Νέα δεδομένα δημιουργεί η πρωτοφανής ενεργειακή κρίση που έχει εκτινάξει στα ύψη τα κόστη της ηλεκτρικής ενέργειας, επιβαρύνοντας όχι μόνο τους καταναλωτές αλλά και τις εταιρείες προμήθειας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και οι καθετοποιημένες εταιρείες του χώρου ανακοίνωσαν για το 2021 ζημιογόνα αποτελέσματα, τα οποία αντισταθμίστηκαν από τις επιδόσεις του τομέα της παραγωγής που ήταν κερδοφόρος. Ωστόσο, καθώς στην αγορά υπάρχουν και εταιρείες μη καθετοποιημένες που δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τις απώλειες της κρίσης, εκτιμάται ότι οι αντοχές των εταιρειών εξαντλούνται και είναι θέμα χρόνου να εμφανιστούν εξαγορές και συγχωνεύσεις ή σε διαφορετική περίπτωση ακόμη και λουκέτα. Μάλιστα, πληροφορίες της αγοράς αναφέρουν ότι ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη συζητήσεις μεταξύ εταιρειών για το ενδεχόμενο εξαγοράς, που όμως δεν έχουν τελεσφορήσει εξαιτίας των διαφορών που προκύπτουν στις αποτιμήσεις: οι μεν πωλητές "αντιστέκονται" ζητώντας υψηλές αποτιμήσεις για τις εταιρείες τους, οι δε αγοραστές επικαλούνται τα due dilligence, που εμφανίζουν τις αξίες αρκετά χαμηλότερα από τα ποσά που ζητούνται.
Επίσημο πωλητήριο

Σε αυτό το κλίμα, την περασμένη εβδομάδα επιβεβαιώθηκε και επίσημα από πλευράς ομίλου Άβαξ, η εκκίνηση των διαδικασιών συζητήσεων με ενδιαφερόμενους επενδυτές για την πώληση της θυγατρικής εταιρείας προμήθειας ρεύματος Volterra. Σύμφωνα με την ανακοίνωση του ομίλου Άβαξ οι συζητήσεις για την πώληση της εταιρείας, η οποία διαθέτει μερίδιο της τάξης του 2% και βρίσκεται στην 6η θέση της αγοράς προμήθειας, δεν έχουν ακόμη καταλήξει οριστικά.

Μάλιστα ο όμιλος περιγράφει με χαρακτηριστικό τρόπο τις εξελίξεις στην ενεργειακή αγορά που οδήγησαν στην απόφαση για αποεπένδυση. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η διοίκηση, η ανατίμηση του φυσικού αερίου στη διάρκεια του 2021 είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση στην τιμή εκκαθάρισης της εγχώριας αγοράς ενέργειας. Η τήρηση του κώδικα προμήθειας είχε ως επίπτωση την καθυστέρηση στην εναρμόνιση των χρεώσεων των πελατών, προκαλώντας σημαντικές ζημιές στον Όμιλο. Η μεγάλη αύξηση του κύκλου εργασιών της Volterra και η άνοδος των τιμών αγοράς είχε ως επακόλουθο την εκτίναξη του απαιτούμενου κεφαλαίου κίνησης σε επίπεδο το οποίο η Volterra αδυνατούσε να διαχειριστεί και χρειάστηκε σημαντική στήριξη από τη μητρική Εταιρεία. Εξαιτίας της κατάστασης που δημιουργήθηκε, η Εταιρεία έλαβε απόφαση αποεπένδυσης από την αγορά ενέργειας και τις δραστηριότητες της Volterra, συμπεριλαμβανομένων των κερδοφόρων θυγατρικών της στον χώρο των ΑΠΕ, προκειμένου να ενισχύσει τη ρευστότητά της. Σημειώνεται ότι στα οικονομικά αποτελέσματα του 2021 η δραστηριότητα της ενέργειας κατηγοριοποιείται ως διακοπείσα λόγω της απόφασης πώλησης, με συμμετοχή 190,6 εκατ. ευρώ στον κύκλο εργασιών και ζημιογόνο αποτέλεσμα μετά φόρων ύψους 14,4 εκατ. ευρώ, παράγοντας αρνητικό EBITDA 7,1 εκατ. ευρώ.

