εθνική εποπτεία. Στόχος των μέτρων αποτελεί η αποθάρρυνση επενδύσεων που εκθέτουν τα ιδρύματα σε κινδύνους που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή και τις πολιτικές απανθρακοποίησης (πχ μέσω μείωσης έκθεσης χαρτοφυλακίου σε υποδομές και δραστηριότητες υψηλής έντασης άνθρακα)

Παρότι είναι αναμφίβολα θετικό ότι δεν αγνοούνται οι ιδιωτικές χρηματορροές, ο Κλιματικός Νόμος εστιάζει αποκλειστικά στο σκέλος (α), μέσω μιας (έστω περιορισμένης προσθετικότητας σε σχέση με τις ενωσιακές απαιτήσεις δημοσιοποίησης) συμπερίληψης απαιτήσεων δημοσιοποίησης εκπομπών, και (εθελοντικών) στόχων απανθρακοποίησης, από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και μεγάλες επιχειρήσεις. 

Εντούτοις, τόσο ο κλιματικός νόμος της Ισπανίας όσο και η λεπτομερής πρόταση για έναν ελληνικό κλιματικό νόμο από φορείς της κοινωνίας των πολίτων, συμπεριλαμβάνουν (ορθά) κλιματικές απαιτήσεις στα πεδία της μικροπροληπτικής και μακροπροληπτικής πολιτικής των αρμοδίων εποπτικών αρχών με σκοπό την ελαχιστοποίηση των κλιματικών κινδύνων για τη σταθερότητα της ελληνικής οικονομίας αφενός, και τη σταδιακή ευθυγράμμιση των ιδιωτικών επενδύσεων με τους κλιματικούς στόχους αφετέρου[x].  

Ως εκ τούτου, παραμένει αμφίβολο το κατά πόσο οι προβλέψεις που αφορούν τις ιδιωτικές επενδύσεις χαρακτηρίζονται από τον βαθμό φιλοδοξίας που απαιτείται για την κινητοποίηση ενός επαρκούς επιπέδου ιδιωτικών πόρων για την απανθρακοποίηση της ελληνικής οικονομίας, και την προσαρμογή της στην κλιματική αλλαγή.  

Δίκαιος μετασχηματισμός

Πέραν των διαστάσεων κινητοποίησης και ευθυγράμμισης ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων με τους κλιματικούς στόχους, ένα εξίσου σημαντικό οικονομικό διακύβευμα είναι το κοινωνικό πρόσημο της διαδικασίας απανθρακοποίησης. Το κατά πόσο και υπό ποιες προϋποθέσεις, δηλαδή, ο μετασχηματισμός της οικονομίας μπορεί να είναι δίκαιος, ελαχιστοποιώντας δυνητικές αρνητικές επιπτώσεις στις ανισότητες και μεγιστοποιώντας τον αναδιανεμητικό χαρακτήρα των μέτρων πολιτικής που σχεδιάζονται.

Ορισμένες ευρωπαϊκές και εθνικές πολιτικές για την απανθρακοποίηση ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στα χαμηλά και μεσαία εισοδηματικά στρώματα ή και στη γεωγραφική κατανομή εισοδημάτων. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για διεύρυνση του Συστήματος Εμπορίας Ρύπων (ETS 2) στους κτηριακούς και μεταφορικούς κλάδους μέσω επιβολής φόρου άνθρακα. Αντίστοιχα, πέραν της γνωστής πτυχής της απολιγνιτοποίησης, ορισμένοι κλάδοι (είτε εθνικής εμβέλειας είτε γεωγραφικά προσδιορισμένοι) που εξαρτώνται άμεσα από τα ορυκτά καύσιμα (λ.χ. διανομή υγρών ορυκτών καυσίμων, διυλιστήρια, εξορύξεις υδρογονανθράκων) ενδέχεται να εξαφανιστούν και να αντικατασταθούν από νέες δραστηριότητες, με δυνητικά σημαντικές επιπτώσεις σε θέσεις εργασίας και εισοδήματα.

