Αν και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, μοιάζει ωστόσο σαν να έδωσε ένα σύνθημα για μια παγκόσμια αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων, μια συσπείρωση και αποσυσπείρωση συμμαχιών, δεσμών και σχέσεων, καταρχάς οικονομικών και εν συνεχεία στρατιωτικών.

Της Έλενας Μπουλετή*

Αφήνοντας κατά μέρος την τεράστια ανθρωπιστική κρίση, που συνιστά την πλέον βαρύνουσα συνέπεια αυτού του πολέμου, έχει σημασία να δούμε τις πρωτοβουλίες που λαμβάνονται σε περιφερειακό επίπεδο και το πώς αυτές επηρεάζουν την περιοχή μας.
Οι διπλωματικές πρωτοβουλίες κάθε χώρας έδειξαν, ως έναν βαθμό, και το ρόλο που αυτή επιδιώκει να παίξει σε ένα νέο περιβάλλον, ρευστό και μεταβαλλόμενο, αλλά και σε μια παγκόσμια κατάσταση που είναι τώρα πολωμένη περισσότερο από πριν. Έτσι, η ελληνική κυβέρνηση έσπευσε να συνταχθεί –σύμφωνα με τον πρωθυπουργό– αναφανδόν με τη «Δύση» και, προς επίρρωση αυτού, να στείλει πολεμικό υλικό στην Ουκρανία. Υπερθεματίζοντας μάλιστα, ο κ. Μητσοτάκης υπέπεσε στο ατόπημα να δηλώσει ότι: «Για πρώτη φορά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρξε οργανωμένη και μαζική εισβολή σε ευρωπαϊκό κράτος», λησμονώντας τον Αττίλα στην Κύπρο και την εισβολή στη Γιουγκοσλαβία και «παρασύροντας» σε αυτή την άποψη και την Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Εν αντιθέσει με τη στάση της Ελλάδας, η οποία επέδειξε χαρακτηριστική σπουδή να συνταχθεί «με τους συμμάχους» όχι μόνο στο -αυτονόητο- επίπεδο των κυρώσεων αλλά και στην αποστολή στρατιωτικού εξοπλισμού, η Τουρκία κράτησε μεσολαβητική στάση μεταξύ των δύο μερών, διαπραγματευόμενη και χωρίς να δεσμεύεται, επιδιώκοντας στην πράξη αυτό που αναφέρουν συχνά οι αναλυτές ως «αναβάθμιση του γεωστρατηγικού της ρόλου». Έκλεισε τα Στενά Βοσπόρου και Δαρδανελίων, σε εφαρμογή της Συνθήκης του Μοντρέ μεν, έπειτα από αιτήματα του Κιέβου δε, κερδίζοντας και τις ευχαριστίες του Αμερικανού ΥΠΕΞ «για την ισχυρή υποστήριξή της στην υπεράσπιση της Ουκρανίας, καθώς και της κυριαρχίας και της εδαφικής της ακεραιότητας». Ενδιαφέρον σε επίπεδο επικοινωνίας παρουσιάζει και το γεγονός ότι, σε πρόσφατη ομιλία του για το θέμα στη Βουλή, ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε δηλώσει ότι «η Ελλάδα είναι […] στο κέντρο πάντα της Δύσης», ενώ, μόλις προχθές, ενισχυμένος και από τον διαμεσολαβητικό ρόλο της Τουρκίας στη συνάντηση του Ουκρανού και του Ρώσου ΥΠΕΞ στην Αττάλεια, ο Τούρκος ΥΠΕΞ δήλωσε ότι «σήμερα βρισκόμαστε και στην Ανατολή και στη Δύση», αλλά και ότι «μαζί με το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και τη Γερμανία, η Τουρκία θέλει να είναι εγγυήτρια της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας». Η Τουρκία λοιπόν σίγουρα προσπαθεί να αξιοποιήσει τα διπλωματικό της κεφάλαιο, όχι μόνο επειδή όπως –ορθά αυτή τη φορά– δήλωσε και πάλι ο Τσαβούσογλου, «αν δεν σβήσουμε τη φωτιά, θα μας κάψει όλους», αλλά και επειδή η τουρκική κυβέρνηση προσπαθεί να αντιμετωπίσει μια δύσκολη κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή της όχι με όρους δέσμευσής της σε κάποια συμβολική συμμαχία ή το ΝΑΤΙ, αλλά με τρόπο επωφελή πρώτα απ’ όλα για την ίδια.