Το προηγούμενο διάστημα υπήρχαν πληροφορίες που ήθελαν αρκετές εταιρείες να συγκαταλέγονται μεταξύ των ενδιαφερόμενων μνηστήρων, μεταξύ των οποίων και κάποιοι από τους καθετοποιημένους παίκτες της εγχώριας αγοράς ηλεκτρισμού. Κάποιες άλλες πληροφορίες ήθελαν να έχουν υποβληθεί στον όμιλο Άβαξ προτάσεις πρωτίστως για το χαρτοφυλάκιο ΑΠΕ που διαθέτει η Volterra και το οποίο περιλαμβάνει αιολικά πάρκα ισχύος 70 MW σε λειτουργία, 36 MW έτοιμα προς κατασκευή και άλλα 175,4 MW υπό ανάπτυξη καθώς επίσης και ένα φωτοβολταϊκό ισχύος 2,65 MW.
Προβλήματα αγοράς

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η Volterra δεν είναι η μοναδική εταιρεία που αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης. Το γεγονός ότι έχουν αυξηθεί κατακόρυφα οι ανάγκες σε κεφάλαια κίνησης, ενώ την ίδια στιγμή παλαιές συμβάσεις με καταναλωτές, συσσωρεύουν ζημιές έχει φέρει και άλλες εταιρείες στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Σύμφωνα με πληροφορίες, τουλάχιστον τρεις μη καθετοποιημένες εταιρείες εμφανίζονται να χρωστούν ποσά που ξεπερνούν τα 100 εκατ. ευρώ προς τους διαχειριστές της αγοράς (ΔΕΔΔΗΕ, ΑΔΜΗΕ και ΔΑΠΕΕΠ). Ακόμη υψηλές εμφανίζονται και οι οφειλές εταιρειών προμήθειας προς δήμους από τέλη που εισπράττονται μέσω των λογαριασμών ρεύματος και δεν έχουν αποδοθεί. Το πρόβλημα επιτείνεται περαιτέρω και εξαιτίας της αναζωπύρωσης του φαινομένου των ανεξόφλητων οφειλών καθώς αρκετοί καταναλωτές, είτε οικιακοί είτε επαγγελματικοί αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στους υπέρμετρα φουσκωμένους λογαριασμούς που λαμβάνουν, λόγω της ενεργειακής κρίσης.
Διεθνές πρόβλημα

Τα προβλήματα επιβίωσης που αντιμετωπίζουν οι εταιρείες προμήθειας δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Το αντίθετο μάλιστα αφού στο εξωτερικό έχουν ήδη εκδηλωθεί πολυάριθμες χρεοκοπίες εταιρειών ηλεκτρισμού, αρχής γενομένης από την Αγγλία, όπου έχουν κλείσει συνολικά πάνω από 20 πάροχοι. Αντίστοιχα φαινόμενα εκδηλώθηκαν και σε άλλες αγορές όπως η Τσεχία όπου τους τελευταίους μήνες χρεοκόπησαν 16 ενεργειακές εταιρείες. Τρεις εταιρείες έχουν κλείσει και στο Βέλγιο. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Γενικής Διεύθυνσης Ενέργειας της Κομισιόν (DG Energy), από τον Οκτώβριο του 2021 μέχρι πρόσφατα σχεδόν 2 εκατομμύρια καταναλωτές σε 8 ευρωπαϊκές χώρες είχαν επηρεαστεί από την ενεργειακή κρίση. Πρόκειται για καταναλωτές στο Βέλγιο (90.000), την Τσεχία (1 εκατ.), την Ιταλία (350.000), την Ολλανδία (160.000), τη Λιθουανία (1.800), τη Σλοβακία (290.000), τη Γερμανία (1.500) κ.ά.
Τι σημαίνει το λουκέτο για τους καταναλωτές

Σε περίπτωση που μια εταιρεία χρεοκοπήσει, οι πελάτες της δεν σταματούν να ηλεκτροδοτούνται αλλά αντίθετα συνεχίζουν να τροφοδοτούνται από τον λεγόμενο προμηθευτή τελευταίου καταφυγίου. Την υπηρεσία αυτή παρέχει για το διάστημα από τον Ιούλιο 2020 έως και τον Σεπτέμβριο 2022 η Elpedison. Στην υπηρεσία αυτή μπορεί να παραμείνει κάποιος καταναλωτής για μέγιστο διάστημα 3 μηνών, μέσα στο οποίο θα πρέπει να επιλέξει τον νέο του προμηθευτή. Για το διάστημα που θα παραμείνουν στην υπηρεσία του τελευταίου καταφυγίου οι καταναλωτές θα τιμολογούνται με ένα ποσοστό προσαύξησης της τάξης του 8% επί του βασικού τιμολογίου. Εάν μετά το πέρας του τριμήνου ο καταναλωτής δεν έχει βρει προμηθευτή τότε μεταπίπτει αυτόματα στον προμηθευτή καθολικής υπηρεσίας χωρίς να διακόπτεται η ηλεκτροδότηση αλλά με πολύ ακριβότερα τιμολόγια καθώς υπάρχει προσαύξηση 12% επί των βασικών τιμολογίων του κάθε παρόχου.

Πηγή: Capital.gr, του Χάρη Φλουδόπουλου