Παρότι ένα κλιματικός νόμος δεν δύναται να εξετάζει όλες τις υποπεριπτώσεις μέτρων και πολιτικών, μπορεί εντούτοις να εμπεριέχει στην αρχιτεκτονική του οριζόντιες δεσμευτικές αρχές που να αποτελούν καταλύτη για τον μετέπειτα σχεδιασμό και εφαρμογή λεπτομερών πολιτικών. Ωστόσο, ο Ελληνικός Κλιματικός Νόμος δεν εμπεριέχει καμία διάταξη που να λαμβάνει υπόψιν τις παραπάνω πτυχές, δεν προτείνει μέτρα για την άμβλυνση ενδεχομένων δυσμενών κοινωνικών επιπτώσεων ή και τη μεγιστοποίηση της κοινωνικής ανταποδοτικότητας των μέτρων απανθρακοποίησης.

Παραδείγματα διατάξεων για έναν δίκαιο μετασχηματισμό προτείνονται, μεταξύ άλλων, στην κοινή πρόταση φορέων της κοινωνίας των πολιτών για έναν εθνικό κλιματικό νόμο[xi] όπως ενδεικτικά:  

Πρώτον, μέσω νομικά δεσμευτικής απαίτησης, να διενεργείται μελέτη κοινωνικών επιπτώσεων για μέτρα πολιτικής που περιέχονται στον κλιματικό νόμο, και να απαιτείται ο σχεδιασμός αντισταθμιστικών μέτρων για ευάλωτα κοινωνικά στρώματα που πλήττονται δυνητικά από τα εν λόγω μέτρα.

Δεύτερον, την δημιουργία εκτενέστερων σχεδίων δίκαιης μετάβασης για τους εργαζόμενους και τις περιφέρειες που πλήττονται άμεσα από την απόσυρση οικονομικών κλάδων υψηλής έντασης άνθρακα (που σχετίζονται με ορυκτά καύσιμα).  

Τρίτον, τη θέσπιση ειδικότερων δεσμευτικών στόχων συμμετοχής των πολιτών στο ενεργειακό μίγμα είτε μέσω αυτοπαραγωγής (prosumers) είτε μέσω συμμετοχής σε ενεργειακές κοινότητες, με σκοπό τη διάχυση των θετικών επιπτώσεων της ενεργειακής μετάβασης.

Τέταρτον την ειδική στόχευση των νοικοκυριών που βρίσκονται σε συνθήκη ενεργειακής φτώχειας ή απειλούνται από αυτήν, όταν σχεδιάζονται μέτρα ενεργειακής εξοικονόμησης κτηρίων.

Πέραν μιας συζήτησης για την επάρκεια των παραπάνω μέτρων, οι προτάσεις που προέρχονται από την κοινωνία των πολιτών καταδεικνύουν δύο βασικούς άξονες για τη χάραξη πολιτικής: Αφενός (α) πως οι κλιματικές πολιτικές δεν μπορούν να αξιολογούνται μόνο μέσω ενός πρίσματος οικονομικής αποτελεσματικότητας ανεξαρτήτως κοινωνικού πρόσημου, και αφετέρου (β) πως το ζήτημα του κοινωνικά δίκαιου μετασχηματισμού προς την κλιματική ουδετερότητα οφείλει να είναι στον πυρήνα ενός προοδευτικού κλιματικού νόμου.    

 

[i] European Climate Foundation (2020). Climate laws in Europe: good practices in net zero management. https://europeanclimate.org/wp-content/uploads/2020/02/04-02-2020-climate-laws-in-europe-full-report.pdf  

[ii] CAN Europe (2022). Climate laws in Europe: essential for achieving climate neutrality. https://caneurope.org/content/uploads/2022/05/2022_04_Climate-laws-briefing-ENG.pdf

[iii] European Commission (2020). Impact Assessment accompanying the document - Stepping up Europe’s 2030 climate ambition: Investing in a climate-neutral future for the benefit of our people. https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EN/TXT/HTML/?uri=CELEX:52020SC0176&from=EN