Παρά τις «παραδοσιακές», θα έλεγε κανείς, υπερβολές στο λεκτικό της τουρκικής διπλωματίας, όπως αυτές αρθρώνονται και από τον Τούρκο Πρόεδρο και από τους υπουργούς του, ο ρόλος της Τουρκίας φαίνεται όντως να αναβαθμίζεται στο μικρό διάστημα που έχει μεσολαβήσει από την έναρξη των εχθροπραξιών και στο πλαίσιο πάντα των περιφερειακών δυνάμεων, στις οποίες η Τουρκία επιδιώκει να ανήκει, υπό την έννοια ότι λαμβάνει πρωτοβουλίες για όσα συμβαίνουν δίπλα της και ασκεί ενεργητική εξωτερική πολιτική. Παράλληλα, έχει ανασχεθεί στοιχειωδώς –αν και όχι χωρίς κόστος– η πτώση της λίρας, που ήταν συνεχής το προηγούμενο διάστημα. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί το γεγονός ότι η τουρκική οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται σε βαθιά κρίση, που επιτείνεται και από τις εξελίξεις στην Ουκρανία. Ωστόσο, το μέγεθος, η θέση της και –ίσως κυρίως– η σταθερή επιδίωξη της τουρκικής κυβέρνησης να μετέχει ενεργά στις διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στην περιοχή ενδεχομένως να της δώσουν, το επόμενο διάστημα, τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει και τους συσχετισμούς στα ελληνοτουρκικά και στο κυπριακό από νέα θέση ισχύος. Η συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν δείχνει προς αυτή την κατεύθυνση. Η άποψη που διατυπώθηκε στα ελληνικά ΜΜΕ μετά τη συνάντηση σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα θα μπορέσει να «επηρεάσει» την Τουρκία υπέρ της Δύσης ή ότι η ίδια η τουρκική κυβέρνηση θα πειθαναγκαστεί να εγκαταλείψει τις όποιες αξιώσεις της στα ελληνοτουρκικά λόγω της συμμετοχής της στο ΝΑΤΟ δεν προκύπτει από κάπου –και σίγουρα όχι από τις πρόσφατες διπλωματικές πρωτοβουλίες της τελευταίας.
Επιπλέον, παρότι η Τουρκία διατείνεται ότι επιδιώκει να «σβήσει τη φωτιά» των εχθροπραξιών, ενδέχεται επίσης να συμφωνήσει με τις ΗΠΑ να μεταφέρει S-400 στην Ουκρανία, ώστε, σε αντάλλαγμα, να ενταχθεί ξανά στο πρόγραμμα των μαχητικών F-35 ή, αν η συγκυρία το επιτρέψει, να προωθήσει συμφωνίες εμπορικής συνεργασίας με τη Ρωσία, καλύπτοντας το κενό που έχουν αφήσει οι ευρωπαϊκές κυρώσεις. Οι προτεραιότητες της τουρκικής κυβέρνησης, εσωτερικές (λ.χ. εκλογές) και εξωτερικές, μπορεί να θέσουν προσωρινά τα ελληνοτουρκικά σε δεύτερη μοίρα, αλλά, όσο η ελληνική κυβέρνηση εμμένει στο δόγμα της απόλυτης «πειθαρχίας» στη Βορειοατλαντική Συμμαχία και τίποτε άλλο πέραν αυτού για να ενισχυθούν ο ρόλος και η διαπραγματευτική θέση της χώρας, τόσο οι ισορροπίες δυνάμεων –αν πρέπει να μιλάμε με τέτοιους όρους– δεν πρόκειται να αλλάξουν.
Η εισβολή στην Ουκρανία δείχνει με τον χειρότερο –με έμπρακτο, δηλαδή– τρόπο ότι οι στρατιωτικές παρεμβάσεις του ισχυρότερου στον πιο αδύναμο για τη δημιουργία τετελεσμένου μέσω της στρατιωτικής επιβολής και με πρόσχημα την υπεράσπιση «εθνικών συμφερόντων» δεν σταμάτησαν στην Κύπρο, τη Γιουγκοσλαβία, τη Συρία ή το Κουρδιστάν, αλλά συνεχίζονται. Η ιστορία έχει δείξει ότι τέτοιες επεμβάσεις δεν αποφεύγονται μόνο με τη μη ευέλικτη και δογματική προσήλωση σε «στρατόπεδα» (δεν τίθεται προφανώς θέμα αμφισβήτησης της θέσης της Ελλάδας στην ΕΕ, την Ευρωζώνη και το ΝΑΤΟ, αλλά πως η χώρα αντιλαμβάνεται το ρόλο της εντός αυτών), αλλά με πολυδιάστατη ενεργητική διπλωματία, συνεργασίες στην ευρύτερη περιοχή, συμφωνίες όπως αυτή των Πρεσπών και διπλωματικές πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση της ειρηνικής συνύπαρξης και της συναντίληψης των λαών και των κοινωνιών. Υπό αυτό το πρίσμα, η Ελλάδα επί της αρχής και σε τελική ανάλυση «ανήκει» μόνο στους πολίτες της και στη δέσμευση της κυβέρνησής της να τους κρατήσει ασφαλείς και σε τροχιά προόδου σε ένα κόσμο ειρήνης και συνεργασίας.

*Έλενα Μπουλετή, Ιστορικός, διδάκτορας Παντείου Πανεπιστημίου - Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο θεματικό Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ «Πόλεμος στην Ουκρανία: Διαστάσεις, συνέπειες & προεκτάσεις»