[iv] Agora Energiewende & Climate and Company (2021). Matching money with green ideas: a guide to the 2021-27 EU budget.

https://static.agora-energiewende.de/fileadmin/Projekte/2021/2021-04_ClimFin/AEW_215_Matching-money-with-green-ideas-EU_WEB.pdf

[v] Agora Energiewende (2022). Delivering RePowerEU. https://static.agora-energiewende.de/fileadmin/Projekte/2021/2021_09_KlimaInvest2030/A-EW_260_KlimaInvest_III_WEB.pdf

[vi] Gobierno de España. Ley 7/2021, de 20 de mayo, de cambio climático y transición energética. https://www.boe.es/diario_boe/txt.php?id=BOE-A-2021-8447

[vii] République Française.  Loi n° 2015-992 du 17 août 2015 relative à la transition énergétique pour la croissance verte. https://www.legifrance.gouv.fr/loda/id/JORFTEXT000031044385/

[viii] Για παράδειγμα η πρόβλεψη σύμφωνα με την οποία «λαμβάνεται υπόψη [...] στην αξιολόγηση επενδυτικών προτάσεων από το Δημόσιο [...] ο κανονισμός ταξινομίας βιώσιμων επενδύσεων» αποτελεί μια εξαιρετικά αδύναμη διατύπωση. Ειδικότερα, η «λήψη υπόψη» δεν συνεπάγεται μια δέσμευση για την ευθυγράμμιση των επενδύσεων που χρηματοδοτεί το Δημόσιο με τον εν λόγω κανονισμό της ΕΕ, ούτε επιβάλει ελάχιστες δικλείδες ασφαλείας («μη πρόκληση σημαντικής βλάβης» στους στόχους μετριασμού και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή) για το σύνολο των επενδύσεων που χρηματοδοτούνται.

[ix] Υπενθυμίζουμε πως το Ελληνικό Κράτος δαπανά περισσοτέρους πόρους σε επιδοτήσεις ορυκτών καυσίμων απ’ ότι σε επιδοτήσεις καθαρής ενέργειας. Βλ. European Court of Auditors (2022).  Energy taxation, carbon pricing and energy subsidies. . https://www.eca.europa.eu/Lists/ECADocuments/RW22_01/RW_Energy_taxation_EN.pdf

[x] WWF Ελλάς και Βουλή Watch (2021). Πρόταση κλιματικού νόμου.  https://wwfeu.awsassets.panda.org/downloads/climatelawgr_legislative_proposal_post_consultation.pdf 

[xi] WWF Ελλάς και Βουλή Watch (2021). Πρόταση κλιματικού νόμου.  https://wwfeu.awsassets.panda.org/downloads/climatelawgr_legislative_proposal_post_consultation.pdf 

Τo διεπιστημονικό project FORCE1, με φορέα υλοποίησης το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, υποστήριξε και συντόνισε επί ενάμιση περίπου έτος τις εργασίες 27 εμπειρογνωμόνων από 6 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με θέμα τις προκλήσεις της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης (4ΒΕ).

Ως διάγνωση, λέγεται και… κρετινισμός! Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 22/4/22 απέστειλε επιστολή στις χώρες-μέλη με την οποία τις ενημερώνει ότι η πληρωμή για το ρωσικό γκάζι σε ρούβλια, καταπατά τις κυρώσεις της Ε.Ε κατά της Μόσχας! Αλλά, ήδη, κατά το Bloomberg, τέσσερεις χώρες πλήρωσαν σε ρούβλια για τις προμήθειες τους ενώ δέκα συνολικά έχουν ανοίξει ρουβλικούς λογαριασμούς! Ιδού ποια είναι η αντικειμενική εικόνα.

Κάποιοι,στο φόντο των πολεμικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία «θυμήθηκαν» ξανά το Διεθνές Δίκαιο και διεθνείς κανονισμούς! Αυτοί οι «κάποιοι» εμπίπτουν στην έννοια που εκπέμπει η λαϊκή ρήση: είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα! Ας πάρουμε μόνο το θέμα του αθλητισμού.

Ροή

ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